Ο Τζάστιν Φαζάνου, παρά το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του, έζησε μέχρι την… αυτοκτονία του, στιγματισμένος για την ομοφυλοφιλία του.
«Ξέρω πως έπρεπε να έχω φερθεί διαφορετικά στον Φαζάνου, σίγουρα με μεγαλύτερη κατανόηση και συμπόνια. Δεν θεωρώ λάθος που συγκρούστηκα μαζί του στο θέμα της σεξουαλικότητάς του, όμως θα έπρεπε να το κάνω προσωπικά. Το έκανα δυστυχώς μπροστά σε όλη την ομάδα και τον εξέθεσα σχεδόν σε όποιον μιλούσα τότε. Υπήρξα απαίσιος απέναντί του». Όχι, αυτή η παραδοχή δεν ανήκει σε κάποιον «κίτρινο» δημοσιογράφο, σε κάποιον άξεστο ποδοσφαιριστή ή οπαδό, αλλά στον διάσημο τεχνικό, Μπράιαν Κλαφ.
Ο Τζάστιν Φαζάνου θα μπορούσε κανείς να πει πως ήταν ένα θύμα της εποχής του, ένας ταλαντούχος ποδοσφαιριστής, που αντί να μείνει στις συνειδήσεις των οπαδών για την καριέρα του εντός των γηπέδων, όπως έκανε ο πιο… ατάλαντος αδερφός του, Τζον, αυτός το έπραξε για όσα έκανε εκτός αυτών. Θα ήταν κλισέ να πούμε πως η προσωπική του ζωή δεν αφορά κανέναν – ούτε τώρα, ούτε και τότε. Όμως ακόμα και ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Προσπαθώντας να παραμέινει θρησκευόμενος μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής του, «αυτομαστιγωνόταν», δεχόταν αδιαμαρτύρητα το «σταύρωμα» από σύσσωμο τον ποδοσφαιρικό κόσμο και τον Τύπο και βαθιά μέσα του πίστευε πως αξίζει την τιμωρία, που έμοιαζε να εκτίει για περίπου 20 χρόνια.
Γεννημένος από Αφρικανούς μετανάστες και μεγαλωμένος σε ίδρυμα μέχρι τα έξι του χρόνια, ο Τζάστιν και ο μικρότερος αδερφός του, Τζόν, υιοθετήθηκαν από τους Αλφ και Μπέτι Τζάκσον, ένα ζευγάρι λευκών, που κατοικούσαν στο Νόρφολκ. Θα μου πείτε τί σημασία έχει το χρώμα του δέρματός τους, όμως τα αδέρφια Φαζάνου όχι μόνο ήταν καταδικασμένα να μεγαλώσουν ως μαύροι σε μία περιοχή που το ποσοστό τους μετά βίας αγγίζει το 2% του συνολικού πληθυσμού, αλλά και ως «προνομιούχοι» μαύροι με λευκούς γονείς.
Διέξοδος, όπως συμβαίνει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ήταν ο αθλητισμός. Αμφότεροι έφεραν τρομερά σωματικά προσόντα, με τον Τζάστιν μάλιστα να εντυπωσιάζει στο μποξ, πριν αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο κατά τα λυκειακά του χρόνια. Ένας σχολικός αγώνας ήταν κιόλας η αφορμή να ξεκινήσει η καριέρα του, όταν ο ανιχνευτής ταλέντων, Τζον Σέιντι, τον πρωτοείδε και τον πρότεινε αμέσως στην μεγαλύτερη ομάδα της περιοχής, τη Νόριτς.
Έχοντας γίνει επαγγελματίας ήδη από τα 17 του, ο Φαζάνου υπήρξε φανταστικός για τα «Καναρίνια», σκοράροντας ήδη 40 φορές πριν κλείσει τα 20. Ένα από αυτά τα τέρματα είχε αναδειχθεί μάλιστα Γκολ της Σεζόν (1979/80), σε μια χορταστική ήττα με 3-5 από τη Λίβερπουλ. Την επόμενη χρονιά έμελλε να εκτοξευθεί, όταν παρά τον υποβιβασμό της ομάδας του, πέτυχε 19 τέρματα στο πρωτάθλημα (3ος σκόρερ) και έγινε περιζήτητος στο Νησί.
