Προικισμένος με περίσσεια τεχνική, αλλά εσωστρεφής και πάσχοντας από αβιοφοβία, ο Ντένις Μπέργκαμπ κατάφερε να γίνει θρύλος της Άρσεναλ.
Το θρυλικό πλοίο-φάντασμα του 17ου αιώνα, «The Flying Dutchman», είχε καταραστεί να μην μπορεί ποτέ να πιάσει λιμάνι, αναγκασμένο να πλέει στους ωκεανούς για πάντα. Αντίθετα ο «Non-Flying Dutchman», όπως χαρακτηρίστηκε στην Αγγλία, Ντένις Μπέργκαμπ βρήκε γρήγορα το «λιμάνι» του στο Λονδίνο και την Άρσεναλ, καταφέρνοντας να μεγαλουργήσει και να γίνει απόλυτος θρύλος του συλλόγου.
Η ιστορία μας ξεκινά στις 10 Μαΐου του 1969 στο βροχερό Άμστερνταμ, όπου ο Βιμ Μπέργκαμπ αφήνει εσπευσμένα την δουλειά στο ηλεκτρολογείο του για να μεταφέρει την γυναίκα του, Τόνι, στο νοσοκομείο ώστε να γεννήσει τον τέταρτο και τελευταίο γιο του. Μετά από τρεις διαφωνίες μαζί της στις προηγούμενες γέννες, αυτήν την φορά την πείθει το παιδί να πάρει το όνομα του ποδοσφαιρικού του ήρωα, Ντένις Λόου, καθορίζοντας ήδη από τότε κατά κάποιον τρόπο το ποδοσφαιρικό του πεπρωμένο.
Ο νεαρός Ντένις (δηλώθηκε Dennis αντί για Denis στο ληξιαρχείο λόγω της ολλανδικής νομοθεσίας) εκπλήρωσε άμεσα τις προσδοκίες του πατέρα του, αναπτύσσοντας «ερωτική σχέση» με την μπάλα και εισήχθηκε στις ακαδημίες του Άγιαξ σε ηλικία μόλις έντεκα ετών. Το δικό του είδωλο αγωνιζόταν κι αυτό στην Αγγλία, με τον Ολλανδό να θαυμάζει τον Γκλεν Χοντλ για τα ποδοσφαιρικά του «χάδια», προσπαθώντας να μιμηθεί τις κινήσεις του σε κάθε ευκαιρία.
Η πρώτη επαφή με έναν παίκτη τέτοιου βεληνεκούς έγινε στα δώδεκά του χρόνια κι έμελλε να του αλλάξει την ζωή, όταν σε μια συνηθισμένη προπόνηση εμφανίστηκε ο Γιόχαν Κρόιφ, που έπαιζε ακόμα στην πρώτη ομάδα, λέγοντας στα πιτσιρίκια που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους πως «το πιο σημαντικό στο ποδόσφαιρο είναι να απολαμβάνετε το παιχνίδι». Κάτι που για τον Μπέργκαμπ έγινε μότο της ποδοσφαιρικής του ζωής.
Η εξέλιξη του στον Άγιαξ είναι ραγδαία και σύντομα το ολλανδικό πρωτάθλημα μοιάζει απελπιστικά μικρό για να χωρέσει το ταλέντο του. Στην πρώτη του μεγάλη διοργάνωση με την εθνική Ολλανδίας, το Euro του 1992, κατακτά την πρώτη θέση του πίνακα των σκόρερ και το επόμενο καλοκαίρι αφού έχει τα περισσότερα γκολ στο πρωτάθλημα σε καθεμιά από τις τρεις τελευταίες σεζόν, αποφασίζει πως ήρθε η ώρα για την μεταγραφή του σε μια πιο ανταγωνιστική λίγκα.
Ο Κρόιφ που έχει πια αναλάβει ρόλο προσωπικού του συμβούλου, απορρίπτει κάθε πρόταση που φθάνει γι’ αυτόν, ελπίζοντας πως στο τέλος θα τον πείσει να προτιμήσει την αγαπημένη του Μπαρτσελόνα. Για τον Μπέργκαμπ όμως όνειρό του είναι να βρεθεί στην Σέριε Α, που είναι ήδη θαμπωμένη από τους θαυμαστούς Ολλανδούς της Μίλαν, έχοντας τελικά να επιλέξει μεταξύ Γιουβέντους και Ίντερ που είναι απεγνωσμένες για να τον αποκτήσουν.
Τελικά θα επιλέξει την ομάδα του Μιλάνου, καθώς του υπόσχονται πως δεν θα ακολουθήσει την πεπατημένη του «calcio» και θα παίξει επιθετικά, όμως αυτό διαρκεί μόλις έναν μήνα. Όταν η φιλοσοφία της ομάδας αλλάζει, ο ίδιος σταματά να απολαμβάνει το άθλημα και κλείνεται στον εαυτό του. Οι κακές εμφανίσεις διαδέχονται η μία την άλλη και τα φλύαρα ιταλικά μέσα τον έχουν συνεχώς στο στόχαστρο.
