Πόσα μπορούμε να μάθουμε από τις πρόσφατες επιτυχίες των ελληνικών συλλόγων και γιατί σαν φίλαθλοι δεν θα καταλάβουμε ποτέ τα πραγματικά μεγέθη των αθλητικών άθλων;
Το μπερδεμένο ελληνικό μυαλό, επαναπαυμένο στις δάφνες μίας ένδοξης εθνικής ιστορίας, έχει την τάση να υπερεκτιμά το παρελθόν και τις δυνατότητες του ελληνικού «μεγαλείου» και ταυτόχρονα να υποτιμά το παρόν και να αδιαφορεί για το μέλλον, λες κι αυτό δεν επηρεάζεται απ’ όσα συνέβησαν, απ’ όσα συμβαίνουν. Σε αυτά τα εκ γενετής μας ελαττώματα έρχονται να προστεθούν δύο ακόμα προβλήματα.
Το πρώτο είναι η αδυναμία του ανθρώπινου μυαλού, στο σύνολό της ανθρωπότητας, να καταλάβει τους μεγάλους αριθμούς, να αντιληφθεί πλήρως τη διαφορά των 102 εκατομμυρίων με τα 655 εκατομμύρια, των 52 με τα 411, των 134 με τα 1,8 δις (πίστεψε με οι αριθμοί είναι πολύ συγκεκριμένοι). Αυτό το εμποδίζει να κατανοήσει πως όσο εξελίσσεται η οικονομία, μέσα κι έξω απ’ το ποδόσφαιρο, τόσο μεγαλώνουν και τα μεγέθη, σχεδόν καθολικά εις βάρος των αδυνάτων. Δεν είναι τυχαία η «ανακάλυψη» των τελευταίων ημερών πως καμία ομάδα, εκτός των τεσσάρων ισχυρότερων οικονομικά και ποδοσφαιρικά χωρών, κυρίως οικονομικά, δεν έχει κατακτήσει ευρωπαϊκό τίτλο από το 2011 (η Πόρτο) και μετά.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι -πολύ απλά- ο τζόγος. Όχι αυτός καθαυτός, δηλαδή ότι ο μέσος Έλληνας έπαιξε περί τα 3.000 ευρώ μέσα στο 2023 ή ότι η χώρα μας πρωτοστατεί στα Βαλκάνια στον εν λόγω τομέα, με ποσά σχεδόν διπλάσια από την επόμενη. Το πρόβλημα είναι το «σύνδρομο» που δημιουργεί ο τζόγος, τη σκέψη δηλαδή πως όλα κινούνται γύρω απ’ αυτόν, με το πολύ βολικό συμπέρασμα πως όλα είναι… στημένα. Και λέω βολικό γιατί δεν χρειάζεται να αναλυθεί, να ερευνηθεί τί χρειάζεται μία αθλητική υπέρβαση, τί θυσίες απαιτεί, πόσο επηρεάζει την ψυχολογία, την καθημερινή ζωή, την κοινωνική πίεση των εμπλεκομένων. Για τον τζογαδόρο είναι σαφώς ευκολότερο να εξηγούνται όλα έτσι από το να γίνει φίλαθλος, όχι οπαδός, και να ασχοληθεί σοβαρά με το ποδόσφαιρο, με όλα όσα συμπεριλαμβάνει στο σύνολό του ο επαγγελματικός αθλητισμός.
Πριν μερικά χρόνια κάποιος με κοίταξε σοβαρά, ολίγον συνωμοτικά, και μου είπε: «Έλα μωρέ το ξέρεις, το Euro 2004 που πήρε η Ελλάδα το είχαν στήσει. Στην τάδε χώρα, στο τάδε χρονικό σημείο παίχτηκαν ανεξήγητα μεγάλα ποσά και ξέφυγε ο έλεγχος από τους μπουκς. Βγήκανε τρελά λεφτά». Αντίστοιχα πιο πρόσφατα κάπου διάβασα πως η Λέστερ το 2016 ήταν στημένο να πάρει το πρωτάθλημα, γιατί πώς αλλιώς θα κατέρρεαν ταυτόχρονα όλοι οι «μεγάλοι», πώς θα έβαζε 24 γκολ ο Βάρντι, πως θα γίνονταν παίκτες σε μια μέρα, ή για μία μέρα, οι Χουτ, Οκαζάκι και Ντρινκγουότερ. Μάλιστα η θεωρία έλεγε πως με αυτήν την επιτυχία «πλούτισαν» σύλλογοι όπως η Μάντσεστερ Σίτι, η Λίβερπουλ, η Άρσεναλ και η Τότεναμ για να χτίσουν τις… επιχειρήσεις τους, όχι απαραίτητα τις ομάδες τους. Ένας απλός μαθηματικός υπολογισμός θα απεδείκνυε πως αυτό είναι αδύνατον, προφανώς σε αυτήν την κλίμακα, γιατί στημένα και υπήρχαν και θα υπάρχουν.
