Premier League, για αρκετούς το καλύτερο πρωτάθλημα στο κόσμο. Η χώρα που «γέννησε» το ποδόσφαιρο διαθέτει ένα πρωτάθλημα το οποίο είναι η επιτομή του θεάματος, μία πανδαισία ποδοσφαίρου που σε καθηλώνει. Παράλληλα όμως, τα μοναδικά στοιχεία που θυμίζουν πραγματικά Αγγλία παρατηρούνται εκτός των τεσσάρων γραμμών, στους οπαδούς, στα πανέμορφα γήπεδα και στις γραφικές pubs. Αν το οικονομικό και πολιτικό Brexit συνέβη στις αρχές του 2020, πότε έγινε κάτι αντίστοιχο στο ποδόσφαιρο;
Στις μέρες μας η Premier League είναι το διασημότερο, δυσκολότερο και καλύτερο πρωτάθλημα σε ολόκληρη την Ευρώπη και κατ’ επέκταση στον κόσμο. Ένα πρωτάθλημα γεμάτο σπουδαίους παίκτες από τη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και πολλούς ξένους από όλα τα μήκη και τα πλάτη των πέντε ηπείρων. Για την ακρίβεια, υπερβολικά πολλούς ξένους. Αναλογικά στην Premier League αγωνίζονται οι περισσότεροι ξένοι από κάθε άλλο μεγάλο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Αλλά, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν ήταν πάντα έτσι.
Γυρίζουμε 43 χρόνια πίσω, στην 11η Ιουλίου 1978. Είναι η μέρα που γίνεται το πρώτο βήμα ώστε να φτάσει η Premier League στο σημείο που την γνωρίζουμε σήμερα. Η νεοφώτιστη στη First Division, Tottenham, ανακοινώνει την απόκτηση των πρώτων μη-Βρετανών ποδοσφαιριστών, που θα αγωνίζονταν στο εγχώριο πρωτάθλημα. Πρόκειται για τους νικητές με την εθνική Αργεντινής στο πρόσφατο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, Ricky Villa και Osvaldo Ardiles. Οι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές έγιναν και οι πρώτοι που αποχώρησαν, για πολιτικούς λόγους. Την 3η Απριλίου 1982 Αργεντινή και Αγγλία ξεκίνησαν τον Πόλεμο των Φώκλαντ, με τους δύο παίκτες να αποχωρούν αναγκαστικά και μόνο τον Ardiles να επιστρέφει αργότερα.
Τα επόμενα χρόνια ξεκίνησε η εισροή περισσότερων ξένων ποδοσφαιριστών, όμως το εγχώριο στοιχείο παρέμενε κυρίαρχο. Το σημείο καμπής το εντοπίζουμε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το αγγλικό πρωτάθλημα έχει αρχίσει και χάνει σε δυναμική και έσοδα από τα αντίστοιχα της Ιταλίας και της Ισπανίας, ενώ πολλοί Άγγλοι ποδοσφαιριστές μετακομίζουν στο εξωτερικό αναζητώντας καλύτερα συμβόλαια και νέες προκλήσεις. Να υπενθυμίσουμε πως με απόφαση της UEFA, την οποία επικρότησε η τότε πρωθυπουργός, Margaret Thatcher, οι αγγλικές ομάδες για πέντε χρόνια δεν μπορούσαν να αγωνιστούν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις λόγω των γεγονότων του Heysel το 1985.
Με κοινή τους απόφαση, οι σύλλογοι της First Division την 17η Ιουλίου 1991 υπογράφουν ιδρυτική συμφωνία για τη σύσταση της FA Premier League, η οποία πήρε σάρκα και οστά περίπου εφτά μήνες αργότερα. Η επόμενη σεζόν (1992/93) ήταν η παρθενική της νέας λίγκας και αποτελεί ορόσημο, καθώς τότε πάρθηκαν καταλυτικές αποφάσεις για να αποκτήσει το πρωτάθλημα την σημερινή του μορφή. Υπογράφηκαν νέες συμφωνίες για μεγαλύτερα έσοδα από τα τηλεοπτικά και τους χορηγούς με σκοπό οι σύλλογοι να επωφεληθούν αυτής της οικονομικής δύναμης σε ποδοσφαιρική ποιότητα, η οποία με τη σειρά της εν ευθέτω χρόνο θα εξασφάλιζε και επιτυχίες.