Αυτή που τελικά θα κέρδιζε την μάχη της απόκτησής του ήταν η Νότιγχαμ Φόρεστ, που τα τελευταία τρία χρόνια είχε κατακτήσει δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών και είχε στον πάγκο της τον Μπράιαν Κλαφ. Η μεταγραφή του κόστισε ένα εκατομμύριο λίρες και ο Φαζάνου έγινε ο πρώτος μαύρος ποδοσφαιριστής στην ιστορία που φτάνει σε αυτό το ποσό. Πολλοί πίστευαν πως αυτή η μεταγραφή θα έκανε τον νεαρό φορ πρώτο όνομα, πως σύντομα η Φόρεστ θα επανερχόταν στις πρόσφατες δόξες και πως η συνεργασία των δύο πλευρών ήταν «καταδικασμένη» να πετύχει.
Δυστυχώς τίποτα από αυτά δεν συνέβη και όσα εξιστορεί το κείμενο από εδώ και πέρα, ναι μεν περιβάλλονται από έναν ποδοσφαιρικό μανδύα, όμως δεν έχουν να κάνουν με το άθλημα αυτό καθαυτό. Η συνύπαρξη των Φαζάνου και Κλαφ ήταν μία ανυπόφορη, επώδυνη διαδικασία και για τους δύο. Η Νότιγχαμ Φόρεστ έκανε την χειρότερη σεζόν της (12η) από την άνοδό της στην πρώτη κατηγορία μέχρι και τον υποβιβασμό της το 1993, όμως αυτό ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο σύλλογος.
«Πού πας όταν θες να αγοράσεις ψωμί, τον ρώτησα. Μου αποκρίθηκε στον φούρναρη. Πού πας όταν θες να αγοράσεις αρνί και απάντησε στον χασάπη. Τότε πες μου έναν λόγο που συνεχίζεις να πηγαίνεις στο γ@@ημένο κλαμπ με τις λουλούδες». Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Κλαφ, εξέφρασε στον Φαζάνου πως νιώθει για τις εξωγηπεδικές προτιμήσεις του. Μπροστά στους σοκαρισμένος συμπαίκτες του, μέσα στα αποδυτήρια. Ήταν ακόμα ένα 20χρονο παιδί, που αφελώς πίστευε πως όσο παίζει καλά και όσο κρύβεται από τον ίδιο του τον εαυτό, θα αποφεύγει τα προβλήματα. Εκείνη την ημέρα η καριέρα του τελείωσε. Τι κι αν έπαιξε για 22 ομάδες σε συνολικά εφτά (!) χώρες, μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του.
«Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο κατά την προετοιμασία και με είχε ξυπνήσει ένας δυνατός θόρυβος από το μπάνιο. Πλησίασα προσεκτικά και είδα μία μεγάλη τρύπα στη μέση της πόρτας και κάποιον να κλαίει από μέσα. Μόλις με κατάλαβε άνοιξε την βρύση κι άρχισε να πλένει τα ματωμένα του χέρια. Δεν μου μίλησε και έμοιαζε να μην είναι εντελώς ξύπνιος. Είχα την εντύπωση πως ζούσε έναν φρικτό εφιάλτη από την παιδική του ηλικία, όμως ποτέ δεν του μίλησα για το περιστατικό», θα θυμηθεί ο τότε συμπαίκτης του, Βιβ Άντερσον.
Εδώ χρειάζεται να μπει κι ένα disclaimer για τον θρυλικό Άγγλο προπονητή. Όπως έγραψα και πιο πάνω, ο Φαζάνου ήταν περισσότερο θύμα της εποχής του και όχι συγκεκριμένων προσώπων. Ο Κλαφ μεγάλωσε με αυστηρά χριστιανικά πιστεύω σε μία κοινωνία, που σχεδόν μέχρι αυτός να φτάσει τα 40, δεν είχε αποποινικοποιήσει την ομοφυλοφιλία. Είχε μάλιστα και πολιτική υπόσταση στην χώρα, αφού ήταν υπέρμαχος του Σοσιαλισμού και διετέλεσε πρόεδρος της Anti-Nazi League, ενός οργανισμού που εναντιωνόταν στοχευμένα στις ακροδεξιές πολιτικές οργανώσεις, που εμφανίζονταν κατά καιρούς στο προσκήνιο.