Βρισκόμαστε σε μία εποχή που οι ποδοσφαιριστές, οι προπονητές, ακόμα και οι διαιτητές του υψηλότερου επιπέδου είναι πολυεκατομμυριούχοι, που τα οικονομικά μεγέθη αυξάνονται με εκθετικό βαθμό και η διαδικασία του μαζικού χρηματισμού, ακόμα κι αν εκμηδενίσουμε τον παράγοντα «ηθική», έπειτα κι από την εισαγωγή του VAR κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση είναι. Είναι γνωστό όμως πως ο το είδος μας λατρεύει τα μοτίβα, τις συγκρίσεις.
Τα παραδείγματα της Λέστερ και της Εθνικής μας κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, αφού μοιάζουν να δημιουργούν μία διαχρονική πια κόντρα για το ποιά από τις δύο κατάφερε τον μεγαλύτερο άθλο. Με στοιχηματικούς όρους δεν υπάρχει καν σύγκριση, αφού πριν την πρεμιέρα της Πρέμιερ Λιγκ οι «Αλεπούδες» είχαν την απίστευτη απόδοση 5001 (!) να την κατακτήσουν σε αντίθεση με το 151, στο οποίο καθόταν η Ελλάδα με την κλήρωση των ομίλων του Euro 2004. Σε ένα αντίστοιχο λογικό τέλμα θα φτάσουν όσοι προσπαθούν να συγκρίνουν κατακτήσεις στο σήμερα με πορείες ή τελικούς 50 χρόνια πριν. Σε αυτό το κείμενο δεν θα γίνουν ευθείς αναφορές σε ελληνικούς συλλόγους, όμως μπορούμε, υποκειμενικά προφανώς, να εκφράσουμε τη δική μας γνώμη.
Το μακρινο 1312 ο Μάνσα Μούσα αυτοανακηρύχθηκε ως Αυτοκράτορας (mansa) του Σύμπαντος, εγκαθιδρύοντας ως πρώτη δύναμη στην Αφρική την Αυτοκρατορία του Μάλι, στηριζόμενη στο μοναδικό αλάτι της περιοχής, το χρυσό, το ελεφαντόδοντο και φυσικά τους σκλάβους. Οι ιστορικοί τη σήμερον ημέρα θεωρούν τον Αφρικανό δυνάστη ως τον πλουσιότερο άνθρωπο που υπήρξε ποτέ εν ζωή, υπολογίζοντας την περιουσία του σε σημερινή αξία στα 400 δισεκατομμύρια δολάρια. Το συγκεκριμένο ποσό είναι τρελό, ειδικά αν αναλογιστούμε πως το άθροισμα των σημερινών περιουσιών των Έλον Μασκ και Τζεφ Μπέζος υπολείπεται μερικά… δισεκατομμύρια. Είναι επί της ουσίας κάπως άτοπο να προσπαθούμε να βάλουμε ίδιο «παρονομαστή» σε μεγέθη ανόμοια, χρονικά και κοινωνικά.
Η Μάλμε και η Κλαμπ Μπριζ είναι οι μόνες ομάδες, εκτός Eλλάδας και των πέντε ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών, που έχουν πάει σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών ή Τσάμπιονς Λιγκ χωρίς να έχουν κατακτήσει ποτέ τον τίτλο – το έπραξαν σε δύο διαδοχικές σεζόν και συμπτωματικά μέσα στη δεκαετία του 1970. Ο μέσος οπαδός (δεν θα πω μόνο της χώρας μας) τις έχει αποκαλέσει, με αφορμή κάποια κλήρωση, «καφενεία», αουτσάιντερ, βατές στην καλύτερη των περιπτώσεων, όχι απαραίτητα γιατί δεν γνωρίζει ποδοσφαιρική ιστορία, αλλά γιατί έχει την τάση να τη χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον του.
