Ο Ολυμπιακός κατάφερε στον πιο κρίσιμο αγώνα της ιστορίας του να επικρατήσει της Άστον Βίλα και βρίσκεται κοντά στο να την αποκλείσει στον ημιτελικό του Γιουρόπα Κόνφερενς Λιγκ.
Πριν καν ξεκινήσει αυτό το κείμενο αιωρείται η «ανάγκη» απολογίας, ή τουλάχιστον διευκρίνισης αρκετών πραγμάτων. Ας ξεκινήσουμε από την αρχή, από τον τίτλο. Πρωτίστως σαν άνθρωποι, αλλά πολύ περισσότερο και ως Έλληνες, μας αρέσει η αναλογία, το μοτίβο γιατί μας κάνει να καταλαβαίνουμε, να υπολογίζουμε τα πράγματα καλύτερα. Επίσης μας αρέσει η υπερβολή, να λέμε κάτι πολλές φορές απλοϊκό, αλλά να το κάνουμε να ακούγεται βαρυσήμαντο. Τη δεδομένη στιγμή, κοιτώντας τη βαθμολογία της Πρέμιερ Λιγκ και της δικής μας Σούπερ Λιγκ στην 4η θέση βλέπουμε την Άστον Βίλα και τον Ολυμπιακό αντίστοιχα. Δεν εξετάζουμε δηλαδή την ιστορία, τη δυναμικότητα ή ακόμα και τα υπολειπόμενα ή περισσότερα παιχνίδια των δύο αντιπάλων, απλώς αναφερόμαστε στην αντικειμενική κατάταξη τη δεδομένη στιγμή.
Το δεύτερο, και ίσως βασικότερο είναι πως το κείμενο είναι λίγο πιο… ελληνικό, μία σπάνια εξαίρεση στη θεματολογία της σελίδας και της αμέριστης αγάπης της στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Κι όμως η συγκυρία είναι τέτοια, ίσως μοναδική στη ζωή του καθενός από εμάς, που μας επιτρέπει ένα σύντομο «σχόλιο» στα πεπραγμένα ενός αγώνα, ενός ζευγαριού στην τελική, με ομολογουμένως και αγγλικό ενδιαφέρον. Το 1971, όταν ο Παναθηναϊκός αντιμετώπισε τον Άγιαξ στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ήμασταν αγέννητοι, ίσως και η μεγάλη πλειονότητα όσων διαβάζετε αυτά τα λόγια. Πέρασαν αισίως 53 χρόνια για να ελπίζουμε, για να φτάσουμε τόσο κοντά, ώστε ελληνική ομάδα να βρεθεί σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης.
Μα καλά θα μου πείτε, συγκρίνεται το Πρωταθλητριών με το Γιουρόπα Κόνφερενς Λιγκ; Πριν φτάσουμε ως εκεί ας το πάρουμε μόνο ως ευρωπαϊκό τελικό. Μία πρόχειρη ματιά στη βαθμολογία της UEFA, στην οποία θα ήμασταν 20οί αν δεν κάναμε θαύματα φέτος, έχει πάνω από την Ελλάδα χώρες όπως η Τσεχία, το Ισραήλ, η Ελβετία, η Αυστρία, η Νορβηγία και το Βέλγιο. Πόσες ομάδες από αυτές τις χώρες έχουν βρεθεί σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης, όποιας κι αν θέλετε, τα τελευταία 20 χρόνια; Η ερώτηση είναι προφανώς ρητορική.
Πριν προλάβουμε να υπερεκτιμήσουμε το ελληνικό ποδόσφαιρο, όποτε κι όπως μας συμφέρει, ας σκεφτούμε τώρα και το πόσο έχει η UEFA αλλάξει τις ίδιες τις διοργανώσεις της. Στο Κύπελλο Πρωταθλητριών της σεζόν 1970/71 ο Παναθηναϊκός είχε δώσει μαζί με τον τελικό μόλις εννέα παιχνίδια και είχε αποκλείσει μεταξύ άλλων τη Ζένες Ες από το Λουξεμβούργο και τη Σλόβαν Μπρατισλάβας. Ο Ολυμπιακός φέτος, αν φτάσει στον τελικό, θα συμπληρώσει 20 αγώνες, από τον Αύγουστο έως και τον Μάιο. Κι ο Παναθηναϊκός τότε με τη σειρά του είχε καταφέρει κάτι το εκπληκτικό, κάτι το μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα, γιατί όπως και τώρα, είτε το θέλουμε είτε όχι, το ποδόσφαιρο της χώρας μας δεν μπορεί οικονομικά, ποσοτικά, ποιοτικά, ακόμα και κοινωνικά να συγκριθεί με αυτό άλλων πιο προηγμένων χωρών της Ευρώπης.