Έστω κι αν δεν αμφισβήτησε ποτέ το ταλέντο του Φαζάνου, πίστευε πως ήταν χρέος του να τον «αναγκάσει» να αλλάξει ή ακόμα και να τον διώξει για να μην «μολύνει» την υπόλοιπη ομάδα. Μετά από έναν χρόνο… υπομονής, τον δάνεισε στη Σαουθάμπτον, όμως οι οικονομικές αξιώσεις της Φόρεστ για αγορά του απείχαν παρασάγγας από τα διαθέσιμα κεφάλαια των «Αγίων». Τότε ο Κλαφ του βρήκε μόνος του αγοραστές, στην παλιά του ομάδα την Ντέρμπι Κάουντι, που αγωνιζόταν όμως στην Δεύτερη Κατηγορία. Ο νεαρός επιθετικός αρνήθηκε να συνεναίσει και τότε ο προπονητής του εξαγριώθηκε.
Φήμες λένε ότι άρχιζε να τον φωνάζει «λουλού» στις προπονήσεις, να τον κλωτσά ηθελημένα (!) όταν λάμβανε μέρος σε κάποια άσκηση, μέχρι και στο να καλέσει την ασφάλεια του γηπέδου να τον απομακρύνει από τον αγωνιστικό χώρο γιατί τον είχε υποχρεώει να προπονείται μόνος του. Ο Κλαφ έχει υπερασπιστεί αυτήν την απρεπή στάση του, λέγοντας πως από την πρώτη στιγμή ο Φαζάνου τον είχε εξαπατήσει με συνεχή ψέματα για την ζωή του και την υποτιθέμενη μνηστή του, Τζούλι. Για τον Άγγλο τεχνικό δυστυχώς το ποδόσφαιρο ήταν απλά μια πρόεκταση της προσωπικής ζωής και αυτός ήθελε πλήρη γνώση της.
Αυτό το μαρτύριο έλαβε τέλος τον Δεκέμβριο του 1982, όταν ο Φαζάνου μετακινήθηκε στη Νοτς Κάουντι, όπου παρά τα 20 γκολ του βίωσε δύο σερί υποβιβασμούς. Στη συνέχεια προσπάθησε να περισώσει την καριέρα του, πηγαίνοντας στην Μπράιτον, όμως ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο αποτέλεσε ένα ακόμα πλήγμα στην εύθραυστη προσωπικότητά του. Μπορεί ο ίδιος να μην το είχε ακόμα δηλώσει ανοιχτά, όμως η ομοφυλοφιλία του αποτελόύσε σημαντικό ανατρεπτικό παράγοντα για τις περισσότερες ομάδες ώστε να του δώσουν την παραμικρή ευκαιρία.
Ωστόσο και ο ίδιος ταλανιζόταν από τις ενοχές. Μπορεί ο Κλαφ να τον κατηγορούσε για τις επισκέψεις του στα γκέι μπαρ, όμως τις περισσότερες από τις υπόλοιπες ώρες του τις περνούσε στην εκκλησία. Βαθιά πεπεισμένος πως είναι «άρρωστος», υπέμενε τις θεραπείες της εκκλησίας, αρνούταν να παίξει κατά την διάρκεια του Σάμπαθ, καλούσε άλλους πιστούς σπίτι του για ομαδική προσευχή και ακολουθούσε τις διδασκαλίες όχι απλά ευλαβικά, αλλά ψυχαναγκαστικά.
«Η προσευχή ξεκινούσε 7.00 το πρωί και μία μέρα χτύπησε την πόρτα στις 7.15. Του είπα πως δεν θα μπορούσε να περάσει μέσα, αλλά δεν πειράζει να έρθει αύριο. Ζητούσε συγγνώμη για το λάθος του και με παρακαλούσε να περάσει. Έκλεισα την πόρτα και παρέμεινε απ’ έξω, χτυπώντας ξανά και ξανά μέχρι που έφυγε. Από εκείνη την ημέρα δεν άργησε ξανά», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο Ευαγγελιστής ιερέας Τζ. Τζον.
Το 1987 ο Φαζάνου θα πάρει την απόφαση να φύγει από την Αγγλία και την Ευρώπη, με αφορμή την επικείμενη εγχείρηση στο γόνατό του για να μπορέσει να παίξει ξανά ποδόσφαιρο. Στην Αμερική θα πατήσει ξανά στα πόδια του (και κυριολεκτικά), θα αποφύγει τον «θόρυβο» πίσω στο Νησί και θα γνωρίσει το ποδόσφαιρο στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, με τις Λος Άντζελες Χιτ και Έντμοντον Μπρικ Μεν. Δυστυχώς η ζωή εκεί δεν ήταν φθηνή και ο μισθός δεν είχε ουδεμία σχέση με όσα έπαιρνε πίσω στην πατρίδα.
