Μήπως η τυπική εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας στον αθλητισμό, και δη στο ποδόσφαιρο, έχει αρχίσει σταδιακά να το καταστρέφει;
Θέλω να ξεκινήσω αυτό το κείμενο με ένα disclaimer. Όλα ανεξαιρέτως τα μέλη των Εγγλέζων είμαστε κατά οποιασδήποτε ρατσιστικής, σεξιστικής ή ουσιαστικά προσβλητικής συμπεριφοράς. Είμαστε υπέρ του καλοπροαίρετου banter, του πειράγματος και της καζούρας για τις ομάδες μας ή το ποδόσφαιρο γενικά. Στην τελική, για εμάς τους φιλάθλους, το ποδόσφαιρο (και εν προκειμένω, το αγγλικό) είναι ένα χόμπι μας που μας κάνει να περνάμε καλά, τον καθένα με τον τρόπο του και με σεβασμό τόσο αναμεταξύ μας, όσο και προς τα μέλη που απαρτίζουν την μικρή κοινότητα μας.
Τούτου λεχθέντος, ένα περιστατικό που συνέβη τον προηγούμενο μήνα ήταν η αφορμή που πυροδότησε την «ανάγκη» να γραφτεί το παρόν κείμενο. Σε μια δήλωση του στην τηλεόραση της χώρας του τον περασμένο Ιούνιο, ο Ουρουγουανός Ροντρίγκο Μπεντανκουρ είπε αστειευόμενος σχετικά με τον συμπαίκτη του στην Τότεναμ, Σον Χιουνγκ-μιν: «Θα μπορούσε να είναι ο ξάδερφός του, καθώς όλοι μοιάζουν». Ο Νοτιοκορεάτης απάντησε πως δεν είχε πάρει χαμπάρι την εν λόγω δήλωση και ο Μπεντανκούρ έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη, πρώτα μέσω μηνύματος και μετά διά ζώσης, λέγοντας πως πρόκειται για ένα κακόγουστο αστείο. Μάλιστα, ο Σον δήλωσε πως ο συμπαίκτης του μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα κατά την απολογία του και πως δεν έχει κανένα πρόβλημα μαζί του. «Όλοι οι άνθρωποι κάνουμε λάθη και μαθαίνουμε από αυτά», είπε ορθά.
«Τέλος καλό, όλα καλά», θα σκεφτόταν κάποιος. Μόνο που αυτός ο κάποιος σίγουρα δεν ήταν η FA. Βάσει του κανονισμού Ε3 του καταστατικού της, ο Μπεντανκούρ «ενήργησε με ανάρμοστο τρόπο ή/και χρησιμοποίησε υβριστικές λέξεις ή/και πραγματοποίησε δυσφήμιση». Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ακόμα αναμένεται η τιμωρία του από το αρμόδιο όργανο, που θα κυμανθεί μεταξύ έξι και δώδεκα αγωνιστικών. Αυτός είναι ο κανονισμός, η FA οφείλει να τον εφαρμόσει και πιθανότατα θα το κάνει. Βέβαια, εδώ αναδύεται ένα άλλο ερώτημα, περισσότερο ως προς το πνεύμα και λιγότερο ως προς το γράμμα του κανονισμού: μήπως πλέον το έχουμε παρακάνει με την τυπική εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας;
Ποδοσφαιριστές και πρότυπα
Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα ποδοσφαιριστών που μετάνιωσαν όταν άνοιξαν το στόμα τους για να αστειευτούν ή να κάνουν δηλώσεις μετά από έναν αγώνα, με τους παλμούς στο μέγιστο και την κούραση της στιγμής να μην τους επιτρέπει να εκφραστούν «ορθά». Πολλά από αυτά τα ξεχνάμε μετά από λίγες μέρες, άλλα τα θυμόμαστε για χρόνια, αλλά το ότι μαζικά γίνονται είδηση πηγάζουν από μια κοινή παραδοχή που έχουμε κάνει: ότι οι ποδοσφαιριστές αποτελούν κάποιου είδος πρότυπο.