Εκείνη την αγωνιστική περίοδο αγωνίστηκαν δεκατρείς μη-Βρετανοί ποδοσφαιριστές στο πρωτάθλημα ανάμεσα σε εξακόσιους εφτά συνολικά, ήτοι ποσοστό 2,1%! Παρά το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό κάθε έτος που περνούσε, η ισορροπία διατηρούταν και παράλληλα η χαμένη αίγλη του πρωταθλήματος επανέρχονταν όπως σωστά τόνιζαν οι υποστηρικτές της. Ταυτόχρονα επανήλθαν και οι επιτυχίες στην Ευρώπη με τις Manchester United, Liverpool και Chelsea να κατακτούν το Champions League στα πρώτα 20 χρόνια της Premier League.
Οι επιτυχίες συνέχισαν να αυξάνουν τα έσοδα των συλλόγων, συνεπώς και την όρεξη των διοικούντων που αποκτούσαν ακόμα μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Η δίψα αυτή οδήγησε σε μια ξενομανία άνευ προηγουμένου, με σπουδαίους παίκτες να συρρέουν στη χώρα για να αγωνιστούν στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως πλέον μια ομάδα έχει δικαίωμα να δηλώσει μέχρι και 17 (!) μη-γηγενείς ποδοσφαιριστές ανάμεσα στους 25, που έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο πρωτάθλημα. Ενδεικτικά, πριν λίγους μήνες διεξήχθη τελικός Champions League ανάμεσα στις Manchester City και Chelsea και από τους 22 ποδοσφαιριστές που ξεκίνησαν βασικοί τον αγώνα μόνο οι τέσσερις ήταν γηγενείς.
Ακόμη πιο τρομακτικό είναι το ποσοστό της σεζόν 2021/22 που βρίσκει το 63,9% σε σύνολο 518 ποδοσφαιριστών να είναι μη-γηγενείς, μιλώντας για μία αύξηση 2500% σε σχέση με την πρώτη χρονιά της Premier League. «Το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι». Όπως αναφέρει και η γνωστή ρήση, το πρόβλημα ξεκινάει από ψηλά. Στις μέρες μας το ποδόσφαιρο εκτός από γκολ, τακτικές και πάθος είναι μία καλοπληρωμένη επιχείρηση, μία αδιάκοπη συναλλαγή με κύριο σκοπό το κέρδος. Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης έχει συμβάλλει σημαντικά ώστε οι σύλλογοι πλέον να διοικούνται από επιχειρηματίες που ουδεμία σχέση έχουν με την ομάδα, την ιστορία και την ιδιοσυγκρασία της, ούτε καν με την ίδια τη χώρα.
Η διοίκηση με ξεκάθαρα επιχειρηματικά κριτήρια, έχει καταφέρει οι σταθερές του εκάστοτε συλλόγου να έρχονται σε δεύτερη μοίρα και ουσιαστικά «φθείρει» τον δεσμό της ομάδας με τους οπαδούς της. Στη φετινή Premier League το «σκορ», μετά και την εξαγορά της Newcastle από το αραβικό fund, βρίσκεται στο 13-7 «υπέρ» των συλλόγων που διοικούνται από μη-Βρετανό ιδιοκτήτη. Φυσικά ούτε η Championship παρουσιάζει διαφορετική εικόνα, με αντίστοιχα υψηλό ποσοστό, ενώ υπάρχει και ελληνική εκπροσώπηση με τον Βαγγέλη Μαρινάκη να είναι εδώ και τέσσερα χρόνια ιδιοκτήτης της Nottingham Forest. Συνεπώς καταλαβαίνουμε πως η αλλοίωση του βρετανικού DNA δεν ξεκινά, αλλά καταλήγει στο γήπεδο!
Πριν αναλύσουμε τα στατιστικά που αναφέραμε παραπάνω, ας πούμε μία μεγάλη αλήθεια, για πολλούς ίσως και unpopular opinion. Το Νησί δεν παράγει εδώ και αρκετά χρόνια προπονητές υψηλού επιπέδου. Υπάρχουν κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις που διαθέτουν τις δυνατότητες να πραγματοποιήσουν αξιοπρόσεκτη πορεία στους πάγκους, ωστόσο δεν αναιρούν τον κανόνα. Χαρακτηριστικότατα και εδώ τα νούμερα, με 14 προπονητές να έρχονται από το εξωτερικό και μόνο έξι να είναι Βρετανοί. Στους λεγόμενους «Big Six» δε, ο ένας Βρετανός προπονητής τα τελευταία πέντε χρόνια (Frank Lampard), σε μεταβατική περίοδο για την ομάδα μάλιστα, δείχνει την σκληρή πραγματικότητα.
