Αν σκέφτεστε πως η Τότεναμ έχει 15 χρόνια να πάρει οποιονδήποτε τίτλο, την τριετία 1960-63, με τον Ντάνι Μπλανσφλάουερ αρχηγό, πήρε τέσσερις μεταξύ των οποίων ένα ιστορικό νταμπλ κι ένα Κύπελλο Κυπελλούχων.
Ο Ντάνι Μπλανσφλάουερ δεν ήταν ένας συνηθισμένος ποδοσφαιριστής. Η πληθωρική του προσωπικότητα τον καθιστά ξεχωριστό όχι μόνο σε σύγκριση με τους αθλητές της εποχής μας, αλλά σίγουρα και με τα δεδομένα της Αγγλίας του ’60. Εντός γηπέδου, κάθε φορά που ένας αντίπαλος παίκτης είχε την μπάλα στα πόδια του και πλησίαζε ο Μπλανσφλάουερ, όλοι φοβόντουσαν τα αριστοτεχνικά του τάκλιν. Κι όταν άνοιγε το στόμα του εκτός γηπέδου, όλοι κρύβονταν γιατί δεν ήξεραν ποιον θα… πρωτοπάρει η μπάλα. Από την κυβέρνηση μέχρι την Εκκλησία κι από τους δημοσιογράφους μέχρι τις διοικήσεις των ποδοσφαιρικών συλλόγων, το δεξί αμυντικό χαφ από τη Βόρεια Ιρλανδία δεν άφηνε τίποτα ασχολίαστο.
Έχοντας έρθει στον κόσμο λίγα χρόνια μετά τον Ιρλανδικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τον εμφύλιο πόλεμο της χώρας, ο Μπλανσφλάουερ είχε μάθει να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους, ασκώντας σκληρή ιδεολογική κριτική στα κακώς κείμενα της Βρετανίας, θεωρώντας ότι σε μεγάλο βαθμό ευθυνόταν για αυτά η «νησιωτική» κουλτούρα που επικρατούσε, την οποία όμως υποστήριζε ότι θα αντικαθιστούσε ο ανερχόμενος διεθνισμός και ένα άνοιγμα, τόσο του ποδοσφαίρου όσο και της κοινωνίας, προς την Ευρώπη.
Γεννημένος το 1926 στο Μπέλφαστ, ο Μπλανσφλάουερ ανήκε σε ποδοσφαιρική οικογένεια, καθώς η μητέρα του αγωνιζόταν ως κεντρική επιθετικός και ο μικρός του αδερφός, Τζάκι, φόρεσε τα χρώματα τόσο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όσο και της εθνικής της Βόρειας Ιρλανδίας. Ωστόσο, η ιστορία του Τζάκι ήταν τραγική, εφόσον ήταν επιβάτης της διαβόητης πτήσης «609» το 1958. Το αεροπλάνο που θα μετέφερε τους παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ συνετρίβη στο Μόναχο, με αποτέλεσμα 23 επιβαίνοντες να χάσουν τη ζωή τους, οκτώ εκ των οποίων παίκτες των «Μπέμπηδων». Ο Τζάκι Μπλανσφλάουερ επέζησε, αλλά δεν ξανάπαιξε ποτέ ποδόσφαιρο.
Πίσω στο πρόσωπο της ιστορίας μας, ο Ντάνι ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην Γκλεντόραν της πατρίδας του, προτού πάρει μεταγραφή στην αγγλική Μπάρνσλεϊ το 1949. Ακολούθησε μία επιτυχημένη πενταετία στην Άστον Βίλα, ύστερα από την οποία ο Μπλανσφλάουερ μετακινήθηκε στο Βόρειο Λονδίνο, συνδέοντας στο εξής άρρηκτα το όνομά του με την ονειρική σεζόν της Τότεναμ, 1960/61. Ήταν τότε που τα «Σπιρούνια» κατέκτησαν το πρωτάθλημα για δεύτερη φορά στην ιστορία τους, με διαφορά οκτώ βαθμών από τη δεύτερη Σέφιλντ Γουένσντεϊ, για να επικρατήσουν στη συνέχεια της Λέστερ Σίτι με 2-0 στον τελικό του FA Cup, πραγματοποιώντας το πρώτο νταμπλ (πρωτάθλημα και βασικό κύπελλο) αγγλικής ομάδας στον 20ό αιώνα, έπειτα από το αντίστοιχο επίτευγμα της Άστον Βίλα το 1897 και της Πρέστον Νορθ Εντ το 1889.
Επίσης, ήταν το πρώτο και τελευταίο νταμπλ στη -μέχρι τώρα- ιστορία της Τότεναμ. Το 1962, ο Βορειοϊρλανδός αρχηγός των «Πετεινών» σφράγισε την εκ νέου κατάκτηση του FA Cup από την ομάδα του με επιτυχημένη εκτέλεση πέναλτι για το 3-1 επί της Μπέρνλι, ενώ την επόμενη χρονιά την οδήγησε σε μια ευρωπαϊκή επιτυχία επικρατώντας της Ατλέτικο Μαδρίτης στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων. Συνολικά, ο Μπλανσφλάουερ πραγματοποίησε 342 εμφανίσεις για την Τότεναμ, πετυχαίνοντας 21 γκολ, ενώ ψηφίστηκε δύο φορές Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς, το 1958 και το 1961.