Αφού τα ξεκαθαρίσαμε αυτά, πάμε τώρα στο «κανονικό» κείμενο. Είπαμε παραπάνω πόσο λατρεύουμε σαν Έλληνες την υπερβολή κι αυτό δεν μπορεί να προσωποποιηθεί καλύτερα από την περίπτωση του Παναγιώτη Ρέτσου. Ο διεθνής αμυντικός απέναντι στην Άστον Βίλα μάλλον έκανε το κορυφαίο παιχνίδι της καριέρας του, αντιμετωπίζοντας υποδειγματικά τον δεύτερο σκόρερ της φετινής Πρέμιερ Λιγκ κι έναν «φονικό» πραγματικά επιθετικό, τον Όλι Γουότκινς. Ο ίδιος παίκτης τρεις εβδομάδες νωρίτερα είχε καταδικαστεί, καταραστεί, λοιδορηθεί για το λάθος του με τη Φενέρμπαχτσε, σε ένα αναμφίβολα τραγικό πέναλτι από τη μεριά του, που επηρέασε εμφανώς και τους συμπαίκτες του. Οι Έλληνες οπαδοί, ακόμα και ο Τύπος της χώρας μας, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, με ένα βαθιά ανθρωποφαγικό ένστικτο εκμηδένισαν τον Ρέτσο, τον ταύτισαν με έναν σίγουρο αποκλεισμό απέναντι στην Άστον Βίλα και τους επιθετικούς της και διαψεύστηκαν πανηγυρικά, γιατί πολύ απλά το ποδόσφαιρο δεν είναι άσπρο ή μαύρο.
Φανταστείτε ο Ρέτσος να ήταν στη θέση του Κλεμάν Λανγκλέ, που εκτέθηκε πολλάκις από τον προσωπικό του αντίπαλο, τον Αγιούμπ Ελ Κααμπί, είχε συνεχώς λάθος τοποθετήσεις και απέδειξε περίτρανα γιατί φέτος μετρά μόλις 24 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις με την ομάδα του Μπέρμιγχαμ. Κι όμως ο διεθνής Γάλλος αμυντικός είναι μέρος του ροτέισον, έχει παίξει στα περισσότερα ευρωπαϊκά παιχνίδια βασικός και κρίθηκε ικανός να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του αγώνα, αφήνοντας στον πάγκο τους Πάου Τόρες και Ντιέγκο Κάρλος. Κανείς δεν θα ασχοληθεί όμως με τον Λανγκλέ, κανείς δεν θα κατηγορήσει τον Ουνάι Έμερι για την επιλογή του, γιατί δεν χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη ποδοσφαιρική ευφυΐα για να κατανοήσεις πως η προσωποποίηση μίας ήττας είναι παρορμητική, παράλογη, πρακτικά λανθασμένη.
Ίσως έχει περισσότερο νόημα να ψάξεις την ευθύνη του προπονητή, του Έμερι στην προκειμένη. Ο Ισπανός έχρισε μετά τον αγώνα τον Ολυμπιακό ως το απόλυτο φαβορί, δείχνοντας όμως να μην το πιστεύει. Όπως δεν πίστεψε και ότι η ομάδα του θα έχει αυτά τα προβλήματα σε έναν εντός έδρας ημιτελικό, έχοντας ηττηθεί φέτος στο Βίλα Παρκ μόλις πέντε φορές σε όλες τις διοργανώσεις κι ενώ στην Ευρώπη μετρούσε μόνο νίκες, ούτε καν ισοπαλία. Φάνηκε ότι ο Έμερι υποτίμησε τον Ολυμπιακό – προσοχή όχι τους παίκτες, αλλά τις προθέσεις του. Όλοι μας κάναμε ως έναν βαθμό το ίδιο, θεωρώντας πως η ελληνική ομάδα θα είναι πιο προσεκτική, πιο μαζεμένη στον αγωνιστικό χώρο, όμως κάναμε λάθος.
