Δεν είναι και λίγο, να ξεκινάς τη καριέρα σου από μια χώρα της Κεντρικής Αμερικής και να καταλήγεις να παίζεις στη Πρέμιερ Λιγκ, αλλά και σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Γι’ αυτό σήμερα θα σας παρουσιάσουμε τον παλαίμαχο υψηλόσωμο επιθετικό απ’ το Τρίνινταντ και Τομπάγκο, Κένγουιν Τζόουνς.
Τον Οκτώβριο του 1984 γεννήθηκε ο ήρωάς μας στη πόλη Point Fortin, μια πόλη που απαριθμεί περίπου 16 χιλιάδες κατοίκους. Ο θείος του, Φίλμπερτ, επίσης ποδοσφαιριστής, συμμετείχε στην εθνική ομάδα του Τρίνινταντ που παραλίγο να βρεθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, όντας ένας «θρύλος» του ποδοσφαίρου της χώρας. Η μητέρα του, Λύντια, δούλευε κάθε έξι μήνες στις ΗΠΑ ως οικιακή βοηθός, αφήνοντας τον μικρό Κένγουιν με τον πατέρα του και τον αδερφό του.
Ο νεαρός έμαθε πολλά «μυστικά» της μπάλας απ’ τον θείο του Φίλμπερτ Τζόουνς, μεταξύ άλλων κι έναν πανηγυρισμό με «κωλοτούμπες», που έγινε αργότερα σήμα κατατεθέν του, κάθε φορά που σκόραρε. Οι Τζό Πάμπλικ και W Κονέξιον ήταν οι πρώτες επίσημες ομάδες του. Αγωνιζόμενος σε πολλές θέσεις στις ομάδες αυτές, που συμμετείχαν στο πρωτάθλημα της πατρίδας του, κατάφερε να ξεχωρίσει. Τα 30 γκολ σε 31 συμμετοχές, εντός τριών χρόνων, έδειχναν πως ο Τζόουνς δεν θα έμενε για πολύ στη πατρίδα του.
Έπειτα, το 2004, ο Κένγουιν Τζόουνς είχε τις εξής δυο επιλογές. Είτε θα πήγαινε στο στρατό, είτε θα έβρισκε ομάδα στην Ευρώπη για να «ακολουθήσει» το όνειρό του για μια μεγάλη καριέρα. Η μεγαλύτερη δυσκολία, το γεγονός πως μόλις είχε αποκτήσει το πρώτο του παιδί. Το καλοκαίρι εκείνου του έτους ξεκίνησε μια «περιπλάνηση», καθώς περνούσε δοκιμαστικά κάθε δυο εβδομάδες σε διαφορετικό σύλλογο. Νωρίτερα, το 2002, είχε περάσει δοκιμαστικά από τις Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Μίντλεσμπρο, ενώ ακολούθησαν Σαουθάμπτον και Γουέστ Χαμ. Οι «Άγιοι» πείστηκαν από τις ικανότητες του νεαρού και τον υπέγραψαν, με τον πρόεδρο της W Κονέξιον να υποστηρίζει πως επρόκειτο για τον καλύτερο παίκτη που θα έβγαινε απ’ το Τρίνινταντ, μετά τον Ντουάιτ Γιόρκ. Αξίζει να σημειωθεί πως, νωρίτερα, το 2003, έκανε και το ντεμπούτο του με την εθνική ομάδα της πατρίδας του, στα 19 του χρόνια, σε φιλικό αγώνα εναντίον της Φινλανδίας.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, παραχωρήθηκε ως δανεικός στη Σέφιλντ Γουένσντεϊ, σκοράροντας επτά γκολ σε επτά αγώνες. Η επίδοσή του αυτή έκανε τη Σαουθάμπτον να ανακαλέσει το δανεισμό του, κάνοντας στο μεταξύ τρεις συμμετοχές. Τον Φεβρουάριο του 2005 βρέθηκε, πάλι ως δανεικός, στη Στόουκ Σίτι της Τσάμπιονσιπ, βάζοντας τρία γκολ σε 13 παιχνίδια. Στο μεταξύ, βρέθηκε και στο Παγκόσμιο Κύπελλο με το Τρίνινταντ, μια επιτυχία που δεν έχει επαναληφθεί ξανά για τη χώρα, το 2006. Ακολούθησαν δυο «γεμάτες» χρονιές με τους «Αγίους», έχοντας 19 γκολ σε διάστημα δυο χρόνων. Τότε μάλιστα ήταν που ο Τζορτζ Μπάρλεϊ, προπονητής της ομάδας του, τον «παρομοίασε» με τον Ντιντιέ Ντρογκμπά, καθώς επρόκειτο για έναν επιθετικό πολύ καλό στο «ψηλό» παιχνίδι, δυνατό και με καλή τεχνική κατάρτιση.
Το 2007 ξεκίνησε τη σεζόν με γκολ, στο πρώτο αγώνα της Σαουθάμπτον, όμως στις 24 Αυγούστου κατέθεσε αίτημα για μεταγραφή, μη θέλοντας να παραμείνει σε ομάδα που αγωνίζεται στη Τσάμπιονσιπ. Η Σάντερλαντ πλήρωσε έξι εκατομμύρια λίρες για να τον κάνει δικό της, συνθέτοντας στην επίθεση ένα πολύ αποτελεσματικό δίδυμο με τον συμπατριώτη του, Στερν Τζον. Μάλιστα, η «αποικία» του Τρίνινταντ στη Σάντερλαντ συμπεριλάμβανε έναν ακόμη, τον Κάρλος Έντουαρτς, που ήταν και συμμαθητής του Τζόουνς! Το ντεμπούτο του έκανε τη πρώτη μέρα του Σεπτεμβρίου ενάντια στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ενώ στις 15 του ίδιου μήνα σκόραρε το πρώτο του τέρμα με τις «Μαυρόγατες», σε μια νίκη επί της Ρέντινγκ.