Ως αρχηγός της εθνικής ομάδας της χώρας του, ο Μπλανσφλάουερ οδήγησε τη χώρα του στα προ-ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1958, τεράστιο επίτευγμα για μία χώρα με πληθυσμό ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους. Όμως, η Ιστορία τον θυμάται περισσότερο για τη στάση του σε ένα παιχνίδι των προκριματικών, το 1957, ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ιταλία, που έμεινε γνωστό ως «Η Μάχη του Μπέλφαστ». Λόγω καθυστέρησης στην άφιξη του διαιτητή της αναμέτρησης, λήφθηκε η απόφαση ο αγώνας να θεωρηθεί φιλικός, με αποτέλεσμα να ανάψουν τα αίματα των οπαδών που είχαν συγκεντρωθεί από ώρα στο γήπεδο. Η ένταση μεταφέρθηκε από την εξέδρα στους παίκτες, οι οποίοι σε μεγάλο μέρος του αγώνα αντάλλασσαν… κλοτσιές και βρισιές. Ο Μπλανσφλάουερ, παρότι ήταν ο πρώτος που δέχθηκε επίθεση από τους Ιταλούς, καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα δεν έπαψε να προσπαθεί να εξευμενίσει τα πνεύματα.
Ο σπουδαίος Βορειοϊρλανδός «κρέμασε τα παπούτσια του» στη μεγάλη ηλικία των 38 ετών. Μετά την απόσυρσή του, φιλοδοξούσε να γίνει προπονητής των «Σπιρουνιών», κάτι που έβρισκε σύμφωνο τον «Κύριο Τότεναμ», τον Μπιλ Νίκολσον, ο οποίος τον προόριζε για διάδοχό του. Όταν όμως ο Νίκολσον παραιτήθηκε το 1974, ο Μπλανσφλάουερ έπεσε σε δυσμένεια, κι έπειτα στράφηκε στην άλλη «μεγάλη του αγάπη», την εθνική Ιρλανδίας, την οποία προπόνησε για σύντομο χρονικό διάστημα. Τελευταίος σταθμός στην προπονητική του καριέρα η Τσέλσι, προτού εγκαταλείψει την εν λόγω σταδιοδρομία οριστικά το 1979.
Όπως όμως υπονοήσαμε ήδη από την αρχή του αφιερώματος, ο Μπλανσφλάουερ ήταν μία πολυσχιδής προσωπικότητα, ένα πνεύμα ανήσυχο, ένας διανοούμενος. Προτού βρει τελικά την κλίση του και ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο είχε περιπλανηθεί αρκετά. Είχε εργαστεί ως ηλεκτρολόγος σε καπνεργοστάσιο, ενώ λίγο αργότερα, σε ηλικία 17 ετών, είπε ψέματα για την ηλικία του για να στρατολογηθεί στη Στρατιωτική Αεροπορία του Ηνωμένου Βασιλείου! Έτσι, δεν θα μπορούσε παρά να κάνει το ίδιο και αφότου εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο, προσπαθώντας να «διορθώσει» τα προβλήματα της αθλητικής δημοσιογραφίας της εποχής του, αναλαμβάνοντας χρέη αρθρογράφου και σχολιαστή.
Μία χαρακτηριστική κίνηση του Ντάνι Μπλανσφλάουερ ήταν όταν το 1958 θα συν-υπέγραφε επιστολή προς τους Times ενάντια στην πολιτική του «απαρτχάιντ στον αθλητισμό», υπερασπιζόμενος «την αρχή της φυλετικής ισότητας που εμπεριέχεται στη Διακήρυξη των Ολυμπιακών Αγώνων». Μισό αιώνα αργότερα, το 2009, το όνομά του θα τυπωνόταν ξανά στους Times, όμως για διαφορετικό λόγο. Αυτή τη φορά, ο θρυλικός Βορειοϊρλανδός θα ψηφιζόταν ο σπουδαιότερος παίκτης στην ιστορία της Τότεναμ!
Δυστυχώς, προς το τέλος της ζωής του, ο Μπλανσφλάουερ θα βασανιζόταν από τη νόσο Αλτσχάιμερ αλλά και από τη νόσο Πάρκινσον. Τελικά, πέθανε από πνευμονία στις 9 Δεκεμβρίου του 1993, ενόσω νοσηλευόταν στο Στέινζ της Αγγλίας. Ως παίκτη, θα τον θυμόμαστε για τη διορατικότητα, τις πάσες ακριβείας και την ικανότητά του να υπαγορεύει τον ρυθμό του παιχνιδιού χάρη στις ηγετικές του ικανότητες, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι ήταν ένας ποδοσφαιριστής-φιλόσοφος, ένας άνθρωπος με κοσμοθεώρηση που δεν φοβόταν να πάρει θέση για κοινωνικοπολιτικά ζητήματα -όπως ένας Σόκρατες ή ένας Ερίκ Καντονά- ενώ διατηρούσε παράλληλα μία θεωρητική άποψη για το πώς οφείλει να παίζεται το ποδόσφαιρο – όπως ένας Γιόχαν Κρόιφ.
Η πρόσφατη ταινία Belfast (2021) του Κένεθ Μπράνα περιλαμβάνει πολλές αναφορές στον θρύλο της Τότεναμ. Ας κλείσουμε με την πιο γνωστή του ρήση: «Η μεγάλη πλάνη είναι ότι το παιχνίδι αφορά πρώτα και κύρια τη νίκη. Καμία σχέση. Το παιχνίδι αφορά τη δόξα. Πρέπει να κάνεις τα πράγματα με στυλ, με φιγούρα, να κατεβαίνεις στο γήπεδο και να συντρίβεις τον αντίπαλο και όχι να περιμένεις να πεθάνει από τη βαρεμάρα». Glory, glory, Danny Blanchflower!