Για μια ομάδα που μοιάζει «καταδικασμένη» να απέχει από τους τίτλους, ο Μπιλ Νίκολσον έκανε την Τότεναμ την πρώτη αγγλική που κατακτά νταμπλ κι ευρωπαϊκό κύπελλο, πριν γίνει «Κύριός» της.
Τον τελευταίο καιρό συχνά πυκνά διαβάζει κανείς σε καφενειακά σχόλια, που αφορούν το αγγλικό ποδόσφαιρο, ότι η Τότεναμ είναι μια ομάδα χωρίς ιστορία, χωρίς φανέλα. Η κατηγορία αυτή μοιάζει αστεία αν αναλογιστεί κανείς ότι ο εν λόγω ποδοσφαιρικός σύλλογος έχει αγωνιστική παρουσία σε τρεις διαδοχικούς αιώνες (19ος, 20ός, 21ος). Κι ο πρωταγωνιστής του παρόντος άρθρου, ο Μπιλ Νίκολσον, είναι το πρόσωπο που έχει συνδέσει το όνομά του με την ομάδα του Βόρειου Λονδίνου περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον – τόσο πολύ που είναι πλέον γνωστός στους φίλους του συλλόγου ως ο «Κύριος Τότεναμ».
Ο Νίκολσον γεννήθηκε στο Σκάρμπορο του Γιορκσάιρ το 1919. Μετά το σχολείο, εργάστηκε σύντομα σε καθαριστήριο, μέχρι που το 1936, σε ηλικία 17 ετών, του πρότεινε δοκιμαστικό η Τότεναμ. Κάπως έτσι έγινε η αρχή μιας ιστορίας αγάπης, που έμελλε να διαρκέσει περισσότερο από πέντε δεκαετίες. Στην αρχή ο νεαρός εργαζόταν ως… φροντιστής γηπέδου, με μισθό δύο λίρες τη βδομάδα. Έπαιζε για τη θυγατρική Νόρθφλιτ Γιουνάιτεντ, με την οποία κέρδισε το Kent Senior Cup. Τον Αύγουστο του 1938 όμως, υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο με τα «Σπιρούνια» και η πρώτη του συμμετοχή ήρθε ενάντια στην Μπλάκμπερν στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Νίκολσον κατατάχθηκε στο Ελαφρύ Πεζικό του Ντάρχαμ. Ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, εξειδικεύτηκε στη Φυσική Αγωγή και έγινε λοχίας-εκπαιδευτής, προπονώντας τους νεοσύλλεκτους στα χρόνια του πολέμου. Την ίδια εποχή, προσκλήθηκε να αγωνιστεί με τα χρώματα αρκετών ομάδων, όπως η Νιούκαστλ, με την οποία σημείωσε 17 συμμετοχές. Παρά το γεγονός ότι έχασε σημαντικά χρόνια της καριέρας του εξαιτίας του πολέμου, ο Νίκολσον αξιοποίησε την περίσταση για να διδαχθεί πώς να διοικεί τους ανθρώπους, μία δεξιότητα που αποδείχθηκε ιδιαίτερα πολύτιμη στη μετέπειτα καριέρα του.
Μετά το τέλος του πολέμου, το 1946, ο Νίκολσον επέστρεψε στην Τότεναμ, όπου και αγωνίστηκε ως μέσος για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Αποτέλεσε οργανικό μέρος της ομάδας που σήκωσε το πρωτάθλημα τη σεζόν 1950/51, η οποία φημίστηκε για το στιλ παιχνιδιού της που βασιζόταν στις γρήγορες εναλλαγές και τα πολλά ένα-δύο (push-and-run). Όσον αφορά τη διεθνή του καριέρα, ο Νίκολσον είναι κάτοχος του παράξενου ρεκόρ ότι, στην πρώτη του συμμετοχή με την εθνική Αγγλίας, σκόραρε στην πρώτη επαφή του με την μπάλα, και μετά από αυτό τον αγώνα, δεν αγωνίστηκε ποτέ ξανά σε επίπεδο εθνικών!
«Στον επόμενο αγώνα κάλεσαν ξανά τον Μπίλι Ράιτ, και το δέχθηκα, επειδή ήταν καλύτερος παίκτης από μένα», ήταν η κυνική, αποστομωτική απάντηση του, όταν ρωτήθηκε για τη διεθνή του καριέρα.
Όταν αποσύρθηκε, ο Νίκολσον έκανε μαθήματα προπονητικής και μπήκε στο τεχνικό τιμ της Τότεναμ, όπου σύντομα έγινε προπονητής της πρώτης ομάδας – συγκεκριμένα στις 11 Οκτωβρίου του 1958. Την εποχή εκείνη, τα «Σπιρούνια» ήταν έκτα από το τέλος στην πρώτη κατηγορία και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί όσα θα ακολουθούσαν – τουλάχιστον… μέχρι τον πρώτο αγώνα με προπονητή τον ίδιο, όταν η Τότεναμ νίκησε την Έβερτον με το εμφατικό 10-4 (!) στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν κάνοντας νέο ρεκόρ μεγαλύτερης νίκης της ομάδας.
