Καμωμένος στη «συμμορία» του Βίνι Τζόουνς στη Γουίμπλεντον, ο ανορθόδοξος αρχηγός της Τσέλσι, Ντένις Γουάιζ, κατάφερνε με περισσή ευκολία να εντυπωσιάζει οπαδούς με τις επιδόσεις του και να εξοργίζει συμπαίκτες και αντιπάλους με τις… μανούρες του!
Αν ρωτήσεις έναν τυχαίο φίλαθλο του αγγλικού ποδοσφαίρου να σου ονοματίσει μερικούς από τους πλέον διάσημους αρχηγούς ομάδων της Πρέμιερ Λιγκ, οι απαντήσεις που θα λάβεις είναι σχεδόν δεδομένες. Ρόι Κιν, Τόνι Άνταμς, Στίβεν Τζέραρντ, Τζον Τέρι, Άλαν Σίρερ, Βενσάν Κομπανί, Πατρίκ Βιεϊρά θα είναι αναμφίβολα μέσα σε αυτές. Όλοι τους συγκλονιστικοί ποδοσφαιριστές, πραγματικά ηγετικές φυσιογνωμίες που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στα αγγλικά γήπεδα. Μήπως όμως, ρε παιδιά, ξεχνάμε τον Ντένις Γουάιζ;
Ο εμβληματικός αρχηγός της Τσέλσι από το 1993 έως το 2001, ήταν αυτός που τη βοήθησε να επιστρέψει στους τίτλους και να θεωρηθεί μετά από αρκετά χρόνια μια από τις δυνατές ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ. Ο -όχι και τόσο- «σοφός» (αγγλιστί wise) ηγέτης ήταν όχι μόνο αφοσιωμένος στον ρόλο του, αλλά και ιδιαίτερα ικανός μέσα στο γήπεδο για σχεδόν μια δεκαετία στους «Μπλε». Και το καλύτερο από όλα; Δεν τον θυμόμαστε μόνο για αυτό.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Γουάιζ ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1985 σε μια ομάδα που τυπικά δεν υπάρχει πια, την Γουίμπλεντον. Ήταν μέλος της «Crazy Gang», που είχε καταφέρει το 1988 να σοκάρει την Αγγλία με την κατάκτηση του FA Cup εναντίον της Λίβερπουλ, ενώ προηγουμένως είχε ανέβει τέσσερις κατηγορίες μέσα σε πέντε σεζόν, παίζοντας ένα πολύ συγκεκριμένο δυναμικό και επιθετικό ποδόσφαιρο. Δίπλα σε παίκτες όπως ο Βίνι Τζόουνς, ο Τζον Φασανού και ο Λόρι Σάντσεζ, ο Γουάιζ είχε μια πολύ ξεκάθαρη αντίληψη για το ποδόσφαιρο. Ήταν Άγγλος… παλαιάς κοπής, ακριβώς όπως και όλη εκείνη η απολαυστική ομάδα του Ντέιβ Μπάσετ. Δυναμικός κι αντικομφορμιστής μέσα στον αγωνιστικό χώρο.
Ο Γουάιζ, όπως και οι περισσότεροι συμπαίκτες στη Γουίμπλεντον, ήταν ουσιαστικά ταλέντα που είτε είχαν απορριφθεί από τις ομάδες τους, ενώ βρίσκονταν στις ακαδημίες τους, είτε είχαν (ξε)πουληθεί εξαιρετικά φθηνά για τις ικανότητές τους. Όπως έχει πει και ο ίδιος: «Ήμασταν μια ομάδα νεαρών αντρών που πήραμε [στη Γουίμπλεντον] μια δεύτερη ευκαιρία. Κάποιοι είχαμε αποδεσμευτεί, άλλοι είχαμε αγοραστεί έναντι πολύ μικρών ποσών, από μικρότερες κατηγορίες. Αλλά ήμασταν η Crazy Gang. Επειδή πήραμε αυτή τη δεύτερη ευκαιρία, θέλαμε να το ζήσουμε και να το ευχαριστηθούμε. Έτσι ακριβώς ήταν και ο προπονητής μας, ο Ντέιβ Μπάσετ. Ήθελε να απολαμβάνει κάθε στιγμή και ήταν εξίσου τρελός με εμάς, αν όχι περισσότερο!».
