Ο Ντέιβιντ Άικ είναι παλαίμαχος ποδοσφαιριστής και ο -ίσως- πιο αναγνωρίσιμος συνωμοσιολόγος του Ηνωμένου Βασιλείου και του κόσμου.
Πολλοί ίσως να γνωρίζετε τον Ντέιβιντ Άικ ήδη, μιας και είναι αρκετά γνωστός χάρη για την ενασχόληση του με την πολιτική, τον χώρο του μεταφυσικού και τις θεωρίες συνωμοσίας. Αυτό που ίσως και να μη γνωρίζετε, είναι πως ο γνωστός Βρετανός συνωμοσιολόγος, πριν κάνει αυτή τη μεγάλη στροφή στην καριέρα του, ήταν ποδοσφαιριστής. Μάλιστα μετά το τέλος της καριέρας του, συνέχισε να ασχολείται με το άθλημα από άλλο πόστο.
Πλέον φυσικά η ενασχόληση του με το άθλημα περιορίζεται στο να παρακολουθεί την αγαπημένη του Λέστερ, μιας και επαγγελματικά έχει στραφεί πλήρως στην, πολύ πιο επικερδή για τον ίδιο, συγγραφή βιβλίων και τη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Τι τον έκανε όμως να σταματήσει την ποδοσφαιρική του καριέρα πρόωρα και πως κατέληξε να ζει από τα… fake news;
Ο Ντέιβιντ Άικ γεννήθηκε στην πόλη του Λέστερ στις 29 Απριλίου του 1952 και ήταν ο μεσαίος γιός από τα τρία παιδιά της οικογένειας του. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν καθόλου εύκολα, μιας και μεγάλωσε πολύ φτωχικά, γεγονός που «έπαιξε» μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Ο πατέρας του, Μπέρικ, υπηρέτησε στη Βασιλική Αεροπορία ως γιατρός στον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην συνέχεια δούλεψε στο εργοστάσιο παραγωγής της μάρκας ρολογιών Gents of Leicester για να συντηρήσει την οικογένεια του, μιας και μόνο ο ίδιος εργαζόταν.
Ο Άικ και η οικογένεια του έζησαν τα πρώτα χρόνια στην Λιντ Στριτ, σε μια περιοχή η οποία κατεδαφίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Όταν αργότερα μετακόμισαν, είχαν μεγάλο οικονομικό πρόβλημα το οποίο τους ανάγκαζε να καθυστερούν την πληρωμή του ενοικίου. Ωστόσο ο ενοικιαστής του σπιτιού της οικογένειας δεν φαινόταν να συγκινείται από αυτό και πήγαινε συχνά και τους χτυπούσε την πόρτα για να βρει τους γονείς του Ντέιβιντ.
Αυτοί δεν του άνοιγαν κι έτσι αυτός γυρνούσε γύρω από το σπίτι και κοιτούσε από τα παράθυρα για να δει αν όντως λείπουν ή αν βρίσκονται μέσα και τον αποφεύγουν. Έτσι, η μητέρα του, έκρυβε τον Ντέιβιντ κάθε φορά που τους επισκεπτόταν κάποιος, γεγονός που σύμφωνα με τον ίδιο, του έχει αφήσει ψυχολογικό τραύμα μέχρι και σήμερα και φοβάται όποτε του χτυπάει κάποιος την πόρτα!
Όταν ξεκίνησε το σχολείο, ο Άικ δεν ήταν καθόλου καλός μαθητής και δεν έδειχνε να έχει κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα. Σε αντίθεση με τα μαθήματα όμως, όπως πολλοί συνομίληκοί του έδειχνε να έχει ιδιαίτερη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Μάλιστα, όταν ήταν εννέα χρονών, τον επέλεξαν από το σχολείο του για την σχολική ομάδα και αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν η πρώτη φορά στην οποία πέτυχε σε κάτι στη ζωή του, καθώς επίσης και η πρώτη φορά που είδε το ποδόσφαιρο σαν μια διέξοδο από την φτώχεια.