Δύο σεζόν μετά (1960/61) υπό την ηγεσία του Νίκολσον, η Τότεναμ έγινε η πρώτη αγγλική ομάδα που έκανε εγχώριο νταμπλ (πρωτάθλημα και FA Cup) στον 20ό αιώνα. Συνολικά, τα «Σπιρούνια» σημείωσαν τον απίστευτο αριθμό των 115 γκολ σε 42 αναμετρήσεις. Την επόμενη σεζόν, κέρδισαν ξανά το FA Cup. Όμως, ήταν το 1962/63 όταν ο Νίκολσον θα έγραφε εκ νέου το όνομά του, μαζί με της Τότεναμ στην Ιστορία: η ομάδα έγινε η πρώτη αγγλική που κατέκτησε «μεγάλο» ευρωπαϊκό τρόπαιο, επικρατώντας της Ατλέτικο Μαδρίτης με 5-1 στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων.
Ακόμα και στην αναπόφευκτη καθοδική πορεία που ακολούθησε, η Τότεναμ με τον ομώνυμο «Κύριο» στο τιμόνι, συνέχισε να κατακτά τίτλους, όπως το FA Cup το 1967, το Λιγκ Καπ το 1972 και ξανά το 1973, αλλά και το Κύπελλο UEFA την σεζόν 1971/72. Όμως, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, συνέτρεχαν και διάφοροι άλλοι λόγοι για τους οποίους ο Νίκολσον άρχισε να απομαγεύεται ως προς το ποδόσφαιρο της εποχής του. Όντας αθεράπευτα ρομαντικός, ο «Κύριος Τότεναμ» απογοητευόταν από φαινόμενα, όπως οι εξωφρενικοί μισθοί των ποδοσφαιριστών και ο χουλιγκανισμός.
Δυστυχώς, το διαζύγιο ήταν μονόδρομος και το 1974 δεν ήρθε με τους καλύτερους όρους, αφού ο πρώτος είχε έρθει σε επαφή με τον Ντάνι Μπλανσφλάουερ, τον οποίο προόριζε για αντικαταστάτη του, εν αγνοία του τότε προέδρου Σίντνεϊ Γουέιλ, με αποτέλεσμα να μην του ανατεθεί, όπως προβλεπόταν, ο ρόλος του συμβούλου, ενώ η ομάδα δεν διοργάνωσε ούτε αγώνα ως φόρο τιμής στον άνθρωπο που της χάρισε τόσες ένδοξες μέρες. Παρ’ όλα αυτά, ο Νίκολσον επέστρεψε στο Γουάιτ Χαρτ Λέιν σε συμβουλευτικό ρόλο το 1976, όπου και παρέμεινε έως το 1991, όταν και του απονεμήθηκε ο τίτλος του Προέδρου του Συλλόγου.
Το 1995, ένας δρόμος που οδηγούσε στο ιστορικό στάδιο ονομάστηκε Οδός Μπιλ Νίκολσον, ενώ στην αυγή του νέου αιώνα, στις 8 Αυγούστου του 2001, η Τότεναμ διοργάνωσε επιτέλους έναν αγώνα-φόρο τιμής στον θρυλικό παλαίμαχο παίκτη και πρώην προπονητή της. Οι οπαδοί του συλλόγου διεκδικούσαν για χρόνια να απονεμηθεί στον Νίκολσον ο τίτλος του ιππότη, αν και αυτό τελικά δεν έγινε πραγματικότητα, με τον θάνατο να τον «προλαβαίνει» στις 23 Οκτωβρίου 2004, σε ηλικία 85 ετών.
Ο Μπιλ Νίκολσον ήταν ένας λαϊκός τύπος από το Γιορκσάιρ, απέχοντας πολύ από το να είναι μεγάλος ρήτορας, όπως ο πιο «διανοούμενος» Μπλανσφλάουερ. Ωστόσο, μία από τις πιο γνωστές του φράσεις είναι πως, «Κάθε παίκτης που έρχεται στην Τότεναμ, είτε πρόκειται για μεγάλη μεταγραφή είτε για έναν απλό φροντιστή γηπέδου, πρέπει να αφοσιώνεται στο παιχνίδι και στην ομάδα. Πρέπει να μην ικανοποιείται ποτέ με την τελευταία του εμφάνιση και πρέπει να μισεί να χάνει». Αυτή είναι η ιστορία του αγοριού από το Σκάρμπορο που έφτασε να κατακτήσει (σχεδόν) τα πάντα ως παίκτης και προπονητής της ομάδας που αγάπησε από παιδί. Αυτός ήταν ο ταλαντούχος «Κύριος Τότεναμ».