Έτσι το 1989 ο Άγγλος επιθετικός θα επαναπατριστεί για λογαριασμό της Μάντσεστερ Σίτι, πρόθυμος να αδράξει μία δεύτερη ευκαιρία, αν αυτή του δινόταν. Είναι άγνωστο το τί περίμενε να βρει, όμως όχι μόνο η χώρα δεν είχε ξεχάσει τις φήμες για την σεξουαλικότητά του, αλλά και ο ίδιος πια στερούταν των ικανοτήτων που είχε δείξει παλιότερα, μετά τον τραυματισμό του και την αποχή από το ποδόσφαιρο αυτού του επιπέδου. Μέσα σε έναν χρόνο θα αλλάξει πέντε ομάδες (στις δύο απλά θα δοκιμαστεί), δεν θα βρει μόνιμη στέγη πουθενά και τελικά θα αναλάβει παίκτης-προπονητής στην ερασιτεχνική Σάουθολ το καλοκαίρι του 1990.
Με τον αθλητικό κόσμο να μην τον χωράει πια και την εκκλησία να του διευρύνει τα «τραύματα» στην προσπάθειά της να τον βοηθήσει, ο Φαζάνου θα οδηγηθεί στην αναπόφευκτη, όπως εξελίχθηκε, πώληση της ίδιας του της ζωής. Λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων είχε εκμυστηρευτεί σε φίλους πως ποτέ δεν θα παραδεχόταν δημόσια την ομοφυλοφιλία του (η Ευαγγελική Εκκλησία την αποδέχεται, όμως την αντιμετωπίζει σαν αναπηρία), όμως με τα οικονομικά του να χειροτερεύουν και τα αδιέξοδα να διαδέχονται το ένα το άλλο, πείστηκε από την Sun να πάρει 70.000 λίρες και να γίνει πρωτοσέλιδο!
«Ο αστέρας του ενός εκατομμυρίου: Είμαι γκέι». Κάποιος θα περίμενε αυτή η πράξη να είναι λυτρωτική για τον ίδιον, να είναι γενναία. Ο λόγος που δεν την περιγράφω έτσι είναι γιατί ο ίδιος ο Φαζάνου έδωσε την άδεια του (έναντι της αμοιβής φυσικά) να γίνει ένα συνονθύλευμα κίτρινων σχολίων, προσβλητικής γλώσσας και στερεοτυπικής ομοφοβικής φρασεολογίας. Η Sun χαρακτηριστικά αφαίρεσε τον προσωπικό χαρακτήρα από τον τίτλο, βάζοντας το «αστέρας του ενός εκατομμυρίου», ενώ στην συνέχεια έγραψε πως ο Φαζάνου «ομολόγησε», σαν δηλαδή να είχε κάνει κάποιο έγκλημα ή να εμπλεκόταν σε κάποιο σκάνδαλο.
Τη νύχτα πριν κυκλοφορήσει αυτό το πρωτοσέλιδο, ο αδερφός του Τζάστιν, Τζον, που διένυε μία σπουδαία περίοδο δόξας ως μέλος της «Crazy Gang» στη Γουίμπλεντον, του προσέφερε τα ίδια και περισσότερα χρήματα για να ακυρώσει τη συμφωνία. Όταν αυτός αρνήθηκε, η επίσημη δήλωσή του, μετά την κυκλοφορία, ήταν: «Ο ομοφυλόφιλος αδερφός μου είναι ένας απόκληρος. Όλα αυτά προέρχονται από την ανάγκη του να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής».
Ο Φαζάνου στην αρχή απολάμβανε την ξέχειλη δημοσιότητα, τις συνεχείς συνεντεύξεις και σκεφτόταν να γράψει μέχρι κι αυτοβιογραφία, ενώ έβγαζε ψέυτικες φήμες στους «φίλους» συντάκτες, όπως ότι έβγαινε με την διάσημη ηθοποιό Τζούλι Γκουντγίαρ ή ότι είχε στοιχεία για τον θάνατο του πολιτικού Στίβεν Μίλιγκαν. Σχεδόν άμεσα του κόλλησε και το ομοφοβικό προσωνύμιο «Τζόιστικ Τζάστιν», που ο ίδιος πάντως φάνηκε να απολαμβάνει όταν πρωτοκυκλοφόρησε.