Ο Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ όμως είχε παρατηρήσει κάτι, που εμείς οι υπόλοιποι αγνοούσαμε. Η Άστον Βίλα φέτος για να χάσει εντός έδρας έζησε σε επανάληψη, αν εξαιρέσουμε τον αγώνα με την Τότεναμ που έμεινε με παίκτη λιγότερο, σε όλα τα υπόλοιπα παιχνίδια το ίδιο σκηνικό: έμεινε πίσω στο σκορ με γκολ πριν από το 20′. Ο προπονητής του Ολυμπιακού, που έτσι κι αλλιώς αρέσκεται, λατρεύει ευλαβικά για να είμαστε ακριβείς, το πρέσινγκ ψηλά δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη αφορμή για να εφαρμόσει τις βασικές αρχές του ποδοσφαίρου του. Γνώριζε δηλαδή εξαρχής πως ακόμα κι αν το πλάνο του δεν πετύχει, ακόμα κι αν η ομάδα του εκτεθεί και διασυρθεί, δεν θα είχε καλύτερη ευκαιρία να την κερδίσει, ίσως να μην είχε καν ευκαιρία αφού φέτος δεν έχει ξανασυμβεί, αν δεν προηγούταν από νωρίς στο σκορ!
Όπως έχει γραφτεί επανειλημμένα τον τελευταίο καιρό, ο Μεντιλίμπαρ δεν ήταν μία λύση ανάγκης για τον Ολυμπιακό, αλλά είχε προταθεί παλαιότερα ως ο πλέον κατάλληλος από τον σπουδαίο (ευρωπαϊκά) Ερνέστο Βαλβέρδε. Με αφορμή τον Τσάμπι Αλόνσο, τον Ιραόλα και τον Έμερι είχαμε αποθεώσει σε παλιότερο κείμενο τους Βάσκους τεχνικούς, ιδιαίτερα φέτος, όμως με όσα καταφέρνει φέτος ο Μεντιλίμπαρ στη χώρα μας, και με δεδομένο ότι η Αθλέτικ Μπιλμπάο του Βαλβέρδε θα διεκδικήσει ως το φινάλε του ισπανικού πρωταθλήματος την έξοδό της στο Τσάμπιονς Λιγκ ύστερα από δέκα χρόνια, τότε μάλλον κάτι… μαγικό συμβαίνει σε αυτήν την περιοχή της Ισπανίας με τους μόλις 2,2 εκατομμύρια κατοίκους.
Μην αμφιβάλλετε ούτε λεπτό, ο Έμερι είναι απόλυτα επιτυχημένος ακόμα κι αν η Άστον Βίλα χάσει ξανά στην Ελλάδα. Μετά την ήττα της Τότεναμ από την Τσέλσι μοιάζει σχεδόν τελειωμένη υπόθεση ότι ο σύλλογος θα αγωνιστεί ξανά στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση (Τσάμπιονς Λιγκ) έπειτα από 42 ολόκληρα χρόνια. Άλλωστε για μία ομάδα που έχει κατακτήσει αυτό το βαρύτιμο τρόπαιο στο παρελθόν (1982) αυτή η πρόκριση μοιάζει να έχει μεγαλύτερη αξία ακόμα κι από το να προσθέσει το Γιουρόπα Κόνφερενς Λιγκ στη συλλογή της. Όχι δεν το λέμε εμείς, αλλά οι ίδιοι οι οπαδοί της.
Την ώρα που η Άστον Βίλα χθες γνώριζε ήττα-σοκ μέσα στο «σπίτι» της από τον Ολυμπιακό, οι κερκίδες σείονταν σε κάθε γκολ της Τσέλσι στο ντέρμπι του Λονδίνου. Όχι μόνο δεν τους πτοούσε ό,τι έβλεπαν στο γήπεδο, αλλά ένιωθαν τέτοια ευφορία, που άφηναν σε δεύτερη μοίρα κάτι που για την ελληνική ομάδα, για τη χώρα μας συνολικά έμοιαζε να «παγώνει» τον χρόνο, να ορίζει την ποδοσφαιρική, την αθλητική ζωή και τον θάνατο. Όπως φανερώνουν τα νούμερα πάνω από 90.000 άνθρωποι προσπάθησαν να βρουν εισιτήριο για τον επαναληπτικό στη χώρα μας, μερικές χιλιάδες έμειναν ξάγρυπνοι και στήθηκαν ώρες νωρίτερα στο αεροδρόμιο περιμένοντας την «ερυθρόλευκη» αποστολή, όμως για τους Άγγλους απλώς ήταν… Πέμπτη. Και μάλιστα από τις σχετικά καλές, αφού εκτός της ομάδας τους, είχε χάσει και η Τότεναμ!