Η θέση στην οποία έπαιζε ήταν αυτή του τερματοφύλακα, γεγονός που, όπως έχει αναφέρει, τον έκανε να νιώθει πως ζει στο όριο μεταξύ ήρωα και κακού. Το 1963, έχοντας αποτύχει στις σχολικές εξετάσεις, τον έστειλαν στο Crown Hills Secondary Modern, όπου εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει με την Κ-14 των Λέστερ Μπόις.
Στα 15 του, ο Άικ είχε την ευκαιρία να σταματήσει το σχολείο και να ασχοληθεί αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο, μιας και τον εντόπισε ένας από τους «κυνηγούς» ταλέντων της Κόβεντρι Σίτι, η οποία τότε αγωνιζόταν στην πρώτη κατηγορία. Έτσι, το 1967 υπέγραψε με τον σύλλογο κι έγινε ο τερματοφύλακας της ομάδας νέων. Το 1968 μάλιστα, αγωνίστηκε στον τελικό του FA Youth Cup, κόντρα στην ομάδα νέων της Μπέρνλι.
Εκτός από τη Κόβεντρι, ο Άικ αγωνίστηκε κι ως δανεικός με τη φανέλα της Νορθάμπτον, ενώ αργότερα μετακόμισε στην Όξφορντ Γιουνάιτεντ. Ενώ τον πρώτο καιρό πήγαιναν όλα καλά γι’ αυτόν, κάποια στιγμή έκανε την «εμφάνιση» της η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η οποία άρχισε σταδιακά να τον εμποδίζει όλο και πιο πολύ στο παιχνίδι του. Έχοντας εμφανιστεί πρωτίστως στο αριστερό του γόνατο, η αρθρίτιδα εξαπλώθηκε και στο δεξί, ενώ σιγά σιγά επεκτάθηκε και στους αστραγάλους, καθώς επίσης και τους καρπούς και τα χέρια του.
Παρά το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, ο Άικ κατάφερε να αγωνιστεί ημιεπαγγελματικά με τη φανέλα της Χέρεφορντ Γιουνάιτεντ, παραμένοντας μόλις για δύο σεζόν, μιας και κάποια στιγμή αναγκάστηκε να «κρεμάσει» πρόωρα τα παπούτσια του στην ηλικία των 21 ετών, μιας και το πρόβλημα που αντιμετώπιζε δεν του άφηνε άλλα περιθώρια.
Το γεγονός αυτό φυσικά δεν έκανε ζημιά μόνο στη ψυχολογία του Άικ, αλλά και στα οικονομικά του. Συγκεκριμένα, αυτός και η σύζυγος του έπρεπε να πουλήσουν το σπίτι στο οποίο έμεναν και να ζήσουν για αρκετές εβδομάδες χωριστά, μιας και μετακόμισαν και πάλι ο κάθε ένας με τους γονείς του προκειμένου να επιβιώσουν. Φυσικά, η κατάσταση αυτή έκανε τον Άικ να αναζητήσει γρήγορα μια νέα πηγή εισοδήματος, προκειμένου να μην επιστρέψει στις συνθήκες ζωής με τις οποίες μεγάλωσε.
Το 1973, ο Άικ αποφάσισε να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, κι έτσι, με τη βοήθεια ενός αθλητικού συντάκτη της Daily Mail, ξεκίνησε να εργάζεται στη Leicester Advertiser ως ρεπόρτερ. Έπειτα δούλεψε για το Πρακτορείο Ειδήσεων του Λέστερ, ενώ αργότερα δούλεψε ως ποδοσφαιρικός ανταποκριτής για το BBC Radio Leicester. Επίσης, συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Loughborough Monitor και Leicester Mercury, ενώ αργότερα έκανε κι ένα πέρασμα στο BRMB Radio στο Μπέρμιγχαμ.
