Η δόξα, τα λεφτά και η φήμη τείνουν να λυγίζουν τους λιγότερο δυνατούς αλλά πλέον ταλαντούχους, με τον Μπόσνιτς να αποτελεί ένα ξεκάθαρο παράδειγμα αυτού.
Γεννημένος στο Λίβερπουλ της Νέας Νότιας Ουαλίας της Αυστραλίας (ναι, όλα αυτά μαζί), ο Μπόσνιτς ξεκίνησε από αρκετά μικρή ηλικία στη θέση του τερματοφύλακα. Συγκεκριμένα, από τη Σύδνεϊ Κροατίας, με τον πατέρα του να είναι Κροάτης μετανάστης. Κάτι είδαν όμως στον, ύψους 1.86 τερματοφύλακα, από μεριάς Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, φέρνοντάς τον στο Νησί σε ηλικία 17 ετών. Υπέγραψε το δελτίο του με τους «Κόκκινους Διαβόλους» και εκπροσώπησε την πατρίδα του στο Παγκόσμιο Κύπελλο κάτω των 20, όπου όντας βασικός έφτασε με τους «Socceroos» ως την τέταρτη θέση. Μόλις στα 18 του, ντεμπούταρε και στο πρωτάθλημα, σε αγώνα με τη Γουίμπλεντον. Όμως, το γεγονός πως είχε πάει με μαθητική βίζα στην Αγγλία, τον ανάγκασε να επαναπατριστεί για λογαριασμό της Σύδνεϊ Κροατίας (πλέον, Σύδνεϊ Γιουνάιτεντ). Όχι όμως για πολύ.
Η Άστον Βίλα ήταν αυτή που του έδωσε εκ νέου το δικαίωμα για το «όνειρο» της Πρέμιερ Λιγκ. Αν και άργησε σχεδόν ενάμιση χρόνο, πήρε γάντια βασικού σπίτι του. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, οι 16 σερί αγωνιστικές, στις οκτώ εκ των οποίων κράτησε το μηδέν, κι η πορεία της Βίλα ως τη δεύτερη θέση, επιβεβαίωναν όσα είχε δει πριν καιρό στο πρόσωπό του και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Έτσι του δόθηκε για πρώτη φορά η ευκαιρία να παίξει και στο κύπελλο UEFA, όπου η ομάδα του αποκλείστηκε από τη Ντεπορτίβο Λα Κορούνια, ενώ στο πρωτάθλημα συνέχισε να είναι βασικός. Στο τέλος της σεζόν 1993-1994 «τιμώρησε» τη Γιουνάιτεντ, με τη Βίλα να κερδίζει στον τελικό του EFL Cup με 3-1.
Η ομάδα του Μπόσνιτς όμως είχε πτωτική πορεία. Ο ίδιος, σε μια συνολικά δύσκολη σεζόν, έπιασε πέντε πέναλτι και κράτησε ανέπαφη την εστία του σε επτά αγώνες, με την ομάδα να μην πέφτει «στο νήμα». Ακολούθησε μια νέα επιτυχημένη σεζόν, με την κατάκτηση του EFL Cup επί της Ληντς, καθώς και την τέταρτη θέση το πρωτάθλημα. Από τα 42 συνολικά παιχνίδια του, κράτησε το απαραβίαστο της εστίας του στα 17. Σε αυτή τη σεζόν, κατά πολλούς, ξεχώρισε ως ένας εκ των καλύτερων τερματοφυλάκων του πρωταθλήματος. Αξίζει να αναφέρουμε και μερικά από τα ονόματα των υπολοίπων: Πίτερ Σμάιχελ, Ντέιβιντ Σίμαν, Ντέιβιντ Τζέημς, Τιμ Φλάουερς, Νέβιλ Σάουθαλ.
Δεν θα αργούσε όμως, δυστυχώς για τον Μπόσνιτς και το ταλέντο του, να έρθει ο κατήφορος. Ο Αυστραλός κήπερ τιμωρείται από την ομοσπονδία, καθώς φαίνεται σε παιχνίδι με την Τότεναμ να «απηύθυνε» έναν ναζιστικό χαιρετισμό. Στο μεταξύ, γίνεται και βασικός υπερασπιστής της εστίας της εθνικής Αυστραλίας, με την οποία στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 1997 τερματίζει στη δεύτερη θέση. Με τους «Βίλανς» να τερματίζουν πέμπτοι στο πρωτάθλημα, λαμβάνει εκ νέου την ευκαιρία να λάμψει, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η Άστον Βίλα με μια ιδιαίτερα ταλαντούχα κι επιθετική ομάδα, αποκλείει από το Κύπελλο UEFA κατά σειρά τις Μπορντό, Αθλέτικ Μπιλμπάο και Στεάουα Βουκουρεστίου. Μόνο η Ατλέτικο Μαδρίτης την «λύγισε» στα προημιτελικά, περνώντας χάρη στην εκτός έδρας νίκη της και τον κανόνα των γκολ. Η επόμενη χρονιά ήταν και η τελευταία του στο «Βίλα Παρκ», με τον Μάικλ Όουκς να παίρνει σιγά σιγά θέση βασικού. Το συμβόλαιό του έληξε και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ έδειξε πως δεν τον ξέχασε ποτέ. Υπέγραψε μαζί της ως ελεύθερος, με στόχο να γίνει αυτός που θα καλύψει το κενό του Πίτερ Σμάιχελ.
