Τι γίνεται όταν ένας εκκεντρικός αστέρας έντεκα τίτλων (Έντγκαρ Ντάβιντς) πάει σε μία ταλαντούχα ομάδα (Τότεναμ) χωρίς τη νοοτροπία νικητή;
Για όσους γεννήθηκαν τον περασμένο αιώνα, το όνομα του Έντγκαρ Ντάβιντς ξυπνά μνήμες μαεστρίας στο κέντρο του γηπέδου. Όντας τυπικά αμυντικός μέσος, ο Ολλανδός δεν περιοριζόταν σε αναχαιτίσεις των αντιπάλων, στις οποίες παρότι βραχύσωμος ειδικευόταν, αλλά αποτελούσε οργανωτή ολόκληρου το παιχνιδιού της εκάστοτε ομάδας του, με τα υποδειγματικά του κοντρόλ, τις αξιομνημόνευτες κούρσες του, τις φαντεζί ντρίμπλες, τις τηλεκατευθυνόμενες πάσες και, φυσικά, τα σεντερφορίσια (sic) τελειώματα.
Συνδυάζοντας αθλητικότητα, αντοχή, μαχητικότητα και άψογη τεχνική κατάρτιση, στο στήθος του «Πίτμπουλ», όπως ήταν το παρατσούκλι του, χτυπούσε η καρδιά ολόκληρης της ομάδας. Δουλευταράς και γεννημένος ηγέτης, ο Ντάβιντς ήταν το όνειρο κάθε προπονητή της εποχής του. Έτσι, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει που στην προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία των 32 ετών, πλούσιος σε τίτλους αλλά με άσβεστο το πάθος για τη μπάλα, ο μέσος με καταγωγή από το Σουρινάμ και το «υπερτροφικό εγώ» πραγματοποίησε ένα σύντομο αλλά ιστορικό πέρασμα από την Πρέμιερ Λιγκ για λογαριασμό της Τότεναμ.
Αν η Τότεναμ έπαιρνε έναν τίτλο για κάθε παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστή που έχει φορέσει τη φανέλα της, τότε σίγουρα θα συγκαταλεγόταν μεταξύ των πιο ένδοξων ομάδων της Αγγλίας. Από τους Ζινολά και Μπέιλ μέχρι τους Κέιν και Σον, από τα «Σπιρούνια» παραδοσιακά περνούσαν και περνούν φυσιογνωμίες που αφήνουν εποχή στο ποδόσφαιρο, αν και συνήθως όχι με τα γαλανόλευκα. Στον χώρο της μεσαίας γραμμής, ο Λούκα Μόντριτς και ο Μούσα Ντεμπελέ είναι δύο μόνο από τα ονόματα που εξακολουθούν να προκαλούν ρίγη στο μυαλό όσων βρέθηκαν στο διάβα τους, ακόμα και στη σκέψη ότι θα τους αντιμετωπίσουν.
Πριν από τους προαναφερθέντες, όμως, και αρκετά χρόνια πριν η εν λόγω θέση καταστεί «καταραμένη» στον σύλλογο του Βόρειου Λονδίνου, οι οπαδοί των «Πετεινών» είχαν βρεθεί στην… παράξενη θέση να παρακολουθούν στο γρασίδι του Γουάιτ Χαρτ Λέιν έναν παίκτη που είχε στην κατοχή του μεταξύ άλλων τρεις Ερεντιβίζιε κι ένα Τσάμπιονς Λιγκ με τον Άγιαξ, καθώς και τρεις Σέριε Α με τη Γιουβέντους. Ο λόγος φυσικά για τον Έντγκαρ Ντάβιντς.
Ο Ολλανδός προσγειώθηκε στην αγγλική πρωτεύουσα ως αποτέλεσμα ελεύθερης μεταγραφής, ύστερα από μια αποτυχημένη περίοδο στην Ίντερ. Το «Πίτμπουλ» κέρδισε αμέσως την αδιαπραγμάτευτη αγάπη των οπαδών, οι οποίοι γνώριζαν καλά πως ο τίτλος του αμυντικού μέσου που το συνόδευε έμοιαζε περισσότερο με παραπλανητικό αστείο, αφού στην πραγματικότητα ο Ντάβιντς στον αγωνιστικό χώρο θύμιζε περισσότερο έναν (για χάριν υπερβολής) Ροναλντίνιο πριν τον Ροναλντίνιο.
Γαλουχημένος στον Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ και του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, ο Ντάβιντς προήλθε από την ακαδημία του Αίαντα, όταν ήταν ακόμα «γίγαντας» του ευρωπαϊκού στερεώματος. Υπό την τεχνική ηγεσία του ομοεθνή του Μάρτιν Γιολ, ο Ολλαδνός και η Τότεναμ τερμάτισαν στην 5η θέση της Πρέμιερ Λιγκ για δύο διαδοχικές σεζόν (2005/06 και 2006/07). Μιλάμε για την ομάδα των Ρόμπι Κιν, Λέντλεϊ Κινγκ και Ζερμέν Ντεφό, ένα σύνολο με άφθονο ταλέντο, στην οποία ο Ντάβιντς ήρθε να αποτελέσει το «κερασάκι στην τούρτα» αλλά και τον συνδετικό κρίκο μεταξύ αμυντικής και επιθετικής γραμμής. Και, πράγματι, το «Πίτμπουλ» δεν απογοήτευσε καθόλου.
