Εδώ και έξι χρόνια, στο πρωτάθλημα της Νάσιοναλ Λιγκ, κανένας παίκτης δεν έχει ξεπεράσει το όριο των 30 τερμάτων. Φέτος όμως οι Μάλιν και Λάνγκσταφ έχουν «τρελάνει» την στατιστική, αφού το έχουν ήδη καταφέρει, ενώ ακόμα απομένουν οκτώ αγωνιστικές.
Από την μια η Ρέξαμ του Χόλιγουντ και των πλουσίων -διάσημων- ιδιοκτητών. Από την άλλη η ιστορική Νοτς Κάουντι, η οποία απαλλαγμένη από τα λάθη και τις συνέπειες του παρελθόντος βρίσκεται κοντά σε μια μεγάλη επιστροφή. Ακόμη πιο πίσω και άλλες ομάδες, οι οποίες μάχονται με την σειρά τους για την είσοδο στα πολυπόθητα πλέι-οφ ανόδου. Μια μόλις θέση απευθείας ανόδου στην League Two δίνει η Νάσιοναλ Λιγκ και ακόμη μια μέσω των πλέι-οφ. Συνεπώς η υπόθεση του προβιβασμού στις επαγγελματικές κατηγορίες, κάθε άλλο παρά εύκολη δεν είναι. Σήμερα δεν θα σταθούμε στην «ουρά» για την είσοδο στα μπαράζ ανόδου. Σήμερα θα ασχοληθούμε με την υπόθεση της απευθείας ανόδου και πιο συγκεκριμένα σε δυο άτομα τα οποία άλλαξαν τον ρου της στατιστικής στην συγκεκριμένη κατηγορία, τους Μακόλεϊ Λάνγκσταφ και Πολ Μάλιν.
Στην πρώτη θέση του βαθμολογικού πίνακα, συναντάμε την δεδομένη στιγμή την Ρέξαμ. Οι Ουαλοί του Ράιαν Ρεϊνολντς φιγουράρει στην κορυφή έχοντας σε 38 παιχνίδια, 94 βαθμούς. Ακολουθεί η ομάδα από το Νότιγχαμ με αγώνα περισσότερα και 91 βαθμούς. Αμφότερες έχουν πετύχει από 97 τέρματα. Ταυτόχρονα και το παθητικό τους είναι ίδιο. Τόσο η μία, όσο και η άλλη έχουν δεχθεί 35 γκολ. Η καλή τους άμυνα σε συνεργασία με την εξαιρετική επίθεση, αλλά και τις «επαγγελματικές» νίκες, έχουν κάνει και τους δυο συλλόγους να διαγωνίζονται μόνοι τους για την κορυφή.
Ας αναλογιστεί απλά κανείς ότι η 3η στην βαθμολογία Γουόκινγκ, βρίσκεται 23 βαθμούς πίσω. Τα εντυπωσιακά δεν σταματούν εκεί. Με τις δυο ομάδες να έχουν πετύχει ακριβώς τον ίδιο αριθμό τερμάτων σε ένα πρωτάθλημα για… δύο, θα περιμένει κανείς ότι και η μάχη του πρώτου σκόρερ θα κριθεί ανάμεσα σε παίκτες από τους δυο συλλόγους. Και πράγματι, έτσι είναι. Μόνο που ενώ συνήθως οι κορυφαίοι σκόρερ του συγκεκριμένου πρωταθλήματος έχουν «ταβάνι» τα 28 περίπου τέρματα (τόσα είναι τα περισσότερα την τελευταία εξαετία), οι δυο σημερινοί μας πρωταγωνιστές το έχουν ξεπεράσει κατά πολύ!
Οι Λάνγκσταφ και Μάλιν είναι άτομα από δυο διαφορετικούς κόσμους. Ο πρώτος είναι το λεγόμενο «λαϊκό παιδί» που ξεκίνησε από τα άδυτα της αγγλικής ποδοσφαιρικής πυραμίδας και σταδιακά μέσα από το πέρασμα των ετών χτίζει τον δικό του μύθο. Ο άλλος έχει τον χαρακτήρα του «πλουσιόπαιδου», καθότι μιλάμε για έναν ήδη επαγγελματία ποδοσφαιριστή ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει την Κέιμπριτζ Γιουνάιτεντ στην League One για να αγωνιστεί στην Ρέξαμ, δύο κατηγορίες κάτω. Πέρυσι, έκανε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για να επιστρέψουν οι Ουαλοί στις επαγγελματικές κατηγορίες. Δεν τα κατάφερε. Φέτος όμως δεν το διαπραγματεύεται και καταβάλλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να επιτευχθεί ο στόχος.