Η αγάπη προς την κάθε ομάδα δεν γίνεται με λογικά επιχειρήματα, συνήθως μάλιστα εδραιώνεται μέσα μας σε μία ηλικία που η λογική συχνά ηττάται από το ένστικτο. Ίσως σε ένα απομονωμένο περιβάλλον, στο οποίο θα μεγαλώναμε μόνοι μας, χωρίς ερεθίσματα από την οικογένεια ή τους φίλους μας να επιλέγαμε αλλιώς ομάδα, να ήμασταν όλοι Μάντσεστερ Σίτι ή Ρεάλ Μαδρίτης, ή τις αντίστοιχες εκδόσεις τους την εποχή που γεννηθήκαμε. Από τη στιγμή που αυτό δεν συμβαίνει, προσπαθούμε να αναδείξουμε κάθε αθλητικό κατόρθωμα ως αυτο-επιβεβαίωση για τη «σωστή» επιλογή μας, έστω κι αν στην ουσία δεν επιλέξαμε ποτέ.
Η Ελλάδα τις τελευταίες μέρες ζει μια πρωτόγνωρη, σχεδόν χωρίς προηγούμενο, αθλητική ανάταση κι όμως άπαντες στα social media ή ακόμα και στις «αντικειμενικές» ιστοσελίδες επιδίδονται σε μία ζωώδη σύγκριση τάχα μου στην αναζήτηση της οριστικής αλήθειας, αυτής που δεν θα επιδέχεται αμφισβήτησης – να σκάσουν επιτέλους οι αντίπαλοι, να πανηγυρίσουν επιτέλους οι δικοί μας. Κι όμως αν πάρουμε τα παραδείγματα των Μάλμε και Κλαμπ Μπριζ θα δούμε πως η ιστορία δείχνει έναν άλλον δρόμο, που εμείς τη δεδομένη στιγμή όχι μόνο αγνοούμε, όπως με μαθηματική ακρίβεια κάναμε και πριν 50 χρόνια, αλλά και τολμάμε να λοιδορούμε.
Η Γκέτεμποργκ, μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια από την παρουσία της Μάλμε στον τελικό, κατάφερε να κατακτήσει δύο φορές το Κύπελλο UEFA, ενώ το Βέλγιο τα πήγε ακόμα καλύτερα αφού μέσα σε μία δεκαετία σε Κύπελλο Κυπελλούχων και Κύπελλο UEFA πανηγύρισε τρεις κατακτήσεις και δύο παρουσίες σε τελικούς, με τις Άντερλεχτ, Μέχελεν και Σταντάρ Λιέγης. Δεν μπορεί να σε υποχρεώσει κανείς να χαίρεσαι με τις επιτυχίες του αντιπάλου, έστω κι αν αντιπροσωπεύουν περισσότερο την Ελλάδα μέσα στα «σαγόνια» μίας αδηφάγας ποδοσφαιρικά και οικονομικά Ευρώπης παρά την ίδια την ομάδα. Μπορεί όμως να σε κάνει να δεις παραπέρα από το «χωράφι» του γείτονα και να στοχεύσεις σε νέα κατορθώματα, να πεις με αυτοπεποίθηση, «αφού γίνεται».
Μην γελιέστε η Εθνική μας κατέκτησε το Euro 2004, σε μία πορεία που δεν τολμούσαμε ούτε να ονειρευτούμε. Ε και; Μέσα στα επόμενα 20 χρόνια την είδαμε να χάνει από τα Νησιά Φερόε, να μην πλησιάζει καν τα μεγάλα τουρνουά, να διασύρεται, να την αποκαλούμε «Εθνική Μυκόνου» και να βγάζουμε «ταβερνιάρη» κάθε προπονητή, που έχει την ατυχία να την αναλάβει. Οι επιτυχίες σε αυτόν τον ποδοσφαιρικό ορυμαγδό, που φορτώνει την κάθε σεζόν, είναι απροσδόκητα εφήμερες, άδικα αν θέλετε. Ας τις χαρούμε με την ψυχή μας, ας μάθουμε κάτι από αυτές κόντρα στην ελληνική λογική, κι ας αφήσουμε τις συζητήσεις περί συγκρίσεων, στημένων και ποδοσφαιρικών υπερβάσεων να τις κάνει η ίδια η ιστορία…