Απ’ την αρχή, τάχθηκε να αποδείξει σε φίλους κι εχθρούς ότι δεν ήρθε στην Αγγλία για να περάσει την ώρα του ή για να κάνει πλάκα. Όποτε ήταν διαθέσιμος τα έδινε όλα, τόσο σε μάχες σώμα-με-σώμα όπου ανέκοπτε την επιθετική πορεία των αντιπάλων του, όσο και με ατέλειωτες κούρσες και ευρηματικές πάσες, προωθώντας το παιχνίδι της ομάδας του. Όμως, κάπου εδώ τελειώνουν τα θετικά της παρουσίας του Ντάβιντς στα «Σπιρούνια». Κι αυτό διότι, όπως ήταν ίσως φυσικό, ένας παίκτης του διαμετρήματος του, με την ικανότητα και τις διακρίσεις του, δεν θα μπορούσε να προσαρμοστεί και να ενσωματωθεί εύκολα σε μία Τότεναμ ταπεινή, συνηθισμένη να τερματίζει κάπου στη μέση του βαθμολογικού πίνακα, η οποία παρατηρούσε έκθαμβη και αμήχανη τα αστρονομικά ποσά που άλλες ομάδες είχαν ήδη αρχίσει να δαπανούν στο μεταγραφική παζάρι.
Κάντε ένα like στη σελίδα μας στο facebook, αν δεν το έχετε ήδη κάνει!
Διανύοντας ακόμη τα πρώτα, αναγνωριστικά χρόνια της εποχής Λίβι, η μεταγραφή του Ντάβιντς δεν μπορούσε τότε να καταστεί αντιληπτή ως αυτό που πραγματικά ήταν, δηλαδή όχι υπόσχεση για κάποιον «θαυμαστό, καινούργιο κόσμο» που ανοιγόταν στον ορίζοντα, αλλά περισσότερο το αντίστοιχο της έλευσης ενός Μαρσέλο ή, παλαιότερα, ενός Ριβάλντο στην Ελλάδα, δηλαδή, ένας παροδικός και τυχοδιωκτικός συμβιβασμός, για να πουλήσει η ομάδα φανέλες και ο παίκτης να γεμίσει το κενό στο βιογραφικό του.
Χαρακτηριστική, για τη θέση του Ντάβιντς στην Τότεναμ, είναι μία ιστορία από τις πρώτες ημέρες του στο Βόρειο Λονδίνο. Σε μία προπόνηση, ο Ολλανδός κονταροχτυπήθηκε με τον Ρόμπι Κιν, κι ύστερα τον πλησίασε για να του πει κάτι. Τότε, ο Ιρλανδός, ερασιτέχνης μποξέρ, τον «ξάπλωσε» στο γρασίδι με μία γροθιά, και το θέμα θεωρήθηκε λήξαν πριν καλά-καλά τεθεί: ο Κιν ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της ομάδας, και ο Ντάβιντς στο εξής θα τον καλημέριζε μουρμουρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του με σκυμμένο το κεφάλι.
Το μοναδικό του γκολ για τους «Πετεινούς», ο Ολλανδός το πέτυχε σε μία εκτός έδρας νίκη ενάντια στη Γουίγκαν. Παρ’ όλα αυτά, στις 44 συνολικά εμφανίσεις του, το «Πίτμπουλ» κατάφερε να αφήσει μία θετική «επίγευση» από την παρουσία του και να εξασφαλίσει ότι ο ποδοσφαιρικός κόσμος και, κυρίως, οι οπαδοί των «Σπιρουνιών», θα τον μνημονεύουν και θα τον αναπολούν θετικά. Άλλωστε, η έλευση του στην Τότεναμ προοιωνίστηκε τη μετέπειτα σταθερά ανοδική πορεία του συλλόγου, που κορυφώθηκε με τη «χρυσή» εποχή του Ποτσετίνο (όσο χρυσή μπορεί να είναι μία άτιτλη περίοδος για μία ομάδα), όταν τα «Σπιρούνια» διεκδικούσαν ακόμα και τον τίτλο της Πρέμιερ Λιγκ!
Με δεδομένο ότι η Τότεναμ τερμάτισε φέτος σε χαμηλότερη θέση (8η) απ’ ό,τι την εποχή του Ντάβιντς, δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε προς τα πού οδεύει σήμερα ο σύλλογος υπό την ηγεσία του Ντάνιελ Λίβι…