Μετά από έναν σύντομο δανεισμό το 1985 στην Γκρέμπεσταντς της Σουηδίας (!), ο Γουάιζ επιστρέφει στη Γούιμπλεντον. Οι παρουσίες του την διετία 1984-86 είναι μόλις πέντε, αλλά από την επόμενη σεζόν που η ομάδα πλέον παίζει στην πρώτη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου, γίνεται βασικός κι αναντικατάστατος. Μέσα σε τέσσερις χρονιές πραγματοποιεί 155 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις, πετυχαίνοντας 30 τέρματα.
Η θέση του είναι στο κέντρο του γηπέδου, όμως χρησιμοποιείται αδιαμαρτύρητα σε όποιο ρόλο κρίνει ο προπονητής του. Έχοντας παίξει σε όλες τις θέσεις της ευθείας και ξεχωρίζοντας ως το μεγάλο ταλέντο της ομάδας, ο Άγγλος άσος καθιερώνεται στην συνείδηση των φιλάθλων με την κατάκτηση του FA Cup το 1988. Ο Γουάιζ είχε αναλάβει ως προσωπικό αντίπαλο έναν από τους καλύτερους τότε παίκτες της Λίβερπουλ, τον Τζον Μπαρνς. Εκ του αποτελέσματος όχι μόνο πέτυχε το έργο του, αλλά ήταν κι εκείνος που εκτέλεσε το φάουλ από το οποίο προήλθε το μοναδικό γκολ του αγώνα (κεφαλιά του Λόρι Σάντσεζ).
Ο Γουάιζ έμεινε δύο χρόνια ακόμα στην Γούιμπλεντον μετά από εκείνον τον τελικό. Με την ομάδα να έχει πιάσει το ταβάνι της, ήταν απλά θέμα χρόνου να βρεθεί κάποια άλλη ομάδα που θα θελήσει να τον αποκτήσει. Αυτή ήταν η Τσέλσι, που τον Ιούλιο του 1990 έκανε ρεκόρ μεταγραφής συλλόγου, δίνοντας τότε 1,6 εκ. λίρες για να τον κάνει δικό της. Ένα ποσό που, ειδικά μετά τα χειμερινά μεταγραφικά τεκταινόμενα των «Μπλε», μοιάζει αστείο, αλλά τότε ήταν μια σοβαρή επένδυση στον ποδοσφαιριστή που ήθελαν να στηρίξουν την ανοικοδόμηση της νέας ομάδας.
Η Τσέλσι τότε δεν είχε καμιά σχέση με το ποδοσφαιρικό μεγαθήριο του σήμερα, όμως ο Γουάιζ έδειξε από νωρίς πως μπορεί να την «μεγαλώσει» ξανά. Αποτέλεσε βασικό γρανάζι της ομάδας από την πρώτη του σεζόν και ήταν από τους πρώτους σκόρερ, μαζί με τον αρχηγό του Άντι Τάουνσεντ, τον Γκόρντον Ντούρι και τον Κέρι Ντίξον, με δώδεκα τέρματα έκαστος. Η Τσέλσι τερμάτισε 11η, μια θέση όχι τόσο κακή για τα τότε δεδομένα της. Σταθερά για δύο ακόμα χρόνια (ξανά 11η και 14η αντίστοιχα), ο Άγγλος μέσος ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα.
Και φτάνουμε στο σωτήριο έτος 1993, στο δεύτερο μισό της πρώτης χρονιάς της Πρέμιερ Λιγκ. Ο Τάουνσεντ αφήνει την Τσέλσι για να πάει στην Άστον Βίλα και ο τότε νέος παίκτης-προπονητής Γκλεν Χοντλ καλείται να επιλέξει νέο αρχηγό. Ο Γουάιζ ήταν η προφανής επιλογή καθώς, πέραν από πρωτοκλασάτος παίκτης της ομάδας, κουβαλούσε το μέταλλο της «Crazy Gang» και κατείχε ηγετικό ρόλο στ’ αποδυτήρια. Κάτι που ήταν από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα και τα χειρότερα μειονεκτήματα του, όπως φάνηκε και στην πορεία της καριέρας του.
Την πρώτη σεζόν με αυτόν αρχηγό, η Τσέλσι μπορεί να τερμάτισε 14η στο πρωτάθλημα, αλλά κατάφερε να φτάσει μέχρι τον τελικό του FA Cup (ήττα 4-0 από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ), κάτι που της εξασφάλισε τη συμμετοχή στο τότε Κύπελλο Κυπελλούχων, στην πρώτη ευρωπαϊκή συμμετοχή της μετά από 22 χρόνια. O ίδιος ο Γουάιζ ήταν καταλυτικός σε όλη τη σεζόν, πετυχαίνοντας έξι γκολ σε 41 εμφανίσεις και δείχνοντας με το «καλημέρα» ότι αξίζει να φοράει το περιβραχιόνιο.
Η επόμενη σεζόν για την Τσέλσι δεν θα εξελιχθεί πολύ καλύτερα από την προηγούμενη στο πρωτάθλημα, ενώ αυτή την φορά δεν υπήρχε και η παρηγοριά της καλής πορείας στο κύπελλο. Με μόνο φωτεινό σημείο την παρουσία της ομάδας τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων (αποκλείστηκε από την Σαραγόσα), οι οπαδοί των «Μπλε» σίγουρα δεν έχουν πολλά να θυμούνται από εκείνη τη σεζόν, με εξαίρεση ίσως τα πρώτα δείγματα γραφής του χαρακτήρα του Γουάιζ.
Πέραν μιας αποβολής που… κατάφερε να πάρει σε έναν αγώνα με την Νιούκαστλ στην αρχή της σεζόν για βωμολοχία, τον Μάρτιο του 1995 καταδικάστηκε σε τρίμηνη φυλάκιση (!), κάτι που γλίτωσε μετά από έφεση, και χρηματικό πρόστιμο για επίθεση σε οδηγό ταξί. Με αφορμή αυτό το περιστατικό ο Χοντλ τον καθαίρεσε από αρχηγό για ένα διάστημα, και, σε συνδυασμό με έναν τραυματισμό στον μηρό, ο Γουάιζ αγωνίστηκε σε μόλις 29 παιχνίδια, έχοντας όμως προλάβει να σκοράρει εφτά τέρματα.
Τη σεζόν 1995/96 ο Άγγλος έχει επανέλθει στον ρόλο του τόσο σαν αρχηγός, όσο και σαν βασικός και αναντικατάστατος στο κέντρο της Τσέλσι. Η χρονιά ήταν ξανά εξαιρετικά μέτρια, αλλά η συνολική δουλειά του Χοντλ καταφέρνει στο τέλος της σεζόν να του εξασφαλίσει τη θέση του ομοσπονδιακού προπονητή. Στη θέση του θα αναλάβει ένας ακόμα παίκτης-προπονητής, ο σπουδαίος Ρούντ Γκούλιτ, που από την στιγμή που την ανέλαβε η ομάδα άρχισε σταθερά να έχει ανοδική πορεία σε όλες τις διοργανώσεις. Μάλιστα το καλοκαίρι του 1996 ο Ολλανδός φέρνει στο Λονδίνο τους Φρανκ Λεμπέφ, Ρομπέρτο Ντι Ματέο, Τζιανλούκα Βιάλι και Τζιανφράνκο Τζόλα μεταξύ άλλων, ξεκινώντας μια μεγάλη αντεπίθεση.
Τη σεζόν 1996/97, ο Γκούλιτ οπισθοχωρεί λίγο τον Γουάιζ και από χαφ με επιθετικές βλέψεις τον μετατρέπει σε μέσο-καταστροφέα. Τα στατιστικά του σε γκολ και ασίστ μειώνονται σημαντικά, αλλά αναδεικνύεται σε ακρογωνιαίο λίθο για το παιχνίδι της ομάδας του. Στο τέλος της σεζόν μάλιστα η Τσέλσι θα πανηγυρίσει την κατάκτηση του FA Cup (2-0 επί της Μίντλεσμπρο), την δεύτερη έως τότε κατάκτηση στην ιστορία της. Ο Άγγλος άσος παίζει σημαντικότατο ρόλο, καθώς με τρία γκολ και μία ασίστ σε εφτά παιχνίδια, βοηθάει τα μέγιστα ώστε να κατακτηθεί αυτό το τρόπαιο. Παράλληλα, οι «Μπλε» τερματίζουν 6οι στο πρωτάθλημα, καταφέρνοντας έτσι για πρώτη φορά μετά τη σεζόν 1989/90 να ξεπεράσουν το μέσο της βαθμολογάς!
Η επόμενη σεζόν πιθανότατα ξεπέρασε κάθε προσδοκία των οπαδών της Τσέλσι. Με τον Γκούλιτ να αποχωρεί τον Φεβρουάριο του 1998 και τον Βιάλι να τον διαδέχεται ως (μα τι έκπληξη!) παίκτης-προπονητής, η ομάδα πραγματοποιεί μια σεζόν-όνειρο για τα δεδομένα της. Τερματίζει 4η στο πρωτάθλημα, κερδίζει το Λιγκ Καπ (2-0 την Μίντλεσμπρο ξανά, με τον Γουάιζ να έχει μία ασίστ) και, το πιο απροσδόκητο από όλα, κατακτά το Κύπελλο Κυπελλούχων εναντίων της Στουτγκάρδης, με σκορ 1-0!
Ο Άγγλος μέσος πραγματοποιεί μια καταπληκτική σεζόν, κερδίζοντας τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη της χρονιάς. Ταυτόχρονα, η σεζόν 1997/98 ήταν η πρώτη που η συμπεριφορά του Γουάιζ άρχισε να τιμωρείται συχνά. Σε 40 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, καταφέρνει να δεχθεί 15 κίτρινες. Ο οξύθυμος χαρακτήρας του πλέον δεν κρύβεται, καθώς δεν υπάρχει κοκορομαχία σε σημείο του γηπέδου, που να μην προλαβαίνει να πάει και να μπλεχτεί!
Τότε ήταν πάντως που ο Γουάιζ εδραίωσε τη θέση του ως ο φυσικός αρχηγός της Τσέλσι, τόσο εντός της ομάδας, όσο και ως προς τους οπαδούς, θεωρούμενος όχι άδικα από τους πλέον επιτυχημένους αρχηγούς στην ιστορία της ομάδας. Οι οπαδοί του είχαν βγάλει διάφορα συνθήματα, μερικά εκ των οποίων ακούγονται ακόμα και σε εποχές σημαντικά μεταγενέστερες από αυτές που μεγαλούργησε. Παράλληλα με όλα αυτά, ο Άγγλος άσος ήταν το σημείο αναφοράς τον αποδυτηρίων. Ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες του και πάντα ήταν από τους χαβαλέδες της ομάδας όποτε χρειαζόταν, ενώ δεν φοβόταν να γίνει αυστηρός ή ακόμα και να προσβάλλει συμπαίκτες, όταν θεωρούσε την συμπεριφορά τους ανάρμοστη.
Θεωρούσε χρέος του να είναι δίπλα στου μη Άγγλους παίκτες που η Τσέλσι είχε ξεκινήσει να αποκτά, ώστε να έχουν μια πιο εύκολη μετάβαση στον τρόπο ζωής στο Νησί και λειτουργούσε σαν μέντορας ως προς τους νεότερους και τα παιδιά των ακαδημιών. Όντας κοντά στα 32 χρόνια, ήταν πλέον αρκετά μεγάλος ποδοσφαιρικά για να είναι αρχηγός της ομάδας και των συμπαικτών του με κάθε πιθανή έννοια. Ή έστω προσπαθούσε για αυτό.
Η σεζόν 1998/99 μπορεί να ξεκίνησε ιδανικά με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ ενάντια στη Ρεάλ Μαδρίτης, αλλά ο Γουάιζ κατάφερε να χάσει 15 (!) παιχνίδια της Τσέλσι λόγω τιμωριών. Μέσα σε όλα, κατηγορήθηκε ότι είχε δαγκώσει το χέρι του αμυντικού Μαρθελίνο, στην αναμέτρηση της Τσέλσι εναντίον της Μαγιόρκα για το Κύπελλο Κυπελλούχων, παρότι η UEFA δεν του επέβαλε κάποια ποινή για την πράξη αυτή. Ο τρελο-Ντένις είχε φτάσει στο σημείο να είναι από τους πλέον εκφοβιστικούς παίκτες της Πρέμιερ Λιγκ κι αυτό συνέβαινε σε μια εποχή που οι Κιν και ο Βιεϊρά (μεταξύ πολλών άλλων) ήδη είχαν χτίσει τον μύθο τους.
Το τέλος της σεζόν βρίσκει την Τσέλσι να τερματίζει 3η, κάτι που είχε να συμβεί από το μακρινό 1970. Σε μία ομάδα-ορόσημο της πρώτης δεκαετίας της Πρέμιερ Λιγκ, με ονόματα όπως ο Μαρσελ Ντεσαγί, ο Τόρε Άντρε Φλο και ο «δικός μας» Γκους Πογιέτ να έχουν πλαισιώσει τους προαναφερθέντες Λεμπέφ, Τζόλα και Ντι Ματέο, οι «Μπλε» εξασφάλισαν για πρώτη φορά στην ιστορία της τη συμμετοχή τους στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ, σε μία χρονιά με μόνο τρεις ήττες. Κανείς δεν ξέρει που θα είχε φτάσει αυτή η ομάδα αν ο Γουάιζ δεν είχε χάσει αυτά τα 15 παιχνίδια.
Η λύτρωση για τον Άγγλο τελικά θα έρθει στην Ευρωπη. Εκεί πέτυχε ένα από τα αγαπημένα γκολ των οπαδών, την ισοφάριση εναντίων της μεγάλης τότε Μίλαν μέσα στο Σαν Σίρο, εξασφάλισε την πρωτιά της Τσέλσι στους αρχικούς ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ (τότε υπήρχαν όμιλοι και για τους «16») και κατάφερε να φτάσει έως τα προημιτελικά της διοργάνωσης, με τον Γουάιζ να πετυχαίνει συνολικά τέσσερα γκολ στην παρθενική σεζόν αυτού και της ομάδας του στα «αστέρια» και -το πιο σημαντικό- να δέχεται μόλις δύο κίτρινες κάρτες.
Εκείνη τη σεζόν η Τσέλσι τερμάτισε 5η στο πρωτάθλημα, αλλά κατέκτησε ένα ακόμη FA Cup, με τον Γουάιζ να είναι μάλιστα ο MVP του αγώνα. Στο τέλος της χρονιάς μάλιστα κέρδισε το δεύτερο βραβείο του ως καλύτερος παίχτης του συλλόγου και πέρασε στην ιστορία ως ο άνθρωπος που κατάφερε να επαναφέρει τους «Μπλε» στην ελίτ μετά από πάρα πολλά χρόνια!
Πριν αναφέρθηκε ότι η νοοτροπία του Γουάιζ σχετικά με τις ποδοσφαιρικές αρχές που διδάχθηκε στην Γούιμπλεντον ήταν από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα και τα χειρότερα μειονεκτήματα του. Ως μειονέκτημα δεν πρέπει να θεωρείται μόνο ο υπέρ του δέοντος δυναμισμός και οι συχνές τιμωρίες του, αλλά κυρίως η νοοτροπία του που δεν χωρούσε σε αυτό στο οποίο εξελισσόταν η Πρέμιερ Λιγκ. Το πρωτάθλημα της Αγγλίας έφερνε όλο και πιο συχνά παίκτες από το εξωτερικό, μαγνήτιζε τα ποδοσφαιρικά βλέμματα και οι Άγγλοι πρώτοι αντιλήφθηκαν τη λίγκα τους ως προϊόν.
Ο Γουάιζ πλεόν (έχοντας φτάσει τα 34) δεν χωρούσε σε μία ομάδα που επιθυμούσε να πρωταγωνιστήσει. Ο πρώτος που το κατάλαβε αυτό, ήταν ο Κλαούντιο Ρανιέρι. Ο Άγγλος μέσος έμεινε στην Τσέλσι και τη σεζόν 2000/01, καταφέρνοντας να κατακτήσει το Τσάριτι Σιλντ. Οι «Μπλε» όμως είχαν ένα ρόστερ σχετικά γερασμένο και ο Ιταλός τεχνικός είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε ανανέωση. Δεν μπορούσε να διώξει όμως τον εμβληματικό Γουάιζ τόσο απλά, έτσι τον ανάγκασε να φύγει από μόνος του, εξηγώντας του ότι πλέον δε θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτό τον οδήγησε τον να πάρει μεταγραφή για τη Λέστερ, έναντι του ποσού των 1,6 εκ. λιρών, δηλαδή ακριβώς τα χρήματα που κόστισε στην Τσέλσι.