Στη Σάντερλαντ ο Τζόουνς είχε τις πιο «παραγωγικές» χρονιές του, έχοντας 26 γκολ σε 94 συμμετοχές στη Πρέμιερ Λιγκ, σε διάστημα τριών χρόνων. Τσέλσι, Λίβερπουλ και Τότεναμ είχαν «αποπειραθεί» να τον αποκτήσουν, με τον Ρόι Κην, τότε προπονητή των «Μαυρόγατων», να μην τον παραχωρεί. Πολλά εκ των τερμάτων που σκόραρε ήταν με το κεφάλι, «πληγώνοντας» αρκετές φορές μάλιστα τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η οποία εκείνα τα χρόνια είχε μια σπουδαία «αμυντική» γραμμή.
Κάντε ένα like στη σελίδα μας στο Facebook αν δεν το έχετε ήδη κάνει!
Το 2010 έδωσε και τον τελευταίο του αγώνα στο Stadium of Light, με τη Στόουκ Σίτυ να κάνει ρεκόρ μεταγραφής, δίνοντας για τον επιθετικό απ’ το Τρίνινταντ οκτώ εκατομμύρια λίρες. Η πρώτη του χρονιά ως «Potter» είχε δώδεκα γκολ και έναν τελικό FA Cup που χάθηκε από τη Μάντσεστερ Σίτυ. Παρά τον χαμένο τελικό, η Στόουκ βρέθηκε την επόμενη σεζόν στο Γιουρόπα Λιγκ, με τον Τζόουνς να σκοράρει τέσσερα τέρματα στη διοργάνωση. Το 2011 ξεκίνησε να χάνει τη θέση του στην εντεκάδα, «επισκιαζόμενος» από τη παρουσία του Πήτερ Κράουτς. Η θητεία του στη Στόουκ δεν ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη, με τον ίδιο να «παραβιάζει» αρκετές φορές τους εσωτερικούς κανονισμούς της ομάδας, επικαλούμενος προσωπικά προβλήματα. Αποκορύφωμα αυτών, στις 14 Γενάρη του 2014 δεν έφτασε στο γήπεδο για τον αγώνα με τη Τσέλσι, επικαλούμενος προσωπικό πρόβλημα. Ο Χιούζ που ήταν προπονητής του, επέβαλλε πρόστιμο στις απολαβές του για δυο εβδομάδες.
Η Στόουκ δεν είχε μείνει ικανοποιημένη απ’ τα όσα έβλεπαν απ’ τον υψηλόσωμο επιθετικό, ανταλλάζοντάς τον με τη Κάρντιφ, για τον Πίτερ Οντεμβίγκι. Στο τέλος της χρονιάς η ουαλική ομάδα υποβιβάστηκε. Ευρισκόμενος στη Τσάμπιονσιπ την επόμενη χρονιά, ο Τζόουνς πέτυχε εννιά γκολ, αλλά λόγω του ότι η ομάδα ήθελε να εξοικονομήσει χρήματα, στάλθηκε δανεικός στη Μπόρνμουθ. Σκόραρε μονάχα μια φορά σε έξι αγώνες, κερδίζοντας ως μέλος των «Κερασιών», την άνοδο στη Πρέμιερ Λιγκ.
Έπειτα επέστρεψε και πάλι στη Κάρντιφ, σημειώνοντας πέντε γκολ στο πρώτο μισό της σεζόν. Όντας μη ικανοποιημένος όμως από τα οικονομικά και αγωνιστικά που «έτρεχαν» στην ομάδα, θέλησε να αποχωρήσει. Αρχικά, δόθηκε δανεικός για το υπόλοιπο της σεζόν στην Αλ Τζαζίρα, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ακολούθησε η «βραχύβια» παρουσία του στο MLS με τη «νεοσύστατη» Ατλάντα Γιουνάιτεντ, μερικές συμμετοχές στην Σέντραλ της πατρίδας του, για να ανακοινώσει τον Νοέμβριο του 2017 την απόσυρσή του από τα γήπεδα.
Μια καριέρα με περίπου 300 συμμετοχές στα αγγλικά γήπεδα και αρκετά γκολ κάθε άλλο παρά άσχημη μπορεί να θεωρηθεί. Γενικότερα, μιλάμε για έναν επιθετικό με σπουδαία σωματικά προσόντα, που χαρακτηριζόταν όμως, ιδιαίτερα αφού μετακινήθηκε στη Στόουκ, από τις μεγάλες περιόδους «ξηρασίας» που είχε στο σκοράρισμα. Με την εθνική ομάδα της χώρας του συμπλήρωσε 82 αγώνες και σημείωσε 23 τέρματα, όντας αρχηγός της από το 2011, δείχνοντας μεγαλύτερη «ζήλο» κυρίως τα τελευταία χρόνια της καριέρας του.
Σαφέστατα, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν παίκτη που είχε την ίδια ικανότητα και επιτυχίες με τον Ντιντιέ Ντρογκμπά. Ορισμένα κοινά στοιχεία ανάμεσα στους δυο παίκτες υπήρχαν, αναφορικά με τον τρόπο παιχνιδιού τους, μα τίποτε παραπάνω. Όλοι σίγουρα θα τον θυμούνται για τις «μεγάλες» κεφαλιές του, τον ιδιόρρυθμο πανηγυρισμό του, αλλά και τις πολύ καλές εμφανίσεις του στη Σάντερλαντ.