Στα 19 του χρόνια έπαιξε στην Πρέμιερ Λιγκ, πέτυχε στην καριέρα του σχεδόν 400 γκολ και πήρε περισσότερες λάθος αποφάσεις απ’ όσες θυμάται. Ο Τζέιμι Κιούρτον δεν ήθελε να σκέφτεται, απλά να σκοράρει.
Η πορεία του θα μπορούσε να είναι τελείως διαφορετική αν στα 14 του χρόνια είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Παρόλο που τελικώς δεν το έκανε, το όνομα του 49χρονου (γεννηθείς στα τέλη Αυγούστου του 1975), σήμερα, παλαίμαχου επιθετικού κατέχει μια θέση στην ιστορία ως ο μοναδικός άνθρωπος που έχει σκοράρει στις οκτώ (!) πρώτες βαθμίδες της αγγλικής ποδοσφαιρικής πυραμίδας, που τέτοια εποχή πέρυσι (2023) ήταν ακόμα ενεργός. «Θέλω να παίζω για πάντα. Δεν έχω κάτι άλλο να κάνω. Όλη μου η ζωή είναι το ποδόσφαιρο, από τότε που άρχισα να περπατάω», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο, περί ου ο λόγος, Τζέιμι Κιούρτον!
Στις 10 Δεκεμβρίου του σωτήριου έτους 1994, στο Κάροου Ρόουντ της Νόριτς, ένα 19χρονο παιδί μπαίνει αλλαγή στο 87ο λεπτό μιας διαφαινόμενης νίκης των «Καναρινιών» επί της Τσέλσι με 2-0. Μόλις 13 δευτερόλεπτα αργότερα θα σκοράρει το πρώτο επίσημο γκολ της καριέρας του, δίνοντας διαστάσεις θριάμβου στην επικράτηση και παράλληλα θα σηματοδοτήσει το ξεκίνημα μιας καριέρας γεμάτης γκολ. Το ντεμπούτο του είχε γίνει έναν μήνα νωρίτερα σε ένα στείρο, εντός έδρας, 0-0 με την Έβερτον. Ο Κιούρτον συστήνεται με τον καλύτερο τρόπο στο αγγλικό ποδόσφαιρο ως προϊόν των ακαδημιών της Νόριτς, ωστόσο η ιστορία του ξεκινάει πέντε χρόνια νωρίτερα.
Από πολύ μικρή ηλικία ο Τζέιμι ξεχώριζε σαν την μύγα μες στο γάλα, κάτι που το μαρτυρούν και τα 82 γκολ σε 90 συμμετοχές στις μικρές ηλικιακές ομάδες των «Καναρινιών», στις οποίες είναι και ρέκορντμαν σκοραρίσματος. Όπως είναι φυσιολογικό, πολλές ομάδες θέλησαν να τον εντάξουν στο δυναμικό τους, καλώντας τον σε δοκιμαστικά, ώστε να πεισθούν πλήρως για τις δυνατότητες του. Μια από αυτές ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον! Ο νεαρός φορ βρέθηκε να προπονείται με την περίφημη «Γενιά του ’92» των Ράιαν Γκιγκς, Νίκι Μπατ, Ντέιβιντ Μπέκαμ, Γκάρι και Φιλ Νέβιλ και Πολ Σκόουλς, οι οποίοι τότε, βρίσκονταν στην εφηβεία και ούτε που φαντάζονταν τί τους περίμενε στο εγγύς μέλλον.
Την εξέλιξη της ιστορίας την διηγήθηκε ο ίδιος ο Κιούρτον σε συνέντευξη του αρκετά χρόνια αργότερα: «Ήμουν 14 ετών, μια ηλικία που δεν γνωρίζεις και τόσα πολλά, ούτε είσαι απόλυτα σωστός στις αποφάσεις σου. Αυτό που θυμάμαι είναι πως όταν αρνήθηκα την πρόταση για να μονιμοποιηθώ στην ακαδημία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ο Φέργκιουσον πήρε τηλέφωνο στο σπίτι μας! Ο πατέρας μου απάντησε και τότε σκέφτηκα, “ο μπαμπάς μόλις είπε ότι δεν θέλω να υπογράψω”. Πήγαινα ακόμα σχολείο και αισθανόμουν πολύ άνετα στη Νόριτς, οπότε έμεινα εκεί. Ήμουν οπαδός της Γιουνάιτεντ, δεν ξέρω γιατί δεν δέχθηκα, ίσως ήμουν αγχωμένος. Ενδεχομένως η ζωή μου να ήταν τελείως διαφορετική τώρα. Σε μια εκδήλωση εννέα χρόνια αργότερα, βρέθηκα με τον Σερ Άλεξ. Ήρθε και μου είπε, “έπρεπε να είχες υπογράψει”. Τότε ξαφνιάστηκα που με θυμόταν ακόμα και αμέσως σκέφτηκα, “μακάρι να είχα υπογράψει”».