Κατόπιν αυτής της παραδοχής θα ήταν ανούσιο να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλο μας και να πούμε ότι δεν ισχύει για τον κόσμο που παρακολουθεί το ποδόσφαιρο απ’ έξω. Ρώτησε ωστόσο κανείς τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές, τους προπονητές και όσους το ζουν από μέσα, αν θέλουν να αποτελέσουν αυτού του είδους το πρότυπο; Οι ποδοσφαιριστές που τόσο πολύ θαυμάζουμε έγιναν γνωστοί, όχι για την πνευματική τους καλλιέργεια, αλλά για το ότι είναι εξαιρετικοί αθλητές με μια μπάλα στα πόδια.
Ελάχιστοι ποδοσφαιριστές προσπάθησαν εκουσίως να αποτελέσουν πρότυπο ηθικής κι ευγενούς άμιλλας, να γίνουν ένα αλάνθαστο ίνδαλμα για τα μικρά παιδιά. Κακά τα ψέματα ακόμα λιγότεροι (τουλάχιστον από τους αστέρες πρώτου μεγέθους) είναι σε θέση να τα καταφέρουν. Όσοι το επιτυγχάνουν (βλ. Ράσφορντ) με τις εξωαγωνιστικές πράξεις του είναι αξιέπαινοι, όμως μάλλον αποτελούν την εξαίρεση. Πίσω στις δηλώσεις όμως, δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να καταλάβεις ποιές είναι καλοπροαίρετες και ποιές έχουν την πρόθεση να προσβάλλουν. Ο καθένας μας έχει το δικαίωμα στο λάθος και στη συγγνώμη. Δεν είναι δα προαπαιτούμενο όταν ένας άνθρωπος κλωτσάει καλά μια μπάλα και βγάζει αρκετά χρήματα, να έχει την κοινωνική μόρφωση ώστε να αποφεύγει κάθε μορφής λανθασμένης συμπεριφοράς.
Άλλα μέτρα και σταθμά (;)
Ένα παράδειγμα που θα έρθει στο μυαλό όσων ασχολούνται με το αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν οι πανηγυρισμοί του Έντσο Φερνάντες που καταγράφηκαν σε βίντεο μετά τη νίκη της Αργεντινής επί της Κολομβίας στον τελικό του Κόπα Αμέρικα, το οποίο συνέβη εβδομάδες αργότερα από το περιστατικό με τον Μπεντανκούρ. Ο μέσος της Τσέλσι ανάρτησε ένα πανηγυρικό βίντεο, όπου ακούγονταν ρατσιστικά και ομοφοβικά συνθήματα κατά της Γαλλίας (για κάποιο λόγο), με αποτέλεσμα όλοι οι Γάλλοι συμπαίκτες του να σταματήσουν να τον ακολουθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς και να προβαίνουν σε δηλώσεις εναντίον του.
Η Τσέλσι έβγαλε ένα δελτίο τύπου φασόν που ανακοινώνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Φερνάντες απολογήθηκε, ενημέρωσε ότι συμμετέχει σε μια φιλανθρωπική οργάνωση κατά των διακρίσεων και η υπόθεση έκλεισε χωρίς περαιτέρω θόρυβο. Οι Γάλλοι συμπαίκτες του δέχτηκαν την απολογία του και αποφάσισαν να τον επιμορφώσουν σχετικά με θέματα ρατσισμού και ομοφοβίας. Η ειλικρινής μεταμέλειά του και η κοινή λύση της παρεξήγησης με τους συμπαίκτες του, τον έφεραν μάλιστα να φοράει πλέον και το περιβραχιόνιο του αρχηγού στους «Μπλε»!