Ξεκινώντας από τις διοικήσεις , περάσαμε στους προπονητές για να καταλήξουμε στους απόλυτους πρωταγωνιστές, τους ποδοσφαιριστές. Το προαναφερθέν ποσοστό της τάξης του 63,9% είναι ανησυχητικό σχετικά με το εγχώριο προϊόν. Είναι πραγματικά τόσο κακοί οι Βρετανοί ποδοσφαιριστές; Το πρόβλημα εστιάζεται στη νοοτροπία. Όχι των παικτών, αλλά του περίγυρου. Η τεράστια οικονομική άνεση που διαθέτουν οι ομάδες τους οδηγεί στο να καλύπτουν τα «κενά» τους με μεταγραφές έτοιμων ποδοσφαιριστών, φτασμένων. Είναι γεγονός ότι η Premier League δεν δίνει περιθώρια για λάθη, ώστε να μάθουν μέσα από αυτά οι άπειροι σε αυτό το επίπεδο νεαροί. Επιπλέον δεν δίνει ένα πλάνο μακροχρόνιας εξέλιξης μέσα από σταθερή συμμετοχή στους αγώνες, καθώς κάθε ευκαιρία μοιάζει ως τελευταία και πρέπει να «αρπάζεται από τα μαλλιά».
Οι συνθήκες ώστε να ωριμάσει ποδοσφαιρικά ένας παίκτης ακαδημίας, είναι προφανές πως δεν ευδοκιμούν στη Premier League. Στο βωμό του αποτελέσματος -πρωτίστως- και του θεάματος η απειρία του «νεανία» δεν χωράει στο κάδρο. Αποτέλεσμα; Το απόλυτο ποδοσφαιρικό Brexit. Σε ένα αντίστροφο αποτέλεσμα οι Άγγλοι ξενιτεύονται πια με απίστευτους ρυθμούς. Η ποδοσφαιρική μετανάστευση αποτελεί τη σανίδα σωτηρίας τους. Σήμερα βρίσκει κανείς Βρετανό σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του πλανήτη. Σκοπός, η συμμετοχή σε όσα περισσότερα παιχνίδια γίνεται, η αποκόμιση ποδοσφαιρικών εμπειριών ώστε να επιστρέψουν πιο δυνατοί για μία ακόμα ευκαιρία στα «σαλόνια» της Premier League.
Από τον Μάρτιο του 2020, έναν μήνα μετά την επικύρωση του πολιτικού και οικονομικού Brexit, έχει μπει στη ζωή μας ο ιός Covid-19. Η ζωή και η καθημερινότητα μας άλλαξαν και το ποδόσφαιρο δεν έμεινε ανεπηρέαστο. Το πλήγμα ήταν σημαντικό, ειδικότερα το οικονομικό, καθώς σχεδόν όλες οι ομάδες επηρεάστηκαν αρνητικά από την πανδημία. Αυτό επηρέασε την μεταγραφική πολιτική αρκετών ομάδων, οι οποίες στράφηκαν αναγκαστικά σε νεαρούς ποδοσφαιριστές από τις ακαδημίες τους, καθώς οι οικονομικές τρύπες αποδείχθηκαν πιο σημαντικές από αυτές στα ρόστερ τους.
Μια ανέλπιστη ευκαιρία για πολλούς νεαρούς να δείξουν τι πραγματικά αξίζουν, φτάνοντας μερικοί να γίνουν ακόμα και πρώτα βιολιά στις ομάδες τους (βλ. Phil Foden, Mason Mount και Bukayo Saka). Προφανώς οι ρομαντικές εποχές του ποδοσφαίρου έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, ειδικά στην Αγγλία, όπου η εξέλιξη του αθλήματος σε κάθε επίπεδο συμβαίνει με πλέον τάχιστους ρυθμούς. Όμως η χρησιμοποίηση και η ανάδειξη νεαρών ποδοσφαιριστών, που πιθανόν να είναι και οι ίδιοι οπαδοί της ομάδας στην οποία αγωνίζονται, μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα αυτών των δύο εποχών. Ίσως τότε μάλιστα διατηρηθούν στις κερκίδες οι νοσταλγικοί ντόπιοι οπαδοί και το Brexit τουλάχιστον στο φίλαθλο κοινό αργήσει όσο το δυνατόν περισσότερο…
Συντάκτης: Χρήστος Κόττας