Το 1976, προσπάθησε να ασχοληθεί και πάλι με το ποδόσφαιρο, αυτή τη φορά από τη θέση του προπονητή, δουλεύοντας με την εθνική ομάδα της Σαουδικής Αραβίας. Το πέρασμα του από τη χώρα ήταν πάρα πολύ σύντομο, μιας και ύστερα από δύο μήνες επέστρεψε για διακοπές στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποφάσισε να μην επιστρέψει ξανά. Έτσι, η διοίκηση του BRMB αποφάσισε να του δώσει και πάλι τη θέση που είχε πριν παραιτηθεί κι έτσι ο Άικ συνέχισε από εκεί που είχε σταματήσει.
Μετά από την επιστροφή του στη δημοσιογραφία, ο Βρετανός συνωμοσιολόγος εργάστηκε στο «Midlands Today» του BBC. To 1981, έγινε παρουσιαστής του «Newsnight» (επίσης του BBC), ενώ δύο χρόνια μετά ξεκίνησε να εργάζεται στο πρώτο breakfast show της βρετανικής τηλεόρασης, το «BBC’s Breakfast Time», παρουσιάζοντας τις αθλητικές ειδήσεις.
Το 1983 ξεκίνησε να εργάζεται και ως συμπαρουσιαστής της ιστορικής εκπομπής, «Grandstand». Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το πρώτο του βιβλίο «It’s a tough game son!», που σε αντίθεση με τα βιβλία για τα οποία είναι γνωστός, αυτό είχε να κάνει με το πως μπορεί κάποιος να παίξει επαγγελματικά ποδόσφαιρο.
Με το πέρασμα των ετών, ο Άικ είχε σταματήσει να βρίσκει ελκυστική την εργασία στη τηλεόραση. Οι σχέσεις του με τους συναδέλφους του δεν ήταν ιδιαιτέρως καλές, μιας και τους θεωρούσε ανασφαλείς, ρηχούς και μοχθηρούς. Έτσι, τον Αύγουστο του 1990, με αφορμή την άρνηση του να πληρώσει έναν φόρο που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση της «Σιδηράς Κυρίας», Μάργκαρετ Θάτσερ, ο σταθμός έβαλε τέλος στη συνεργασία του με τον Άικ, λύνοντας το συμβόλαιο του.
Φυσικά στο τέλος πλήρωσε τον φόρο, όμως όταν το έκανε ήταν πλέον αργά, μιας και πριν πληρώσει, είχε προβεί σε δηλώσεις που ανάγκασαν τον σταθμό να κρατήσει αποστάσεις από αυτόν. Συγκεκριμένα είχε πει πως θα προτιμούσε να πάει στη φυλακή από το να συμμορφωθεί. Την ίδια χρονιά, ο Άικ είχε επισκεφθεί ένα μέντιουμ που του ανέφερε πως βρισκόταν στη Γη για κάποιον «ανώτερο» σκοπό και πως θα λάμβανε μηνύματα από τον κόσμο των πνευμάτων.
Από εκείνη τη στιγμή, ο Άγγλος δημοσιογράφος άρχισε να δηλώνει πως είναι ο «Γιός του Θεού» και πως ο κόσμος θα καταστρεφόταν σύντομα από σεισμούς και παλιρροιακά κύματα. Τις «προβλέψεις» αυτές μάλιστα τις ανέφερε και στην εκπομπή «Wogan» του BBC, γεγονός που τον οδήγησε σε δημόσια γελοιοποίηση. Στα επόμενα χρόνια, ο Άικ έγραψε διαφόρων ειδών βιβλία, στα οποία εξηγούσε τη κοσμοθεωρία του κι «έστηνε» συνομωσίες, οι οποίες πολλές φορές είχαν αντισημιτικό υπόβαθρο.
Αυτό φυσικά οδήγησε τον εκδότη του να βάλει τέλος στην συνεργασία τους κι έκτοτε, ο Βρετανός συνομωσιολόγος τα εκδίδει ο ίδιος, δυστυχώς με τεράστια επιτυχία, μιας και μέσα από την ενασχόληση του με αυτόν τον ιδιαίτερο… χώρο έχει φτάσει να έχει περιουσία αρκετών εκατομμυρίων ευρώ!
Διαβάστε για την πιο φορμαρισμένη ομάδα στην Αγγλία: Λέιτον Όριεντ: Η ομάδα του τάλιρου κοστίζει πια χρυσάφι