Ας ξεκινήσουμε όμως με τον Λάνγκσταφ. Γεννήθηκε στην κωμόπολη του Στόκτον το 1997 και λίγα χρόνια μετά, η οικογένεια μετακόμισε στο Μίντλεσμπρο. Δείχνοντας από μικρός το ενδιαφέρον του για την «στρογγυλή θεά», εισήχθη στα τμήματα υποδομής της «Μπόρο». Εκεί δεν μακροημέρευσε. Η οικογένεια επέστρεψε και πάλι στην «βάση» της, με αποτέλεσμα ο Λάνγκσταφ να βρει «διαφυγή» στην τοπική Στόκτον Τάουν. Από νεαρή ηλικία απέκτησε την φήμη του δεινού σκόρερ και σε ηλικία 16 ετών προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα.
Μην φανταστείτε ότι οι «Άγκυρες» έπαιζαν τότε σε κάποια σπουδαία κατηγορία. Ο σύλλογος αγωνιζόταν στην ενδέκατη κατηγορία της αγγλικής «πυραμίδας» και τα τοπικά του Γουέρσαιντ. Αυτή ήταν η αρχή των πάντων για τον νεαρό Λάνγκσταφ. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε καθοριστική συμβολή στην κατάκτηση τόσο του πρωταθλήματος, όσο και του τοπικού κυπέλλου. Το ίδιο καλοκαίρι, η Μπίλινγχαμ Σινθόνια δείχνει σοβαρό ενδιαφέρον για τον έφηβο επιθετικό από το Ντάραμ και τον φέρνει στο Μπρόουτον Ρόουντ
Αυτή η μεταγραφή του άλλαξε την ζωή. Παρά την αβεβαιότητα των τοπικών πρωταθλημάτων, ο Λάνγκσταφ πήρε το ρίσκο να αφήσει το Ντάραμ για το Βόρειο Γιόρκσαιρ και δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Με την φανέλα της Σινθόνια σε ενάμισι περίπου χρόνο βρήκε δίχτυα 31 φορές σε 46 αγώνες. Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της συγκεκριμένης κατηγορίας και ακόμη και αν δεν οδήγησε την Μπίλινγχαμ στην άνοδο, απέκτησε «θαυμαστές» από υψηλότερες κατηγορίες. Μετά από μια «μάχη» αρκετών ομάδων της Νάσιοναλ Λιγκ, η Γκείτσχεντ είναι αυτή που τον αποκτά και τον κάνει δικό της.
Στους «Ταϊνσάιντερς» δεν ευδοκίμησε ποτέ. Ο Στιβ Γουότσον -τότε προπονητής του συλλόγου- δεν ήταν ιδιαίτερα διαθέσιμος να δώσει αγωνιστικό χρόνο σε έναν άπειρο νεαρό επιθετικό. Ήταν η εποχή που η ομάδα έψαχνε πάση θυσία την άνοδο τους στην League Two και όλοι τους έψαχναν τρόπους για να επιτευχθεί αυτό. Προκειμένου να εξαλειφθεί η αγωνιστική απραξία του νεαρού επιθετικού, επέστρεψε στην Σινθόνια με την μορφή δανεισμού, ενώ είχε και ένα σύντομο ανεπιτυχές πέρασμα από τους Μπλάιθ Σπάρτανς.
Επιδιώκοντας να τερματιστεί με κάθε τρόπο το συμβόλαιό του, το 2018, βρίσκεται η χρυσή τομή με τον σύλλογο και ο ίδιος αποχωρεί για την Γιόρκ Σίτι. Οι «Μίνστερμεν» αγωνίζονταν σε υποδεέστερη κατηγορία και τον Βόρειο Όμιλο της Νάσιοναλ Λιγκ. Ήταν ένα πισωγύρισμα που επιβαλλόταν να γίνει. Η απόφασή του βγήκε σε καλό. Ο Λάνγκσταφ ξεκίνησε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας του Μπούτχαμ Κρέσεντ και έπειτα από 52 συμμετοχές σε μια διετία και έντεκα τέρματα, επέστρεψε και πάλι στην Γκέιτσχεντ. Σύμφωνα με τον ίδιο, επέστρεψε για να πάρει τις ευκαιρείες που δεν πήρε στο πρώτο του πέρασμα από εκεί. Στόχος του ήταν η διάψευση των πάντων.
