ποστέκογλου τότεναμ

Άγγελος Ποστέκογλου: Από την Παναχαϊκή, στην… Τότεναμ

Από τη Μελβούρνη και την… Πάτρα, ο Άγγελος Ποστέκογλου κατάφερε με σκληρή δουλειά να βρεθεί στην Τότεναμ και να γίνει ο πρώτος προπονητής ελληνικής καταγωγής στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ!

Ο Άγγελος Ποστέκογλου γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια της Αττικής το 1965. Το 1967, ο πατέρας του Δημήτρης (ή «Τζιμ», όπως τον ξέρουν στην Αυστραλία) έχασε την επιχείρησή του λόγω του πραξικοπήματος και της στρατιωτικής δικτατορίας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Το 1970, ο Δημήτρης και η σύζυγός του Βούλα φόρτωσαν δύο βαλίτσες και τα παιδιά τους, τον Άγγελο και τη Λιζ, κι έβαλαν πλώρη για Μελβούρνη.

«Δεν μπορώ να πιστέψω τι πέρασαν οι γονείς μου», διηγούνταν ο Άγγελος το 2021, «τι χρειάστηκε για να διασχίσει μια νεαρή οικογένεια τον μισό πλανήτη πάνω σ’ ένα καράβι που κάνει 30 μέρες να φτάσει σε μια χώρα της οποίας τη γλώσσα δεν μιλάνε, δεν ξέρουν κανέναν, δεν έχουν σπίτι εκεί, ούτε δουλειά. Λένε πως οι άνθρωποι πηγαίνουν σε μία ξένη χώρα για μια καλύτερη ζωή. Οι γονείς μου δεν είχαν καλύτερη ζωή, πήγαν στην Αυστραλία για να δώσουν σε μένα ευκαιρίες για μια καλύτερη ζωή».

Η αυστραλιανή κυβέρνηση την εποχή εκείνη ενθάρρυνε την προσέλευση μεταναστών για να ενισχύσει τον πληθυσμό και το εργατικό δυναμικό της χώρας. Η αδερφή του, Λιζ, θυμάται να ακούει αμέτρητα βράδια τη μητέρα τους να κλαίει. Ο πατέρας τους ήταν δουλευταράς και κατάφερε να στρώσει τη ζωή τους στον νέο τόπο, ενώ παράλληλα, η μόνη του διαφυγή ήταν το ποδόσφαιρο. Ο Άγγελος πέρασε πολλές νύχτες (λόγω της διαφορετικής ώρας) παρακολουθώντας ευρωπαϊκές διοργανώσεις με τον Δημήτρη, ιδιαίτερα τη Λιντς και τη Ρεάλ Μαδρίτης, που ήταν οι δύο αγαπημένες ομάδες του πατέρα του.

ποστέκογλου τότεναμ

Μαζί ανέλυαν για ώρες ζητήματα τακτικής, κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα καριέρα του. Τις Κυριακές, πατέρας και γιος επισκέπτονταν το γήπεδο της Σάουθ Μέλμπουρν, της ομάδας των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία. Σ’ αυτό το γήπεδο ο Άγγελος πολύ σύντομα θα πανηγύριζε τον πρώτο του τίτλο ως προπονητής, ενώ μερικές δεκαετίες αργότερα θα οδηγούσε την ίδια τη Σάουθ Μέλμπουρν σε δύο διαδοχικούς τίτλους πρωταθλητή. Μία δεκαετία και κάτι αργότερα, θα επαναλάμβανε τον άθλο με την Μπρίσμπεϊν Ρόουντ.

«Ο αθλητισμός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να ενταχθεί ένα μικρό παιδί [στο νέο περιβάλλον]», παρατηρεί ο νέος τεχνικός της Τότεναμ. Έτσι, το ποδόσφαιρο ήταν γι’ αυτόν ένας τρόπος να συνδεθεί τόσο με τον πατέρα του όσο και με την τοπική κοινότητα. «Σε μεγάλο βαθμό ζούσα σε έναν φανταστικό ποδοσφαιρικό κόσμο που δεν υπήρχε εδώ στην Αυστραλία». Αν και μετέπειτα θα διέπρεπε στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, φτάνοντας να εκπροσωπήσει την εθνική Αυστραλίας, αλλά και να σηκώσει το εθνικό πρωτάθλημα με προπονητή τον θρυλικό Φέρεντς Πούσκας, ωστόσο ο αριθμός που έμελλε να σημαδέψει τη ζωή του δεν ήταν το νούμερο στη φανέλα του, αλλά ο αριθμός «24», με τον οποίο θα καταχωριζόταν ως πεντάχρονος μετανάστης από την Ελλάδα της Χούντας στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.

Παρότι ήταν μόδα της εποχής οι Έλληνες της Αυστραλίας να μικραίνουν τα ονόματά τους, με αποτέλεσμα οι γονείς του να αλλάξουν το επώνυμό τους σε «Ποστέκος», ο Άγγελος, περήφανος για την καταγωγή του, ποτέ δεν υιοθέτησε τη σύντομη εκδοχή – ακόμα κι όταν γράφτηκε στην ταυτότητά του. Ποιος θα περίμενε ότι, μερικές δεκαετίες μετά, θα έδινε τα συγχαρητήριά του στους οπαδούς της Σέλτικ, όταν θα κατάφερναν να χωρέσουν το «Ποστέκογλου» σε ένα σύνθημα που έσειε τις κερκίδες του Πάρκχεντ (ή Σέλτικ Παρκ)!

