Πάνε δέκα χρόνια από τη σχεδόν καλύτερη χρονιά στην ιστορία της Φίτεσε, όταν έφτασε κοντά στον τίτλο, έχοντας εφτά δανεικούς από την Τσέλσι.
Φεβρουάριος, 2000. Στο γραφικό Άρνεμ, κοντά στα Ολλανδο-γερμανικά σύνορα, η αναγεννημένη Φίτεσε της τελευταίας 15ετίας ξεκινά να ζει έναν εφιάλτη. Ο αναμορφωτής του συλλόγου, Ολλανδός επιχειρηματίας, Κάρελ Άαλμπερς οδηγείται στην παραίτηση, μετά την απειλή της… κυβερνητικής εταιρίας-χορηγού, Nuon, που αδυνατεί να δικαιολογήσει τις σπατάλες και οικονομικές ατασθαλίες, που αναγκάζεται να κάνει λόγω της σχέσης της με την ομάδα.
Η Φίτεσε υπό τον Άλμπερς αγοράζει και πουλά ακριβά, έχοντας αναδείξει κυρίως επιθετικούς όπως οι Ρόι Μακάι, Πιερ φαν Χόιντονκ και φυσικά ο δικός μας Νίκος Μαχλάς. Παράλληλα λίγο πριν «κλείσει» ο περασμένος αιώνας ολοκληρώνεται η ανέγερση του υπερσύγχρονου Γέλρεντομ, που στα πρότυπα του Γκεζελκίρχεν της Σάλκε, έχει αναδιπλούμενο αγωνιστικό χώρο, κλιματισμό και πτυσσόμενη οροφή. Ωστόσο αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια και η ακατάσχετη οικονομική δραστηριότητα δημιουργούν αρνητικό πρόσημο στα ταμεία του συλλόγου, που μέχρι το 2010 ταλανίζεται από οικονομικές κρίσεις και φτάνει κοντά στην πτώχευση.
Λίγο πριν χαθεί κάθε ελπίδα εμφανίζεται ένας σωτήρας, ο Γεωργιανός επιχειρηματίας Μέραμπ Τζορντάνια, που αγοράζει τη Φίτεσε, μηδενίζει τα χρέη της και γίνεται ο πρώτος ξένος ιδιοκτήτης ομάδας στην ιστορία του εγχώριου πρωταθλήματος. Το παρελθόν του βέβαια ξενίζει στους φιλήσυχους Ολλανδούς. Ο Τζορντάνια μετά από μία αδιάφορη ποδοσφαιρική καριέρα, έχει φτάσει να διατελέσει πρόεδρος της ομοσπονδίας της χώρας του και προσωρινός προπονητής (!) της εθνικής Γεωργίας, όντας για περίπου εφτά χρόνια εξαφανισμένος από τον ποδοσφαιρικό χάρτη.
Μάλιστα ένα δημοσίευμα της Guardian, τον τοποθετεί σε αυτό το διάστημα μεταξύ Μόσχας και Λονδίνου, αποδεικνύοντας (;) την άμεση σχέση του με τον Ρώσο ολιγάρχη, ιδιοκτήτη της Τσέλσι, Ρόμαν Αμπράμοβιτς. Η φήμη αυτή δεν αργεί να γίνει άτυπη βεβαιότητα, αφού σύντομα η Φίτεσε αρχίσει να δανείζεται αφειδώς παίκτες από τους «Μπλε», αλλά και γενικότερα από την αγγλική αγορά, λειτουργώντας κάτι ως εκολλαπτήριο νεαρών αστέρων. Η ομάδα αναγεννάται σε χρόνο-μηδέν, «εκτοξεύει» παίκτες όπως οι Νεμάνια Μάτιτς, Βίλφριντ Μπόνι, Ντάβι Πρέπερ και Γκούραμ Κάσια και βγαίνει στην Ευρώπη ξανά μετά από δέκα χρόνια!
Ο οικονομικός «πέλεκυς» όμως κάνει και πάλι την εμφάνισή του, αφού οι τακτικές του Γεωργιανού ιδιοκτήτη και προέδρου δεν είναι και πεντακάθαρες, κάτι που τελικά τον αναγκάζει να πουλήσει τις μετοχές του στον παντελώς άγνωστο Ρώσο επενδυτή, Αλεξάντερ Τσιριγίνσκι. Ο νέος ιδιοκτήτης βάζει τα απαραίτητα κεφάλαια, όμως απέχει επειδικτικά από τη διοίκηση του συλλόγου, που περνά σε ολλανδικά χέρια. Όλα αυτά μάλιστα συμβαίνουν σε μία αξιοσημείωτη, από κάθε άποψη, σεζόν, όταν στο ρόστερ του συλλόγου βρίσκονται ούτε λίγο ούτε πολύ εφτά δανεικοί από την Τσέλσι!
Πάμε πίσω λοιπόν στο καλοκαίρι του 2013, όταν η Φίτεσε ανακοινώνει την πρόσληψη του νυν τεχνικού της Αϊντχόφεν, Πίτερ Μπος, στην πρώτη του «μεγάλη» δουλειά. Λίγο καιρό μετά τον ερχομό του, και με τον σύλλογο στα προκριματικά του Γιουρόπα Λιγκ, η διοίκηση προχωρά σε δύο πανάκριβες με τα τότε δεδομένα πωλήσεις, αυτή του Μπόνι στη Σουόνσι (12 εκ. λίρες) και του Μάρκο φαν Χίνκελ στην Τσέλσι (8 εκ. λίρες). Την ίδια στιγμή δεν ξοδεύει ούτε δεκάρα, καθώς πέρα από δύο ρολίστες ελεύθερους, ενισχύεται με εφτά δανεικούς, ενώ άλλοι δύο θα καταφθάσουν τον χειμώνα.