Και τα κατάφερε πανηγυρικά. Στο δεύτερο μισό της σεζόν 2020/21 σε 16 συμμετοχές βρήκε δίχτυα μόλις τέσσερις. Αυτό όμως αποδείχθηκε ένα μικρό διάστημα προσαρμογής, αφού πέρυσι, σε 39 εμφανίσεις πέτυχε 30 τέρματα. Ήταν καταλυτικός στην επιστροφή της ομάδας του στην Νάσιοναλ Λιγκ και ανάγκασε την Νόττς Κάουντι να δαπανήσει το υπέρογκο ποσό των… 50 χιλιάδων λιρών για να τον φέρει στο Μίντοου Λέιν.
Κάθε λίρα έπιασε τόπο. Υπό τις οδηγίες του Λουκ Γούιλιαμς φέτος, έχει αποκτήσει τον τίτλο του «Non-League Ηaaland». Σε 38 αγώνες έχει πετύχει 37 τέρματα. Είναι υπεύθυνος για πάνω από το 1/3 των τερμάτων της ομάδας του και φυσικά είναι πρώτος σκόρερ της κατηγορίας. Τίτλος που θα έχει αντίκρισμα μόνο αν η ομάδα του καταφέρει να προβιβαστεί στην Φούτμπολ Λιγκ. Κάτι που θα ήταν αρκετά πιο εύκολο, αν δεν υπήρχε η ομάδα και το παλικάρι παρακάτω!
Από την άλλη ο Μάλιν γεννήθηκε στο Λίδερλαντ τρία χρόνια πριν τον «αντίπαλό» του. Γέννημα-θρέμμα του Μέρσεϊσαϊντ, από μικρή ηλικία τάχθηκε με την μπλε πλευρά της περιοχής. Εκτός από οπαδός της Έβερτον λοιπόν, η αγάπη του για την στρογγυλή θεά τον έκανε και παίκτη της ομάδας. Εντάχθηκε από μικρή ηλικία στις ακαδημίες της και κατόπιν μεταπήδησε σε αυτές της Λίβερπουλ. Έχοντας αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, αποφοίτησε από το Κολεγιακό Ίδρυμα ποδοσφαίρου του Λίβερπουλ και κατόπιν μετακόμισε στο Χάντερσφιλντ.
Με τους «Τεριέ» ξεκίνησε από τα αναπτυξιακά τμήματα. Ωστόσο οι εκτελεστικές του δεινότητες τον έκαναν να υπογράψει το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο το 2013 σε ηλικία 19 ετών. Δυστυχώς για εκείνον, ο Μάρκ Ρόμπινς δεν του βρήκε ποτέ χώρο στα πλάνα της ομάδας, με αποτέλεσμα να περάσει ένα σύντομο διάστημα ως δανεικός στην Βόξολ. Το καλοκαίρι της ίδιας σεζόν έλυσε το συμβόλαιο του και σύμφωνησε με τη Μόρκαμ της League Two.
Η αρχή της εκτόξευσής του έγινε στις «Γαρίδες». Από την αρχή κατάφερε να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι της επιθετικής γραμμής της ομάδας του Τζιμ Μπέντλεϊ, καταγράφοντας σε τρία χρόνια περί τις 140 εμφανίσεις κι έχοντας παράλληλα στο ενεργητικό του 28 τέρματα και εννέα ασίστ. Σίγουρα δεν ήταν ο «killer» που φαντάζεστε, αλλά το ξεκίνημά του στις επαγγελματικές κατηγορίες της Αγγλίας, ήταν αρκετά ενθαρρυντικό.
Υπό αυτό το σκεπτικό λειτούργησαν και στην Σουίντον, η οποία το 2017, αποσκοπούσε στην επιστροφή της στην τρίτη κατηγορία. Αργότερα, μέσα στην χρονιά βέβαια, η επιλογή αποδείχθηκε λανθασμένη. Σε 47 παιχνίδια βρήκε δίχτυα μόλις δέκα φορές, ενώ δεν βοήθησαν καθόλου οι συνεχείς εναλλαγές προπονητών και η απουσία αγωνιστικού πλάνου. Ο Μάλιν ήθελε να αποχωρήσει από το Κάουντι Γκράουντ. Διέξοδο βρήκε μέσω της Τρανμίρ, η οποία το καλοκαίρι του 2018 βγήκε στο «κυνήγι» επιθετικού μετά την αποχώρηση του Άντι Κουκ για την Γουόλσολ.