Το βραβείο του «Γαϊδάρου της Εβδομάδας» που απονέμεται στην πιο απογοητευτική εμφάνιση της αγωνιστικής από το κρατικό κανάλι έχει πια σχεδόν πάντα τον ίδιο κάτοχο και στις τελευταίες «στροφές» της τελευταίας του σεζόν μετονομάζεται σε «Μπέργκαμπ της Εβδομάδας», δίνοντας του να καταλάβει πως πρέπει άμεσα να φύγει από την χώρα ώστε να περισώσει την καριέρα του.
Η εμπειρία του στην Ιταλία είναι απίστευτα σκληρή και τραυματίζει κατά πολύ την ήδη εσωστρεφή φύση του. Ο ίδιος διηγείται χαρακτηριστικά ένα περιστατικό, όπου μετά από ένα κούρεμα του, ξυπνάει το πρωί βλέποντας τον εαυτό του στα πρωτοσέλιδα των αθλητικών φυλλάδων λέγοντας πως η πίεση τον έχει φέρει στα πρόθυρα της αλωπεκίας!
Μετά από μόλις δύο χρόνια στην Ίντερ τον Ιούνιο του 1995 ετοιμάζεται να μετακομίσει στην Άρσεναλ, όντας προσωπική επιλογή και πρώτη μεταγραφή του νέου προπονητή της ομάδας, Μπρους Ρίοχ. Τις προσδοκίες των φιλάθλων έρχεται να πλήξει η δήλωση του πρόεδρου της Ίντερ, Μάσιμο Μοράτι, κατά την πώλησή του, που αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η Άρσεναλ θα είναι ιδιαίτερα τυχερή αν αυτός ο παίκτης καταφέρει να πετύχει έστω δέκα τέρματα για αυτούς». Τελικά θα πετύχει 120 (!) με τις 7,5 εκατομμύρια λίρες που δαπανήθηκαν να μοιάζουν τώρα υπερβολικά λίγες.
Φυσικά στην αρχή ακόμα και η επιλογή ομάδας έκανε εντύπωση, αφού όπως προείπαμε είχε μεγαλώσει με ιστορίες για τους Λόου (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ) και Χοντλ (Τότεναμ). Όμως δεν ακολούθησε τα βήματά τους, καθώς για ακόμα μια φορά αποφάσισε να πάει στην ομάδα που θα έπαιζε το πιο επιθετικό ποδόσφαιρο, καταλήγοντας τελικά να φορέσει την φανέλα των «Κανονιέρηδων» για έντεκα συναπτά χρόνια.
Στην Πρέμιερ Λιγκ μετά από έναν απογοητευτικό πρώτο μήνα, απελευθερώθηκε και απογειώθηκε με τον ερχομό του Βενγκέρ, χαρίζοντας άπλετα στιγμές μαγείας και πετυχαίνοντας εντυπωσιακά γκολ. Το χατ-τρικ απέναντι στην Λέστερ το 1997 και η απίστευτη πιρουέτα με θύμα τον Νταμπίζα το 2002 παραμένουν μέχρι και σήμερα από τα χαρακτηριστικότερα highlights στην ιστορία του πρωταθλήματος. Όμως αν ο ίδιος καλούταν να επιλέξει το κορυφαίο τέρμα της καριέρας του τότε θα διάλεγε αυτό απέναντι στην Αργεντινή στον προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1998, διότι δεν περιείχε καμία δόση τύχης, αφού έκανε ακριβώς ότι είχε στο μυαλό του όταν είδε την μπάλα να κατευθύνεται προς αυτόν.
Στην Άρσεναλ, παίζοντας κυρίως ως δεύτερος επιθετικός, εξέλιξε σημαντικά το ρεπερτόριο του και ανέπτυξε ιδιαίτερο χάρισμα στο να «σερβίρει» τους συμπαίκτες του, δίνοντας συνολικά περισσότερες από 60 ασίστ. Αγαπημένος του παίκτης για να πασάρει υπήρξε ο Άσλεϊ Κόουλ, αφού η επιτάχυνσή του και ο δεσμός που είχε αναπτύξει με τον Μπέργκαμπ, επέτρεπαν στον «Iceman» να αξιοποιεί στο μέγιστο την ποδοσφαιρική του ιδιοφυΐα.
Εκτός από εμπνευσμένες ποδοσφαιρικές στιγμές η παρουσία του στην Αγγλία συνδυάστηκε με την εκτεταμένη προβολή της φοβίας του για τις πτήσεις. Η αβιοφοβ του αναπτύχθηκε μετά από μια τραυματική εμπειρία που είχε κατά την διάρκεια μιας πτήσης το 1994 με την εθνική Ολλανδίας, όταν μια από τις μηχανές του αεροπλάνου αποκολλήθηκε και η ζωή τους σώθηκε κυριολεκτικά από την έγκαιρη κι επιδέξια -αναγκαστική- προσγείωση από τον πιλότο. Ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι αναζήτησε εναγωνίως ψυχιατρική βοήθεια ώστε να μην επηρεαστεί η καριέρα του, όμως δεν κατάφερε ποτέ να υπερνικήσει το πρόβλημά του.