Θα ήταν φορτικό να αναλύσουμε παίκτη προς παίκτη ποιοι ξεχώρισαν από τον Ολυμπιακό χθες ή ποιοι υστέρησαν από την Άστον Βίλα, όμως δύο παρατηρήσεις μάλλον χρειάζονται. Ο Ντανιέλ Ποντένσε, που ακόμα μερικοί αναρωτιούνται πώς στο καλό επέστρεψε στη χώρα μας, βάλθηκε χθες να αποδείξει ότι το έκανε γιατί απλά το γούσταρε. Απέναντι στον Μάτι Κας, έναν από τους κορυφαίους ακραίους οπισθοφύλακες τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία, έκανε πραγματικά ό,τι ήθελε, τον «χόρευε», τον νευρίαζε, τον ανάγκασε να καλέσει ενισχύσεις για να τον μαρκάρουν ακόμα και σε νεκρό χρόνο, κι ενώ στο μεταξύ είχε βγάλει και μία «μαγική» ασίστ σαν να έπινε ένα ποτήρι νερό. Ο Πορτογάλος ακραίος δεν «κάηκε» να τα αποδείξει τυχαία όλα αυτά στην Αγγλία, αφού ήταν ξεκάθαρο το κίνητρο να «κλείσει» στόματα, να φωνάξει ότι δεν έφυγε ως αποτυχημένος, ως ξοφλημένος από την Πρέμιερ Λιγκ.
Στην αντίπερα όχθη τώρα, ο περισσότερος κόσμος μάλλον αδυνατεί να κατανοήσει πόσο τρομερά σημαντική απουσία ήταν αυτή του Έμι Μαρτίνεζ κάτω από τα δοκάρια της Άστον Βίλα. Χωρίς καν να εξετάζουμε την όποια ευθύνη φέρει στα γκολ του Ολυμπιακού ο Ρόμπιν Όλσεν, ο Αργεντινός πορτιέρε είναι πραγματικά το κάτι άλλο. Ο τρόπος που καθοδηγει την άμυνα, που τρομάζει τον αντίπαλο, που δίνει ψυχολογία στους συμπαίκτες και τους οπαδούς, που μεταχειρίζεται σχεδόν παραβατικά την κερκίδα, τον κάνει έναν από τους κορυφαίους (πολλοί θα τολμήσουν να πουν τον κορυφαίο) στη θέση του τη δεδομένη στιγμή στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Δεν γίνεται να έχει συμπέσει με την αναγέννηση των «Βίλανς». Δεν γίνεται να τον έχει ευχαριστήσει δημόσια ο Λιονέλ Μέσι χωρίς λόγο. Δεν γίνεται να πιάνει τυχαία ένα στα τέσσερα πέναλτι που του εκτελούν σε μία ολόκληρη καριέρα.
Για όλα αυτά και για πολλά ακόμη, όπως τον υστερήσαντα Ντάγκλας Λουίζ, που «ξεχειλίζει» από ποιότητα, τον Γιούρι Τίλεμανς, που μάλλον επιστρέφει από τραυματισμό, και τον καθοριστικό φέτος Πάου Τόρες, που αναμένεται να μπει άρον-άρον στην ενδεκάδα η Άστον Βίλα ακόμη ελπίζει. Ο Ολυμπιακός δεν είναι το απόλυτο φαβορί, είναι απλά φαβορί, κυρίως με στοιχηματικούς όρους. Έστω κι έτσι όμως ζούμε κάτι το μοναδικό, γιατί ποιος θα το φανταζόταν ότι θα βλέπαμε μετά από 50 και πλέον χρόνια ελληνική ομάδα σε ευρωπαϊκό τελικό. Ποιος θα φανταζόταν ότι η 4η της Ελλάδας θα αποκλείσει την 4η της Αγγλίας…