Ο νεαρός επιθετικός ίσως βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Ο Μίκι Μέλον του έδωσε έναν περισσότερο ελεύθερο ρόλο και παρά το γεγονός ότι δεν σκόραρε συχνά, με τις κινήσεις του δημιουργούσε τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τους συμπαίκτες του να το κάνουν. Έτσι έφτασε η Τρανμίρ στην άνοδο προς την τρίτη κατηγορία. Ήρθε η ώρα λοιπόν για εκείνον να αγωνιστεί σε ένα «σκαλί» ψηλότερο. Η πετυχημένη «συνταγή» της προηγούμενης χρονιάς ωστόσο δεν ήταν αρκετή να κρατήσει την Τρανμίρ στην League One.
Ο Μάλιν ωστόσο δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της κατηγορίας. Στα μέσα της σεζόν επέστρεψε στην αγαπημένη του League Two, αυτή τη φορά με την φανέλα της Κέιμπριτζ. Και από τότε όλα άλλαξαν. Με την κιτρινόμαυρη φανέλα, ο Μάλιν έκανε «όργια». Μπορεί στο πέρασμά του ως δανεικός να αγωνίστηκε μόλις έξι φορές, όμως ο προπονητής της ομάδας, Μάρκ Μπόνερ, επέμενε για την απόκτησή του. Οπέρ και εγένετο, με την Κέιμπριτζ να τον αποκτάει ως ελεύθερο από την Τρανμίρ. Το αποτέλεσμα; Σοκαριστικό. Σε μια μόλις χρονιά, ο Μάλιν αγωνίστηκε σε 56 παιχνίδια. Βρήκε 36 (!) φορές τον δρόμο προς τα δίχτυα, ανέβασε την ομάδα του στην League One και αντί να προχωρήσει προς την τρίτη κατηγορία, άλλαξε ρότα και πήγε στην… πέμπτη.
Πως; Μα φυσικά για λογαριασμό της Ρέξαμ. Υπό το νέο καθεστώς ιδιοκτησίας και το φιλόδοξο πρότζεκτ των κινηματογραφικών αστέρων, ο Μάλιν αποτέλεσε και αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» της επίθεσης των Ουαλών. Όσο για το αν τα καταφέρνει; Πέρυσι κατέκτησε το βραβείο του πρώτου σκόρερ στην Νάσιοναλ Λιγκ, με 26 τέρματα και φέτος προσπαθεί να προσπεράσει τον Λάνγκσταφ, έχοντας ωστόσο 31. Το θετικό είναι ότι η Ρέξαμ βρίσκεται στην πρώτη θέση με αγώνα λιγότερο και έχει τον πρώτο λόγο για την πολυπόθητη άνοδο.
Γενικότερα, στην κορυφαία κατηγορία της Κόνφερενς, είναι σύνηθες φαινόμενο να βλέπουμε πολλούς παίκτες να διεκδικούν το βραβείο του πρώτου σκόρερ με μεγάλο αριθμό τερμάτων. Πέρυσι ο Μάλιν είχε 26, το 2021 ο Μάικλ Τσικ της Μπρόμλει 22, το 2020 ο Σκοτ Κουίγκλι της Μπάροου 20. Ελάχιστοι ήταν όμως αυτοί που κατάφεραν να «σπάσουν» το φράγμα των 30 γκολ στην σεζόν. Το 2017 το έκανε ο Ρίκι Μίλερ της Ντόβερ με 40, ενώ το 2016 οι Άμοντ και Χόλμαν σταμάτησαν στα 30.
Φέτος είναι η πρώτη χρονιά που δυο παίκτες φτάνουν σε έναν τέτοιον αριθμό. Πιθανότατα, κάποιος από τους δυο -αν όχι και οι δύο- θα περάσει και τα 40, με οκτώ αγωνιστικές (εφτά για τη Ρέξαμ) ακόμη να απομένουν. Η μάχη τόσο για την απευθείας άνοδο, όσο και για το βραβείο του πρώτου σκόρερ αναμένεται συγκλονιστική. Μην την χάσετε…
Διαβάστε επίσης για την οσκαρική ταινία «Belfast» και άλλες μορφές τέχνης με αναφορές στη… Τότεναμ!