Η κατάσταση προφανώς μοιάζει ανησυχητική, με τον αποκλεισμό στην Ευρώπη από την ανίσχυρη Πετρολούλ να ενισχύει τον προβληματισμό των φιλάθλων. Μέχρι τον Οκτώβριο η Φίτεσε κινείται στην μετριότητα, όμως τότε ξαφνικά κάτι μαγικό συμβαίνει. Τα άστρα των αμέτρητων ταλαντούχων παικτών στο ρόστερ ευθυγραμμίζονται και η ομάδα μένει για δώδεκα αγώνες αήττητη, διάστημα στο οποίο σημειώνει οκτώ νίκες, ταπεινώνει την Αϊντχόφεν εκτός έδρας με 2-6 (!) και στρέφει πάνω της τα βλέμματα της ποδοσφαιρικής Ευρώπης, προελαύνοντας στην κορυφή της Ερεντιβίζιε.
Όλη αυτή η προσοχή έχει ως αποτέλεσμα το σύνολο του Μπος να περάσει από το «μικροσκόπιο» και σύντομα αναδεικνύεται κάτι φοβερό: η μισή Φίτεσε αποτελείται από παίκτες της Τσέλσι. Συγκεκριμένα στο ρόστερ της τότε αγωνίζονται οι Γκαέλ Κακουτά, Πάτρικ φαν Άανχολτ, Κριστιάν Κουέβας, Λούκας Πιαζόν, Κριστιάν Ατσού, Σαμ Χάτσινσον και Μπερτράν Τραορέ. Μάλιστα ο Βραζιλιάνος επιθετικός είναι πρώτος σε γκολ και ασίστ, ενώ τουλάχιστον τρεις ακόμα από τους παραπάνω, μπορούν να θεωρηθούν βασικοί.
Στα 122 χρόνια ζωής του συλλόγου ως τότε, δεν είχε τερματίσει ποτέ ψηλότερα από την 3η θέση και ποτέ δεν είχε φτάσει να διεκδικεί ενεργά το πρωτάθλημα στο δεύτερο μισό του. Η αναμενόμενη κάμψη ήρθε, όμως μέχρι τα μέσα Μαρτίου η Φίτεσε επανήλθε στις καλές εμφανίσεις και μόλις εφτά αγωνιστικές πριν το φινάλε, η ομάδα βρισκόταν 2η σε απόσταση βολής από τον πρωτοπόρο Άγιαξ. Με τις απαιτήσεις ξαφνικά να φτάνουν σε υπερβολικό βαθμό, οι νεαροί παίκτες του Μπος κατέρρευσαν – δεν κέρδισαν άλλο παιχνίδι στη σεζόν, «γκρεμίστηκαν» στην 6η θέση κι έχασαν και δύο φορές στη διπλή αναμέτρηση με την Χρόνινχεν στα πλέι-οφ για την ευρωπαϊκή έξοδο.
Όπως φαντάζεστε η απογοήτευση κατέκλυσε το φίλαθλο κοινό, η χρονιά κατέληξε σε φιάσκο και η Φίτεσε δεν κατάφερε ποτέ ξανά ούτε καν να «αγγίξει» μια αντίστοιχη πορεία πρωταθλητισμού. Φυσικά δεν σταμάτησε να δανείζεται από την Τσέλσι, αν και ποτέ δεν έφτασε κοντά σ’ αυτόν τον αριθμό-ρεκόρ, με μερικούς αστέρες του σήμερα, όπως οι Μέισον Μάουντ, Ντομινίκ Σολάνκε και Αρμάντο Μπρόγια να κάνουν το δρομολόγιο Λονδίνο-Άρνεμ και να «λάμπουν» στην Ερεντιβίζιε πριν πράξουν το ίδιο στη μεγάλη σκηνή της Πρέμιερ Λιγκ.
Η παραπάνω «τακτική» σταμάτησε πρόσφατα, τη σεζόν 2021/22, σε μία προσπάθεια των Ολλανδών να «καθαρίσει» το όνομά της, μετά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία εκείνον τον Φεβρουάριο, που ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Ένωση να κάνει «φύλλο και φτερό» τα οικονομικά των Ρώσων ολιγαρχών. Αυτή φαίνεται να ήταν και η αρχή του -σύγχρονου- τέλους της Φίτεσε, που πίσω το 2016 είχε περάσει από τον έναν Ρώσο στον άλλον, με τον Τσιριγίνσκι να πουλά στον Βαλερί Όιφ.
Πια και οι τρεις διάδοχοι του Άαλμπερς θεωρούνται κάτι σαν «πιόνια» του Αμπράμοβιτς, χωρίς να έχουν πραγματικό ενδιαφέρον για την ομάδα, ή το ποδόσφαιρο γενικότερα. Τη φετινή χρονιά ο σύλλογος έμοιαζε δεδομένο πως θα υποβιβαστεί, έχοντας μόλις 17 βαθμούς μετά από 30 αγωνιστικές. Ωστόσο το αρμόδιο όργανο της Ερεντιβίζιε ήρθε να της επιβάλλει ποινή-ρεκόρ και αφαίρεση 18 βαθμών, αφήνοντάς την στο -1, λόγω της αδιαφανούς της σχέσης με τον πρώην ιδιοκτήτη της Τσέλσι και πρωτοφανούς παραβίασης των κανόνων αδειοδότησης. Η Φίτεσε πια πρέπει να βρει τον δρόμο της μόνη…