Κάντε ένα Like στη σελίδα μας στο Facebook αν δεν το έχετε ήδη κάνει!
Στην πρώτη χρονιά της επιστροφής του στους «Κόκκινους Διαβόλους» ήταν αρκετά θετικός, κρατώντας σε 14 παιχνίδια ανέπαφη την εστία του, ενώ για πρώτη φορά έπαιζε και στο Champions League. «Έβαλε» για τα καλά το χεράκι του στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, καθώς και στη κατάκτηση του Διηπειρωτικού με την Παλμέιρας. Η χρονιά δεν είχε ξεκινήσει ιδανικά όμως κι ίσως αποτέλεσε μια «προοικονομία», αφού στις αρχές της, ο Μπόσνιτς άργησε στο γάμο του. Ο λόγος; Τσακώθηκε σε ένα στριπ κλαμπ, όπου έκανε το μπάτσελορ πάρτι του.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν κατ’ ευχήν, με τον Φέργκιουσον να αποκτά για βασικό τον Μπαρτέζ και τον Μπόσνιτς να έρχεται στην ιεραρχία των τερματοφυλάκων τρίτος. Ο λόγος, σύμφωνα με τον Σερ Άλεξ, ήταν η μεγάλη έλλειψη επαγγελματισμού που είχε. Έχασε και τη θέση του στην εθνική Αυστραλίας από τον Σβάρτσερ.
Έτσι, τον Γενάρη του 2001 βρέθηκε στο Λονδίνο για λογαριασμό της Τσέλσι. Λόγω της κακής φυσικής του κατάστασης, το ντεμπούτο του ήρθε την αμέσως επόμενη χρονιά, όταν κι έπαιξε μόλις επτά αγώνες. Στην Τσέλσι δεν εκτιμήθηκε και δεν αγωνίστηκε ξανά. Όντας έτοιμος το 2002 να βρεθεί στη Μπόλτον, ξεκίνησε ο «κατήφορος». Σε ντόπινγκ τεστ βρέθηκε θετικός στην κοκαΐνη, οι «Μπλε» τον άφησαν ελεύθερο, ενώ έλαβε και ποινή εννέα μηνών μακριά από τα γήπεδα. Δυο χρόνια μετά τον προσέγγισε η Γουόλσολ, που αγωνιζόταν στη League One, όμως δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο. Ο ίδιος, τον «ξεπεσμό» του στα ναρκωτικά τον «χρέωσε» στη σύντροφό του, το μοντέλο Σόφι Άντερτον. Υποστήριξε μάλιστα, πως «Για κάθε γραμμή που έκανε, έπρεπε να κάνω μια κι εγώ».
Όντας στα 32 του, μια κατά γενική ομολογία εξαιρετική ηλικία για τερματοφύλακα, είχε καταστραφεί. Εθίστηκε στην κοκαΐνη, αφού χρειαζόταν δόση δέκα γραμμαρίων την ημέρα, ξοδεύοντας 600 λίρες καθημερινά. Ένα εξίσου άσχημο περιστατικό, αναφέρει πως παραλίγο να σκοτώσει στο σπίτι του τον πατέρα του, περνώντας τον για κλέφτη. Η «λύτρωση» ήρθε από τον Εντ ντε Γκόι. Ο Ολλανδός, τότε προπονητής τερματοφυλάκων στην ΚΠΡ και με μακρά καριέρα στη Ολλανδία κι Αγγλία, τον έπεισε να επιστρέψει και να αποσυρθεί αξιοπρεπώς. Ο Μπόσνιτς τα κατάφερε και μετά από ένα χρόνο προπονήσεων, επέστρεψε στην Αυστραλία.
Στην πατρίδα του υπέγραψε στη Σέντραλ Κόουστ Μαρίνερς. Του δόθηκε εκεί ο ρόλος του αναπληρωματικού, με τους οπαδούς της ομάδας στην επανεμφάνισή του να τον χειροκροτούν, αφού έπιασε και πέναλτι. Στη συνέχεια, βρέθηκε για λίγο στη Σύδνεϊ Ολύμπικ, όπου και οριστικά αποσύρθηκε στα 37 του χρόνια.
Επρόκειτο για έναν αρκετά ταλαντούχο τερματοφύλακα, που έδωσε το δικό του «χρώμα» στην Πρέμιερ Λιγκ της δεκαετίας του 90. Τον εθισμό του τον χρέωσε στην τότε σύντροφό του, υποστηρίζοντας πως έπαιρνε μαζί της ναρκωτικά για να τη βοηθήσει. Σε αντίθεση με άλλους, βέβαια, ο εθισμός του δεν τον κατέστρεψε ολοκληρωτικά και κατάφερε να βρει την υγεία στη ζωή του. Πλέον εργάζεται ως ατζέντης παικτών κι ως σχολιαστής ποδοσφαίρου. Παρά τα πολλά κακά του, παρά το γεγονός πως δε μετάνιωσε για τις πράξεις του, μπορούμε να κρατήσουμε από τον Αυστραλό μόνο το εξής: Ποτέ δεν είναι αργά.
Διαβάστε επίσης: Τομ Χαντλστόουν, η ακριβότερη αφάνα των αγγλικών γηπέδων