Η γλυκιά γεύση της φήμης, έστω και της δοθείσας ως αρνητικής, έκανε τον Άγγλο να νιώσει προσωρινά ελεύθερος, ίσως για πρώτη φορά στην ζωή του. Κανείς όμως δεν τον είχε προειδοποιήσει για την πικρή… επίγευση που θα ακολουθούσε. Βλέπετε όταν και ο ίδιος κανονικοποιέι την στρεβλή προβολή της σεξουαλικότητάς του ώστε να πουλήσει, τότε ο κάθε αναγνώστης, κάθε οπαδός, κάθε αντίπαλος δημιουργεί ασυνείδητα (ή συνειδητά) μια ρατσιστική συμπεριφορά ικανή να τον εξευτελίσει σε κάθε βήμα.
Ο Φάζανου από εκεί και στο εξής δεν θα έβρισκε ξανά ομάδα πρώτης κατηγορίας (έφτασε μόνο κοντά στη Νιούκαστλ), θα άκουγε ομοφοβικά συνθήματα σε κάθε γήπεδο και θα δεχόταν προσβολές από αντιπάλους και συμπαίκτες. Φήμες λένε ότι σε μία ομάδα αναγκαζόταν να αλλάζει μόνος του στα αποδυτήρια των διαιτητών, ενώ σε μία άλλη είχε ως όρο συμβολαίο να κάνει συχνά ιατρικούς ελέγχους για HIV. Η οικογένειά του τον είχε αποκηρύξει, η γκέι κοινότητα δεν πήρε με καλό μάτι τον συνεργατικό «κιτρινισμό» της σεξουαλικότητάς του, ενώ και η εκκλησία, όπως ήταν φυσικό, τον κατονόμασε ως «τέκνο του Σατανά».
«Δεν θέλω να ασκήσω πίεση ή να φέρω την εκκλησία σε αμηχανία. Όπως λέει η Βίβλος, όποιος ζει με την αμαρτία δεν έχει θέση στην εκκλησία κι αφού αυτό πιστεύουν για μένα δεν μπορώ να είμαι άλλο εκεί. Με λυπεί που διεκόπη η σχέση μου με τον Θεό, όμως τουλάχιστον μπορώ να του πω πως πια δεν προσποιούμαι κάτι που δεν είμαι. Όμως γνωρίζω πως πολλά άτομα σε ισχυρές θρησκευτικές θέσεις κάνουν τα ίδια και χειρότερα στα κρυφά. Όσοι με κατακρίνουν δεν δείχνουν συμπόνια κι ευγένεια, κι αυτό δεν νομίζω πως είναι πολύ χριστιανικό».
Μέχρι το -επίσημο- τέλος της καριέρας του ο Φαζάνου θα αλλάξει οκτώ ομάδες, παίζοντας μπάλα σε Σκωτία, Σουηδία, Αμερική, Καναδά και Νέα Ζηλανδία. Σχεδόν σε όλες θα προσφέρει ελάχιστα, ενώ θα συλληφθεί μια φορά για οδήγηση υπό μέθη και άλλη μία θα χάσει το συμβόλαιό του, όταν θα προσπαθήσει ξανά να πουλήσει στον Τύπο ιστορίες από την προσωπική του ζωή έναντι αμοιβής. Παρά τα προβλήματα δεν θα θελήσει να μείνει μακρυά από το ποδόσφαιρο και μόλις αποσυρθεί θα αναλάβει τις τύχες της Μέριλαντ Μάνια, μιας νεοφώτιστης ομάδας στην δεύτερη κατηγορία της Αμερικής.
Αυτό που ίσως αγνοεί ο Φαζάνου είναι πως η ομοφυλοφιλία στην συγκεκριμένη Πολιτεία είναι ακόμα παράνομη και τιμωρείται ακόμα και με φυλάκιση. Ο ίδιος εκεί είναι αναγκασμένος είτε να αρχίσει ξανά να κρύβεται, είτε να παραμείνει μόνος και να ασχοληθεί αποκλειστικά με την προπονητική. Όπως αυτή η ιστορία έχει αποδείξει, το ποδόσφαιρο, ειδικά τα τελευταία χρόνια, δεν αποτελεί προτεραιότητα. Έτσι τον Μάρτιο του 1998 ένας 17χρονος τον κατηγορεί για ασέλγεια και ο ίδιος ανακρίνεται από την αστυνομία, η οποία αποφασίζει να μην τον θέσει υπό κράτηση.