Άλλο πρόσφατο παράδειγμα ήταν το σύνθημα που φώναζε ο Ρόδρι μαζί με τον Μοράτα κατά τη διάρκεια των πανηγυρισμών για την κατάκτηση του Euro 2024 από την Ισπανία. «Το Γιβραλτάρ είναι ισπανικό», βροντοφώναζαν, κάτι που αποτελεί εθνικιστικό σύνθημα εντός της χώρας. Η ομοσπονδία του Γιβραλταρ εξέδωσε ανακοίνωση παραπόνων σχετικά με τις δηλώσεις αυτές και η FIFA τιμώρησε με μια αγωνιστική τους δύο παίκτες, αποκλείοντάς τους από το επόμενο παιχνίδι των Ισπανών.
Βέβαια, η FA απέφυγε να εκκινήσει διαδικασίες σχετικά με το ζητήματα αυτά. Η επίσημη αιτιολογία της ήταν πως όταν ο Μπεντανκούρ έκανε δηλώσεις δεν είχε πάρει επίσημη άδεια από την Τότεναμ για να ενσωματωθεί στην εθνική του ομάδα, ενώ στις άλλες δύο περιπτώσεις οι παίκτες αποτελούσαν ουσιαστικά μέλη των ομοσπονδιακών τους συγκροτημάτων, κι άρα η κάθε τους κίνηση έγκειται στη δικαιοδοσία της FIFA. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό πρόκειται για τεχνοκρατική αγκύλωση ή για έντεχνη μανούβρα ώστε να μη χρειαστεί να τεθούν αντιμέτωπες με Μάντσεστερ Σίτι και Τσέλσι για την τιμωρία δύο κομβικών παικτών τους. Το πνεύμα του ανωτέρω κανονισμού, πάντως, καταπατήθηκε βάναυσα.
Το «παράλογο» της πολιτικής ορθότητας
Τόσο ο Μπεντανκούρ, όσο και οι Φερνάντες και Ρόδρι υπέπεσαν σε λάθος συμπεριφορές. Η περίπτωση του Ουρουγουανού, έστω κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι η πλέον αθώα συγκριτικά με τις άλλες δύο. Ήταν εμφανής προσπάθεια αστεϊσμού, αν και αναχρονιστικού και κακής ποιότητας. Στις άλλες δύο ωστόσο η μόνη δικαιολογία που μπορεί να βρεθεί, ήταν πως αμφότεροι οι ποδοσφαιριστές βρίσκονταν σε ένα συναίσθημα ιδιαίτερης εθνικής υπερηφάνειας μετά τις κατακτήσεις των τροπαίων που κατάφεραν με τις χώρες τους, με τα εθνικιστικά συνθήματα να είναι, δυστυχώς, κάτι που εύκολα μπορεί να ειπωθεί σε τέτοιες περιπτώσεις.
Το σημαντικό εδώ είναι να κατανοήσουμε και να αποδεχθούμε, πως όλοι τους μετάνιωσαν ειλικρινά για τις συμπεριφορές τους. Η FA και η FIFA σίγουρα ενδιαφέρονται περισσότερο για την προστασία του προϊόντος τους, από την εκπαίδευση του εκάστοτε ανενημέρωτου ή γενικά απαίδευτου ποδοσφαιριστή. Αλλά αυτή η προστασία ξεκινάει και πηγάζει από τους «πελάτες» τους, δηλαδή εμάς. Τους πελάτες που, για κάποιο λόγο, έμαθαν να απαιτούν την τυπική και όχι ουσιαστική πολιτική ορθότητα
Εμείς οι ίδιοι μπαίνουμε σε ένα γήπεδο να δούμε την ομάδα μας να παίζει και μπορεί να τραγουδήσουμε υβριστικά συνθήματα εναντίον ενός ποδοσφαιριστή, μιας ομάδας ή μιας μερίδας οπαδών (πολλές φορές σε αυτά συμπεριλαμβάνουμε και μέλη της οικογένειας τους ή ρατσιστικά στερεότυπα του 1950). Οι εκάστοτε παίκτες τότε καλούνται να αγωνιστούν σε ένα ακραία υβριστικό και προσβλητικό περιβάλλον, που υποχρεούνται να αγνοούν για 90 και περισσότερα λεπτά. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο δε, οι επιθέσεις συνεχίζονται και μετά, με κακής ποιότητας φυλλάδες, ιστοσελίδες και προσωπικά μέσα δικτύωσης να μην υπόκεινται σε κανένα είδος (καλής) λογοκρισίας και να εμφανίζονται επιεικώς εχθρικά απέναντί τους.