Ατίθασος από μικρός, «κακό παιδί» και αλαζόνας. Όπως έχει πει και ο ίδιος δεν ήταν συγκεντρωμένος στο ποδόσφαιρο όταν ήταν μικρός. Πολλές φορές πήγαινε στην προπόνηση με τα ρούχα που φορούσε στη νυχτερινή του έξοδό το προηγούμενο βράδυ. «Ήξερα πως ήμουν ένα άτακτο παιδί με ταλέντο. Ότι και να είχε γίνει, όσο και να είχα πιεί, ήξερα ότι θα πάω στην προπόνηση και θα κάνω σωστά την δουλειά». Η μεγαλύτερη τρέλα που έχει κάνει και για την οποία είναι ξακουστός, ήταν όταν εμφανίστηκε σε ένα ντέρμπι με την Ίπσουιτς με… πράσινο κεφάλι!
«Παίζαμε το τοπικό ντέρμπι και κάποιος αποφάσισε πως έπρεπε να έχουμε ξυρισμένα κεφάλια. Ο Ντάρεν Ίντι ήταν ωραίο παιδί και δεν ήθελε να κόψει τα μαλλιά του, οπότε πρότεινε να τα βάψουμε πράσινα. Πήραμε σπρέι από ένα μαγαζί, αλλά την τελευταία στιγμή εκείνος δίστασε. Τότε, κλασσικά, είπα πως θα το κάνω εγώ. Το ψεκάσαμε στα αποδυτήρια, αλλά δεν είχα αρκετό χρόνο για να το στεγνώσω. Βγήκα έξω, δεν το σκέφτηκα καθόλου, αλλά οι οπαδοί έκαναν σαν τρελοί. Το πράσινο μάλιστα, έφευγε λίγο λίγο και έτρεχε στα μάτια μου επειδή είχα ιδρώσει. Έπαιξα, σκόραρα, αλλά όλοι θυμούνται το πράσινο μαλλί», είχε πει για αυτή την απίστευτη ιστορία.
Η Νόριτς, παρά το καλό του ξεκίνημα, θα τον δανείσει μετά τον υποβιβασμό της στην Τσάμπιονσιπ, στην Μπόρνμουθ, αλλά και στην ομάδα της γενέτειρας του Μπρίστολ Ρόβερς (ομάδες της League One αμφότερες). Η δεύτερη στο τέλος της σεζόν θα ενεργοποιήσει την οψιόν αγοράς του και θα τον αποκτήσει. Οι εμφανίσεις του, αλλά και η σχεδόν μόνιμη παρουσία στην λίστα των κορυφαίων σκόρερ θα τον ξαναφέρουν στην επιφάνεια, με φήμες για ενδιαφέρον των Τότεναμ, Λέστερ, Άστον Βίλα και Γουέστ Μπρομ. Το καλοκαίρι του 2000 η Ρέντινγκ (επίσης της League One) ανακοινώνει την μεταγραφή του έναντι 250.000 λιρών. Στην τριετία που θα μείνει εκεί θα κερδίσει την άνοδο στην Τσάμπιονσιπ, συνεχίζοντας να σκοράρει ακατάπαυστα, ενώ έφτασε κοντά και σε έναν ακόμα προβιβασμό, αυτήν την φορά στην Πρέμιερ Λιγκ.
Η λήψη σημαντικών αποφάσεων σε κομβικά σημεία της καριέρας του δεν αποτέλεσε ποτέ προτέρημα του, όπως είδαμε και παραπάνω. Αυτή η άποψη ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο το καλοκαίρι του 2003, όταν και αποφασίζει να υπογράψει 18μηνο συμβόλαιο με τους Μπουσάν Άικονς της Νότιας Κορέας! «Στο τραπέζι έπεσαν προτάσεις από αγγλικές ομάδες, αλλά και από Νότια Κορέα και Αμερική. Ταξίδεψα και στα δυο μέρη για να κάνω προπόνηση. Η αλήθεια είναι πως εντυπωσιάστηκα από τις τρομερές εγκαταστάσεις της ασιατικής ομάδας. Μόλις είχα χωρίσει με την γυναίκα μου και είχαμε δυο παιδιά. Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Είπα απλά “ας φύγω” και υπέγραψα εκεί». Μετέπειτα χαρακτήρισε αυτήν του την απόφαση ως «άλλο ένα μεγάλο λάθος, κυρίως λόγω timing».
Τέσσερις μήνες αργότερα θα μείνει ελεύθερος, με την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς να τον εντάσσει στο δυναμικό της. Ακολούθησε η Σουίντον το 2005 όπου δεν κατάφερε να «πιάσει», με αποτέλεσμα να δοθεί δανεικός στην Κόλτσεστερ, ομάδα ίδιας κατηγορίας. Εκεί ξαναβρίσκει τον «φονικό» εαυτό του και παραμένει στην ομάδα, εκμεταλλευόμενος τους αντίθετους βίους των δύο προηγούμενων του σωματείων (η Σουίντον υποβιβάστηκε, ενώ η Κόλτσεστερ ανέβηκε ως δευτεραθλήτρια στην Τσάμπιονσιπ).
Η ανοδική πορεία της καριέρας του είναι οφθαλμοφανής, καθώς στα 30 του χρόνια θα αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της Τσάμπιονσιπ για την σεζόν 2006/07 με 23 τέρματα, όμως θα θελήσει να φύγει από την Κόλτσεστερ διότι, όπως δήλωσε, δεν είχαν τις ίδιες φιλοδοξίες. Η επόμενη κάρτα που θα τραβήξει ο Κιούρτον του λέει να γυρίσει πίσω στην… αφετηρία. Η Νόριτς θα ανοίξει ξανά την αγκαλιά της για να τον καλωσορίσει, όμως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά από την προηγούμενη φορά. Τα «Καναρίνια» χαροπαλεύουν για την παραμονή στην Τσάμπιονσιπ, κάτι που επιτυγχάνεται την πρώτη του σεζόν εκεί χάρη στην αμέριστη προσφορά του, αλλά δεν έχουν την ίδια τύχη και την επόμενη. Ο Κιούρτον δεν χαίρει της εμπιστοσύνης, τόσο του Γκλεν Ρέντερ, όσο και του Πολ Λάμπερτ και δίνεται για μια ακόμη φορά δανεικός σε Μπάρνσλεϊ και Σριούσμπερι. Στη δεύτερη είναι και η πρώτη φορά που στην τελευταία βαθμίδα της Φούτμπολ Λιγκ.
Η περιπλάνηση του στα χαμηλά στρώματα των επαγγελματικών κατηγοριών θα συνεχιστεί με αμείωτο ρυθμό, όπως επίσης και η συχνότητα που βρίσκει δίχτυα. Οι Έξετερ, Λέιτον Όριεντ και Τσέλτεναμ μπαίνουν γοργά στη λίστα του, πριν υπογράψει στην 14η ομάδα της καριέρας του, την Ντάγκ εντ Ρέντ το 2014 σε ηλικία 39 ετών. Καταφέρνει να βγει δεύτερος σκόρερ της κατηγορίας την σεζόν 2014/15, ενώ η επόμενη χρονιά που βρίσκει τον σύλλογο της πρωτεύουσας να υποβιβάζεται, ήταν και η ακροτελεύτια του στις επαγγελματικές κατηγορίες.
Τότε είναι που ο Κιούρτον γνωρίζει τον κόσμο της non-league. Μέσα σε δυο σεζόν θα κάνει τρία (!) περάσματα από τη Φάρνμπορο της 7ης (και 8ης) κατηγορίας, ανεβαίνοντας λίγο επίπεδο για χάρη των Ίστλιχ και Σεντ Άλμπανς. Η 12η Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν ίσως η πιο σημαντική ημερομηνία της ποδοσφαιρικής του καριέρας. Στο 16ο λεπτό της εκτός έδρας αναμέτρησης με την Γκόσπορτ Μπόρο, ο Κιούρτον σημειώνει το 0-3 για λογαριασμό της Φάρνμπορο – ένα γκολ που θα σημαδέψει την πορεία του βετεράνου φορ, αφού με αυτό, έγινε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί και σκοράρει και στις οκτώ πρώτες κατηγορίες του αγγλικού ποδοσφαίρου!
Λίγες ημέρες πριν είχε ανακοινωθεί η πρόσληψη του από τις ακαδημίες της Άρσεναλ, ως προπονητής των ομάδων Κ-15 και Κ-16 του συλλόγου. «Είναι μια δουλειά part-time. Θα εργάζομαι Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο στους αγώνες – όταν μπορώ και δεν αγωνίζομαι». Έναν χρόνο μετά δήλωσε: «Δεν είχα σκεφτεί ποτέ αυτόν τον δρόμο, όμως η Άρσεναλ μου έδωσε την ευκαιρία. Μετά από ένα χρόνο part-time πλέον δουλεύω Δευτέρα με Παρασκευή. Μαθαίνω πάρα πολλά πράγματα».
Η επόμενη επιλογή του ήταν παραδόξως σωστή, αφού υπέγραψε στην Μπίσοπς Στόρτφορντ, με την οποία ξεπέρασε τα 50 γκολ σε τρία χρόνια και την καθοδήγησε κι ως προπονητής. «Αν περάσουν τα χρόνια και δω πως δεν μπορώ να ανταπεξέλθω θα παίξω στα πρωταθλήματα των παμπ. Δεν θέλω να σταματήσω ποτέ να αγωνίζομαι. Πλέον έχω πάρει και το δίπλωμα UEFA B και θα δούμε που θα μας βγάλει. Θέλω να υπηρετήσω το ποδόσφαιρο, δεν ήμουν ποτέ καλός σε τίποτα άλλο. Στο σχολείο ήμουν κακός μαθητής, είχα μόνο αυτό στο μυαλό μου. Θέλω να του δώσω πίσω αυτά που μου έχει δώσει δουλεύοντας σε συλλόγους από κάποιο πόστο».
Όσον αφορά την ηλικία του και το πως τον βλέπουν φίλοι και αντίπαλοι έχει δηλώσει: «Κάποιοι συμπαίκτες με φωνάζουν “μπαμπά” ή “θείο”. Σε έναν καυγά πριν λίγα χρόνια στην έδρα της Καρλάιλ, κάποιος μου φώναξε “ακόμα δεν έχεις σταματήσει εσύ;” Τον ρώτησα πόσο χρονών είναι. Μου απάντησε “19” και τότε του ανταπάντησα “εγώ στα 19 μου έπαιζα στην Πρέμιερ Λιγκ, για σκέψου το λίγο”. Έχουν υπάρξει και καλά και άσχημα περιστατικά. Για παράδειγμα είχαμε πάει στην έδρα της Γιορκ και το γήπεδο με αποθέωσε με standing ovation».
Όπως είναι εύκολα αντιληπτό, κανείς και τίποτα δεν πρόκειται να τον πτοήσει. Μπορεί να μην έκανε την καριέρα που ήταν προορισμένος να κάνει, ωστόσο έζησε την κάθε μέρα στο ποδόσφαιρο σαν να είναι η τελευταία. Έχει παραδεχθεί άλλωστε, ότι αν, όταν ήταν μικρότερος πρόσεχε τον εαυτό του όπως τον προσέχει τώρα, όλα θα ήταν διαφορετικά. Από την Στόρτφορντ αποχώρησε το 2020 και μέχρι το τέλος της καριέρας του, είπε να κοσμήσει με την παρουσία του τις Ένφιλντ, Χόρντσερτς και Μέιλντον εντ Τίπτρι. Δεν τον ένοιαξαν ποτέ τα ρεκόρ, δεν τα μέτρησε, όμως για τη στατιστική «έγραψε» 29 σεζόν ως ποδοσφαιριστής, με 21 ομάδες, 1070 αγώνες και 389 τέρματα.
Για να είμαστε ειλικρινείς μάλλον ο Τζέιμι Κιούρτον δεν έκανε καριέρα ανάλογη του ταλέντου του. Πήρε τις λάθος αποφάσεις τις λάθος στιγμές και άφησε την καριέρα του να γίνει ανεμοδούρα. Γνωρίζοντας ωστόσο μόνο να παίζει ποδόσφαιρο, δεν σκέφτηκε ποτέ να το εγκαταλείψει, έπαιξε σχεδόν μέχρι τα 50 του χρόνια και έμεινε στην ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου ως ένας μοναδικός υπερ-σκόρερ…
Γράφει ο Πάνος Κομματέας