πούσκας

Ερωτηθείς ποιά ήταν η πρώτη του δουλειά ως προπονητής, ο Ποστέκογλου δίνει μια απροσδόκητη απάντηση, αφού θυμάται τότε που ανέλαβε τη σχολική ομάδα του Γυμνασίου Πράχραν της Μελβούρνης, όταν του έδωσαν να καθοδηγήσει την Α΄ Γυμνασίου. «Εκ των υστέρων, φαντάζει τρελό, σε μένα περισσότερο απ’ τον καθένα. Δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι άκουγαν ένα 12χρονο, αλλά πρέπει να υπήρχε κάτι μέσα μου που τους έκανε [να με ακούνε]. Είναι αρκετά παράξενο αν το σκεφτείς, αλλά μάλλον γι’ αυτό ένιωθα μέσα μου ότι ήμουν περισσότερο προπονητής [παρά παίκτης]. Δυσκολεύτηκα με την ποδοσφαιρική μου καριέρα επειδή αισθανόμουν ότι ο προορισμός μου ήταν να γίνω προπονητής. Σ’ αυτό το πόστο ένιωθα πάντοτε πιο άνετα. Πρέπει να ήμουν ενοχλητικός ως 12χρονος προπονητής! Βασικά, είμαι βέβαιος ότι ενόχλησα πολλούς ανθρώπους. Όμως, τότε άρχισε η προπονητική μου καριέρα».

Συνεχίζοντας την αφήγησή του, ο Ποστέκογλου εξιστορεί πώς ακριβώς συνέβησαν τα πράγματα. «Δεν υπήρχε μέχρι τότε ποδοσφαιρική ομάδα και μαζέψαμε ένα γκρουπ ανθρώπων. Είχαμε έναν δάσκαλο μουσικής που είπε ότι θα αναλάμβανε την ομάδα, αλλά δεν υπήρχε καθοδήγηση ή προπονήσεις. Απλώς καθόταν και διόρθωνε τις ασκήσεις μας κι εμείς κλοτσούσαμε την μπάλα. Μετά τις πρώτες φορές, πήρα τον έλεγχο. Ακούγεται αλλόκοτο επειδή ήμουν τόσο μικρός. Αλλά για κάποιον λόγο, πήρα τον έλεγχο και οι άνθρωποι με άκουγαν. Δεν προσποιούμουν απλώς ότι είμαι προπονητής. Διάλεξα την ομάδα, κάναμε προπονήσεις και έλεγα σε όλους τι να κάνουν. Εκ των υστέρων, νομίζω πως διψούσα για εξουσία!».

«Ήμουν παίκτης, προπονητής και αρχηγός, κι ένας από τους κολλητούς μου, με τον οποίο είμαστε φίλοι μέχρι σήμερα, ήθελε να με κάνει να ξεκαβαλήσω το καλάμι. Έτσι, αποφάσισε ότι η ομάδα έπρεπε να ψηφίσει εάν θα συνέχιζα ως αρχηγός. Ψηφίσαμε και εκλέχθηκα ομόφωνα. Είπα στον κολλητό μου, “Πώς γίνεται να ψηφίστηκα ομόφωνα, αφού εσύ μας κάλεσες σε ψηφοφορία;”. Κι εκείνος απάντησε, “Κι εγώ εσένα ψήφισα. Είσαι ο καλύτερος άνθρωπος για τη δουλειά, απλώς ήθελα να δω αν θα σε ψήφιζαν κι οι υπόλοιποι!”. Έκανα κουμάντο και, μέχρι σήμερα, δεν καταλαβαίνω γιατί υπάκουγαν σε μένα. Δεν ήμουν τίποτα το ιδιαίτερο! Οι κολλητοί μου ακόμα μου λένε, “Γιατί σε ακούγαμε τότε;”, αλλά τελικά κερδίσαμε το πρωτάθλημα των Κ-12 της πολιτείας στην έδρα της Σάουθ Μέλμπουρν».

ποστέκογλου τότεναμ

Σε συνέντευξή του το 2021 ο Ποστέκογλου αναπολούσε τα πρώτα του και μοναδικά βήματα στην χώρα μας, στην Παναχαϊκή, το 2008. «Ακόμα χρησιμοποιώ μερικές από τις μεθόδους που ανέπτυξα και εφάρμοσα στην Ελλάδα, οπωσδήποτε. Ήταν μια δύσκολη εποχή, και ίσως η μόνη φορά στην καριέρα μου που υπήρχε λίγη αβεβαιότητα. Δούλευα τακτικά μέχρι τότε, αλλά η θητεία μου στις νεανικές ομάδες έφτασε στο τέλος. Δυσκολευόμουν πολύ να βρω δουλειά πίσω στην Αυστραλία. Πάντα είχα πίστη στις ικανότητές μου, αλλά έπειτα βρήκα την ευκαιρία να πάω στην Ελλάδα. Αν και είμαι Έλληνας, με αντιμετώπιζαν ως ξένο – ως Αυστραλό».

«Τα ελληνικά μου δεν ήταν τόσο καλά τότε, αλλά ήταν σημαντική περίοδος για μένα. Είχα ένα σωρό θεωρίες προπονητικής στο μυαλό μου όταν πήρα τη δουλειά, κι έτσι ήταν σπουδαίο που μπόρεσα να τις εφαρμόσω. Αυτό μου επέτρεψε να δοκιμάσω τι αποδίδει και τι όχι. Είχα μια ομάδα παικτών που ήταν εντελώς διαφορετικοί με τη δική μου κουλτούρα και την ανατροφή μου στην Αυστραλία. Αλλά βρήκα την εμπειρία πραγματικά αναζωογονητική