Σε αυτό το κλίμα ωστόσο, οι ομοσπονδίες απαιτούν οι ποδοσφαιριστές να υιοθετούν μία συμπεριφορά μεταξύ Γκάντι και Λούθερ Κινγκ. Το πρόβλημα του ρατσισμού και των διακρίσεων είναι πολύ βαθύτερο από την εικόνα κάποιων ανθρώπων (τους οποίους, δυστυχώς, μεταχειρίζονται σαν προϊόντα) και τις επικοινωνιακές κινήσεις που κάνει το εκάστοτε πειθαρχικό όργανο. Είναι τουλάχιστον φαρισαϊκό να επικροτούνται αυτές οι συμπεριφορές τιμωρίας, τις οποίες υιοθετούν σχεδόν αναγκαστικά και οι ποδοσφαιρικές ομάδες, όταν αυτοί που προστατεύονται λιγότερο είναι τα ίδια τα «θεμέλια» του αθλήματος, οι ποδοσφαιριστές.
Αν οι ομοσπονδίες και οι ομάδες πραγματικά κόπτονται για την πάταξη του ρατσισμού και των όποιων διακρίσεων και όχι τον επικοινωνιακό εντυπωσιασμό, τότε είναι βέβαιο πως η όλη δράση τους θα ξεκινούσε από τις ακαδημίες των συλλόγων. Ο Τζάνι Ινφαντίνο δεν θα πρότεινε αυτόματη ήττα μιας ομάδας αν οι οπαδοί της συμπεριφέρονται με ρατσιστικό ή σεξιστικό τρόπο, αλλά θα επέβαλε δια βίου αποκλεισμό των οπαδών αυτών από τα γήπεδα. Τέλος, οι διπλωματούχοι προπονητές της FIFA θα μπορούσαν να εκπαιδευτούν σε ανάλογα ζητήματα και πώς να τα αντιμετωπίζουν εν τη γενέσει τους, ακόμα και να τα προλαμβάνουν.
Στο δια ταύτα
Το ποδόσφαιρο, όπως έχει χιλιοειπωθεί, είναι ένας «καθρέφτης» της κοινωνίας, και μάλιστα πολύ καθαρός. Μέσω του αθλήματος, τα διάφορα κοινωνικά ζητήματα εμφανίζονται με έναν τρόπο οξύ, έντονο και ιδιαιτέρως αφιλτράριστο. Αυτή η τυπική εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας, με άλλα μέτρα και σταθμά, κατά το δοκούν και όχι κατά περίπτωση, τείνει να αλλοιώνει ριζικά αυτό που αγαπήσαμε ως «ποδόσφαιρο».
Πολλές φορές, το «Against Modern Football» δεν έχει να κάνει τόσο με το ίδιο το παιχνίδι ή με τα χρήματα που ξοδεύονται για αυτό, όσο με το τι αντιπροσώπευαν οι πρωταγωνιστές του. Ήταν λαϊκοί ήρωες, άνθρωποι με ψεγάδια που έκαναν λάθη και μετάνιωναν για αυτά. Όχι καλά δασκαλεμένοι «πρόσκοποι» που απαγορεύεται να κάνουν λάθος. Προφανώς και σε ένα άθλημα που διδάσκει την ομαδικότητα και την ενότητα δεν θα έπρεπε να γίνονται αποδεκτές συμπεριφορές που δεν συμπλέουν με τα ιδεώδη του, αλλά σίγουρα αυτός ο υποκριτικός και τυπικός τρόπος που εφαρμόζεται δεν βοηθάει στο να ξεριζωθούν οι βαθιά ριζωμένες παθογένειες που το ταλαιπωρούν από τη δημιουργία του. Αντιθέτως πολλές φορές ρίχνουν νερό και «κοπριά» στις ρίζες αυτές ώστε να μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο…