Ο φίλος μας ο Λευτέρης έφυγε νωρίς, όμως οι άνθρωποι πραγματικά φεύγουν όταν τους ξεχνάς κι αυτό το κείμενο καλείται να δείξει πως εμείς δεν θέλουμε να τον ξεχάσουμε.
Είχα την τύχη να «γνωρίσω» τον Λευτέρη περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά της σελίδας, της παρέας, της οικογένειας μας. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, όταν προτάθηκε η ιδέα να αφιερωθεί ένα άρθρο στον άδικο χαμό του, μου δημιουργήθηκε μία αυθόρμητη απροθυμία για την υλοποίησή του. Οι κλισέ φράσεις του χώρου για «την δημοσιογραφία που πενθεί» και «τον εκ των κορυφαίων και πιο αγαπητών συναδέλφων» δεν ήταν κατάλληλες για να περιγράψουν τον πόνο μου, τον πόνο όλων μας.
Βλέπετε στην πολυάριθμη «θάλασσα» χομπιστών που απαρτίζουν εδώ και χρόνια το δυναμικό μας, ο Λευτέρης ήταν από τις λίγες εξαιρέσεις, που όχι μόνο σπούδαζε Δημοσιογραφία, αλλά είχε και όλα τα φόντα να κυνηγήσει το επάγγελμα και να εξελιχθεί αξιοκρατικά. Ήταν από τους ανθρώπους που του άρεσε να ακούει και να κρατά τις πολύτιμες συμβουλές, έστω κι αν ερχόταν από το στόμα ανίδεων συχνά ατόμων, που εμπειρικά και μόνο, μπορούσαν να καταλάβουν τι λειτουργεί στον μικρόκοσμο της ερασιτεχνικής αρθρογραφίας.
Η πρώτη σχέση με την σελίδα ήταν σαν ακόλουθος, σαν αναγνώστης, όπως συμβαίνει διαχρονικά με τα περισσότερα μέλη της. Ο Λευτέρης ήταν οπαδός της Τσέλσι και προσωπικά ποτέ δεν τον είχα ακούσει να αναφέρεται σε κάποια ελληνική ομάδα, κάτι που μου άρεσε συνειρμικά να σκέφτομαι ότι οι «Μπλε» του θύμιζαν τα χρώματα της ομάδας της πατρίδας του, του ιστορικού ΑΟ Καβάλας, καθώς ο ίδιος είχε καταγωγή από τη Νικήσιανη του Δήμου Παγγαίου.
Ίσως σε πρώτη φάση να πίστευε πως θα ήταν μια περαστική εμπειρία, μία πρώτη τριβή σε ένα χαλαρό πλαίσιο χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις. «Πραγματικά ήδη με βοηθάει που είμαι εδώ γιατί καταλαβαίνω πώς πρέπει να δουλέψω και τώρα και στο μέλλον». «Τα θέματα που συζητάμε και ασχολούμαι με κάνουν να σκέφτομαι ένα βήμα παραπέρα». «Θέλω να ακούω γνώμες για να ξέρω κι εγώ τι να βελτιώσω». Αυτά ήταν μερικά από τα λόγια του στις πρώτες μας συζητήσεις μετά τα κείμενα που μου παρέδιδε.
Ήδη από τους πρώτους του μήνες μπορούσες να διακρίνεις ότι έγραφε με μεγαλύτερη σχολαστικότητα και ακρίβεια από τα περισσότερα παιδιά, εφήρμοζε όσα μάθαινε στην σχολή σε μία πιο ευρεία κλίμακα και παρά την σχετική του διστακτικότητα, μου δημιουργούσε προσδοκίες, σαν να μου επιβεβαίωνε πως τα καλύτερα είναι μπροστά. Πράγματι την πρώτη φορά που μου ζήτησε να του δώσω ο ίδιος ένα θέμα, με συγκεκριμένη κατεύθυνση, ο Λευτέρης έκανε το θαύμα του, την αναμενόμενη «έκρηξη».
Γράφοντας για την πορεία του Βλάνταν Ίβιτς στη Γουότφορντ της Τσάμπιονσιπ, το άρθρο ξεπέρασε τις 1.000 (!) αντιδράσεις στο Facebook και είχε επισκεψιμότητα-ρεκόρ στο σάιτ για το τελευταίο τρίμηνο του 2020. Αυτά όμως δεν τον επηρέασαν, η αντίδραση του ήταν ταπεινή, μία γερή δόση ικανοποίησης και σιγουριάς για όσα έκανε, για όσα ήθελε να κάνει στο μέλλον. Ήξερε πως ένα καλό άρθρο, βασικά καλά ήταν όλα, ένα δημοφιλές άρθρο ήταν μόνο η αρχή, τα στάνταρ που ήθελε να βρίσκεται για να πετύχει.
Για μένα προσωπικά ήταν ο τρόπος να τον «λύσω», να ασχοληθεί με τα θέματα που ήθελε με πυγμή, να πει την γνώμη του τεκμηριωμένα και να σταθεί απέναντι σε υποστηρικτές και επικριτές της. Ο Λευτέρης, όπως θα σας περιγράψουν οι περισσότεροι (αν όχι όλοι), ήταν πάντα ευγενικός, διακριτικός, ευχάριστος, μία ήρεμη δύναμη, που αντιμετώπιζε τις δυσκολίες με θάρρος και χιούμορ. Ίσως να φαίνεται παράδοξο, όμως ελάχιστοι τον είχαν γνωρίσει από κοντά, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Όμως όλοι είχαν ένα καλό λόγο να πουν γι’ αυτόν, τον είχαν αγαπήσει χωρίς πραγματικά να τον ξέρουν, αυτό ήταν κι ένα σπάνιο χάρισμά του.
Μία μέρα του Οκτωβρίου με ενημέρωσε πως πρέπει να απέχει από τις υποχρεώσεις του για λίγο, αλλά με καθησύχασε ότι σύντομα θα επιστρέψει. Για τους δικούς μου λόγους και με σεβασμό προς την μνήμη του και την οικογένειά του δεν θέλω να αναφερθώ σε θέματα υγείας. Ακόμα κι εκείνη την δύσκολη ημέρα έκλεισε την συζήτηση, αστειευόμενος για την Τσέλσι, κάτι που συνηθίζαμε μεταξύ μας. Έκτοτε δεν τον ρώτησα ποτέ πάλι γι’ αυτό προσωπικά. Μπορεί να μην ήξερα αν και πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα και είμαι σίγουρος πως και ο ίδιος δεν ήθελε να επιβαρύνει κανέναν μας με την δική του «μάχη», όμως μετανιώνω γι’ αυτό.
Η βοήθειά μου ενδεχομένως να ήταν μηδαμινή, μερικά λόγια παρηγοριάς, μία αμυντική στάση, μία αισιόδοξη άρνηση της ζοφερής πραγματικότητας. Όμως μέσα στην άγνοιά μου, ίσως ρε Λευτέρη, να σου εξέφραζα τα όσα κάνουμε τόσες μέρες για σένα, τα όσα σήμαινες για την «ιδέα» που έχουμε σημαία μας, γιατί βαθιά μέσα μας ήμασταν περήφανοι που ήσουν μέλος μας. Πολλές φορές λένε πως πρέπει να μιλάς στους ανθρώπους, να τους λες όσα νιώθεις γι’ αυτούς γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη και συχνά εξελίσσεται τραγικά. Κι εγώ, εμείς, σε «αφήσαμε» να φύγεις χωρίς να ξέρεις, με την ελπίδα ότι θα τα καταλάβαινες όλα αυτά μόνος σου.
Σε κάποια ονομαστική σου γιορτή σου αφιέρωσα ένα «ηλίθιο» στιχάκι:
Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη, Πες μου για είδωλο αν έχεις τον Τζον Τέρι
Και μια και δυο Λευτέρη Λευτεράκη,
Ποιον προτιμάς τον Μάουντ ή τον Φράνκι;
Ήταν ένας τρόπος να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου, τα συναισθήματα που μου δημιουργούσε η παρουσία σου, και τα οποία μοιραζόμουν με τα περισσότερα άτομα της σελίδας. Μου απάντησες πως κατά την γνώμη σου ξεπέρασα την… Αλίκη Βουγιουκλάκη κι εύχομαι, τώρα πιο πολύ από ποτέ, να ένιωσες τότε ότι κάπου ανήκεις, ακόμα κι αν δεν μας γνώριζες καλά, ακόμα κι αν μοιάζαμε συχνά με απρόσωπες ηλεκτρονικές παρουσίες.
Θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι η «μάχη» σου δεν θα ξεχαστεί, ήδη για εμάς έχεις γίνει μια προσωποποιημένη έμπνευση, που θα φωτίζει τα μέλη της σελίδας μας, αυτά που αποχώρησαν, αυτά που θα έρθουν, αυτά που θα μείνουν πολύ ή λίγο. Εμείς θα σε «προσέχουμε» πια Λευτεράκη, θα σε κρατάμε μέσα μας για να μην «πεθάνεις», για να θυμίζουμε σε όλους πως ο παράδεισος είναι πια πιο μπλε από ότι ήταν χθες…