Η καριέρα του εκεί δεν ευδοκίμησε. Έπαιξε μόλις 17 παιχνίδια στο πρωτάθλημα και κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής προετοιμασίας για τη σεζόν 2001/02, έσπασε τη μύτη και το σαγόνι (!) του συμπαίκτη του Κάλαμ Ντέιβιντσον σε έναν τσακωμό τους. Το αποτέλεσμα ήταν να τεθεί εκτός ομάδας και η Λέστερ να σπάσει το συμβόλαιο του λίγες μέρες μετά. Ο Γουάιζ θεώρησε ότι αυτό παραβίαζε τους όρους της συμφωνίας και όλη η υπόθεση έφτασε μέχρι τα δικαστήρια, με τον Γουάιζ να κερδίζει αρχικά την υπόθεσή αλλά, εν τέλει, η Λέστερ να δικαιώνεται μετά από έφεση της.
Η συνέχεια τον βρήκε στη Μίλγουολ, στην οποία έλαβε κάποια στιγμή και θέση παίκτη-προπονητή. Παρά το γεγονός πως βρισκόταν πια στην Τσάμπιονσιπ, κατάφερε να την οδηγήσει το 2004 στο τελικό του FA Cup (έχασε από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με 3-0), με την ομάδα να γίνεται η πρώτη εκτός Πρέμιερ Λιγκ σε τελικό κυπέλλου από το μακρινό 1992 και τη Σάντερλαντ. Μέσω αυτού κέρδισε ένα εισιτήριο για το Κύπελλο UEFA της επόμενης σεζόν, αν και αποκλείστηκε πολύ νωρίς από την Φερεντσβάρος. Η χρονιά μάλιστα «έληξε» με την παραίτησή του και το 2005 μεταγράφηκε στην Σαουθάμπτον.
Έλαβε κι εκεί θέση παίκτη-προπονητή για ένα διάστημα, αλλά έμεινε μόλις για λίγους μήνες, κλείνοντας τελικά τη καριέρα του στη Κόβεντρι και αποφάσισε να ασχοληθεί με την προπονητική. Αρχικά ανέλαβε την Σουίντον, με την οποία έδειξε σπουδαίες ικανότητες και στην άκρη του πάγκου. Η εξαιρετική αρχή που έκανε εκεί του εξασφάλισε συμβόλαιο με τη Λιντς, με την οποία υποβιβάστηκε στη League One τον Μάη του 2007. Έμεινε έως τον Ιανουάριο του 2008, σε μια βασανισμένη οικονομικά ομάδα και αποχώρησε για να αναλάβει θέση ως εκτελεστικός διευθυντής στη Νιούκαστλ.
Με φήμες ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απομάκρυνση του Κέβιν Κίγκαν από τη θέση του προπονητή, ο Γουάιζ ήταν ανάμεσα στα μέλη της διοίκησης που είχαν συγκεντρώσει τα βέλη των οπαδών της ομάδας για την κακή πορεία της. Τελικά αποχώρησε από τις «Καρακάξες» το 2009 και χάθηκε από τον χώρο του ποδοσφαίρου για μια δεκαετία. To 2019 επανήλθε σε ρόλο-έκπληξη, αναλαμβάνοντας τεχνικός σύμβουλος στην Κόμο της Ιταλίας, ενώ το 2021 ανέλαβε και χρέη διευθύνοντος συμβούλου.
Ο Ντένις Γουάιζ πιθανότατα δεν θα χωρούσε στην Πρέμιερ Λιγκ του σήμερα. Πιθανότατα να ήταν υπερβολικός ακόμα και για το σκληρό ποδόσφαιρο της Αγγλίας των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Το μόνο βέβαιο είναι ότι έκανε πράξη τα λόγια του. Όποια ευκαιρία πήρε, την έπιασε από τα μαλλιά και πέτυχε. Ακόμα και με γνώμονα την ανορθόδοξη κουλτούρα της «Crazy Gang» που έμελε να χαράξει την καριέρα του και να τον κάνει έναν όχι και τόσο «σοφό» αρχηγό!