Όλα τα στοιχεία υποδεικνύουν συναίνεση, όμως οι γονείς του 17χρονου δεν μπορούν να αποδεχθούν την «εγκληματική» ροπή του γιου τους και δεν αφήνουν την υπόθεση. Βλέπετε η υπόθεση θα πήγαινε σε δίκη για… ομοφυλοφιλία των δύο εμπλεκομένων και ακόμα κι αν η φυλάκιση έμοιαζε απίθανη, ο νεαρός θα στιγματιζόταν και θα «λέρωνε» το ποινικό του μητρώο. Έτσι τον Απρίλιο του ίδιου έτους η αστυνομία θα σπεύσει να συλλάβει τον Φαζάνου, που μυστηριωδώς (;) έχει ειδοποιηθεί κι έχει εγκαταλείψει την χώρα.
Οι ιδιόμορφες συνθήκες του «εγκλήματος» καθιστούν την αστυνομία απρόθυμη να ερευνήσει περαιτέρω ένα φαινομενικά εύκολο και συνηθισμένο εκείνη την εποχή περιστατικό, αφού όπως δηλώνουν αξιωματούχοι, μετά την φυγή του από την Αμερική ο Φαζάνου δεν θεωρείται καν καταζητούμενος και δεν υπάρχει ενημέρωση ή συνεργασία με τις αγγλικές αρχές. Ο ίδιος όμως δεν το ξέρει. Κρύβεται, νιώθει προδομένος για μία ακόμη φορά, θύμα μιας ακόμη κοινωνίας στην οποία δεν χωράει.
Στις 2 Μαΐου του 1998 τα βάσανα του φτάνουν στο τέλος του, όμως ο τρόπος είναι τραγικός και ο πλέον δυσάρεστος. Ο 37χρονος πια Άγγλος κάνει διάρρηξη σε ένα γκαράζ και αυτοκτονεί, φτιάχνοντας μια αυτοσχέδια κρεμάλα. «Συνειδητοποίησα πως όλοι με θεωρούσαν ήδη ένοχο. Δεν θέλω να στεναχωρώ άλλο τους φίλους και την οικογένεια μου». Ετσί θα κλείσει το σημείωμα που θα αφήσει, εξηγώντας πως δεν θα έβλαπτε ποτέ κάποιον άλλον άνθρωπο και ότι έγινε ήταν συναινετικό, όμως ήταν πεπεισμένος πως δεν θα λάμβανε μια δίκαια δίκη λόγω της ομοφυλοφιλίας του.
«Τότε το να μου πουν ότι ο αδερφός μου ήταν ομοφυλόφιλος, ήταν ένας τρόπος για να ξεκινήσεις καυγά μαζί μου. Για καιρό ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη μου και γελούσαν όταν έμπαινα στο μπάνιο, όμως όταν το παραδέχθηκε δημόσια τα πράγματα ξέφυγαν. Μετανιώνω για κάθε στιγμή. Θα έπρεπε να ήμουν πιο δυνατός. Ο Τζάστιν ήταν ένας υπέροχος αδερφός και ποτέ δεν μου κράτησε κακία. Μακάρι να είχα μεγαλύτερη επικοινωνία μαζί του όσο ακόμα ζούσε. Θέλω να γίνει ξεκάθαρο, ήμουν ένα απαίσιο τέρας απέναντί του», θα δηλώσει το 2020 ο Τζον Φαζάνου, η κόρη του οποίου έχει ιδρύσει προς τιμήν του θείου της έναν οργανισμό για τα δικαιώματα της LGBTQ κοινότητας.
Μόλις πέρυσι ο Τζέικ Ντάνιελς της Μπλάκπουλ έγινε ο πρώτος εν ενεργεία επαγγελματίας που δηλώνει ανοιχτά πως είναι ομοφυλόφιλος, όμως ακόμα και συμβολικά αυτή η τιμή θα έπρεπε να ανήκει στον Φαζάνου. Μπορεί τότε να αγωνιζόταν ερασιτεχνικά, μπορεί να μην το δήλωσε περήφανα κι απλά να το «ξεπούλησε» για χρήματα και φήμη, όμως τα όσα πέρασε στην πολυτάραχη ζωή του και το τραγικό του τέλος αποτελούν ένα παράδειγμα της ρατσιστικής και ομοφοβικής συμπεριφοράς που μαστίζει διαχρονικά τα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Ο Τζάστιν Φαζάνου ήταν ένας εκπληκτικός ποδοσφαιριστής, όμως δυστυχώς γεννήθηκε μαύρος και ομοφυλόφιλος…