Τον Φεβρουάριο του 2001 ο Βενγκέρ στην συνέντευξη τύπου πριν τον καθοριστικό εκτός έδρας αγώνα απέναντι στην Λιόν για την δεύτερη φάση των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ, εξέφρασε για πρώτη φορά την ανησυχία του για τον παίκτη του που ταξίδευε οδικώς για να συναντήσει την ομάδα, επιλέγοντας τελικά να μην τον χρησιμοποιήσει. Ο ίδιος ο Ολλανδός όμως όταν σταμάτησε να πετάει ένιωσε πραγματικά απελευθερωμένος, αφού για μέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί στον φόβο μια επικείμενης πτήσης, καταλήγοντας εξουθενωμένος ψυχικά και σωματικά.
Μέχρι το τέλος της καριέρας του το 2006 ο Μπέργκαμπ κατάφερε να γίνει μύθος στην Άρσεναλ. Έμοιαζε να αγωνίζεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του μέντορά του Κρόιφ, που του έδωσε το ντεμπούτο του στο ποδόσφαιρο το 1986 ως προπονητής του Άγιαξ. Εμποτισμένος βαθιά από τις ιδέες του περί επιθετικού ποδοσφαίρου, άλλαξε πλήρως την εικόνα των «Κανονιέρηδων», σβήνοντας με τον ερχομό του από τα βιβλία της ιστορίας το φημισμένο ως τότε σύνθημα «Boring, Boring Arsenal».
«Όταν σκέφτομαι την μουσική, μου έρχεται στο μυαλό ο Κιθ Ρίτσαρντς. Όταν σκέφτομαι την ζωγραφική, ο Γιοχάνες Βερμέερ. Ε, λοιπόν όταν με ρωτάνε για το ποδόσφαιρο, η σκέψη μου πάει στον Ντένις Μπέργκαμπ», έχει δηλώσει γι’ αυτόν το θρυλικό «14» του Άγιαξ, της Μπαρτσελόνα και της εθνικής Ολλανδίας. Άλλωστε ο Γιαν Μούλντερ που υπήρξε συμπαίκτης του Κρόιφ στον «Αίαντα» θεωρεί πως ο μαθητής ξεπέρασε τον δάσκαλο λέγοντας πως «ο Μπέργκαμπ έχει την κορυφαία τεχνική στην ιστορία του ολλανδικού ποδοσφαίρου».
Ο «Iceman» πάντως απέφευγε μεθοδικά τις φανφάρες, αφήνοντας τις πράξεις του να μιλήσουν γι’ αυτόν. Η πιο «μακροσκελής» του δήλωση συνοψίζεται σε δώδεκα λέξεις. «Πριν από κάθε χτύπημα της μπάλας, πρέπει να υπάρχει μια κατάλληλη σκέψη». Το 2008 ψηφίστηκε ως ο δεύτερος καλύτερος παίκτης στην ιστορία της Άρσεναλ και το 2014 έγινε άγαλμα έξω από το Έμιρεϊτς. Κοντά στην χρυσή μπάλα έφτασε μόνο κατά την παρουσία του στον Άγιαξ, καταλήγοντας τρίτος το 1992 και δεύτερος το 1993.
Αν όσα έχει ήδη διαβάσει σου ακούγονται υπερβολικά, ίσως τα λόγια του Φαν Πέρσι φανούν πιο πειστικά από τα δικά μου. Κατά την κοινή παρουσία τους στην Άρσεναλ, μετά το τέλος μιας προπόνησης ο νεαρός τότε Ολλανδός επιθετικός χαλάρωνε στο τζακούζι όταν είδε από το παράθυρο τον Μπέργκαμπ να μπαίνει στο γήπεδο με τρεις προπονητές ώστε να κάνει εντατικό ατομικό πρόγραμμα, αφού μόλις είχε επανέλθει από τραυματισμό.
Του ζητήθηκε λοιπόν να εκτελέσει μια πολύπλοκη σειρά ασκήσεων τεχνικής για 45 συνεχόμενα λεπτά, με τον Φαν Πέρσι να απορεί με τις απαιτήσεις του τεχνικού επιτελείου, αποφασίζοντας να βγει από το νερό με το πρώτο λάθος του συμπατριώτη του καθώς ήδη είχε περάσει πολλή ώρα εκεί. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμείνει εκεί μέσα μουλιασμένος για ακόμα 45 λεπτά, παρακολουθώντας με δέος τον συμπαίκτη του να παραμένει αλάνθαστος καθ’ όλη την διάρκεια της άσκησης!
Όσο για σένα φίλε των «Κανονιέρηδων» που διαβάζεις αυτό το άρθρο ο Ντένις Μπέργκαμπ θέλει να σου απευθύνει μια ερώτηση. «Πραγματικά λατρεύω την Άρσεναλ. Αλλά εσένα είσαι σίγουρος πως σου αρέσει η Άρσεναλ; Ή σε ενδιαφέρουν μόνο τα τρόπαια;».