Γίνεται να είσαι κολλημένος με την μπάλα, και δη το αγγλικό ποδόσφαιρο, αλλά να λατρεύεις μία ομάδα στον πυθμένα των επαγγελματικών κατηγοριών όπως η Κόλτσεστερ;
Είμαι ένας λάτρης του αγγλικού ποδοσφαίρου που οι μεγάλες ομάδες του Νησιού απέτυχαν να τον συγκινήσουν. Παρότι (παρ)ακολουθώ σχολαστικά την Πρέμιερ Λιγκ και ενημερώνομαι όπως κάθε φίλος της μπάλας στη γενέτειρά της, δεν πείστηκα από τις επαναλαμβανόμενες επιτυχίες της Λίβερπουλ ή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη δυναμική της Άρσεναλ και της Τσέλσι ή τον ρομαντικοποιημένο πόνο αρκετών ακόμη κατά τ’ άλλα συμπαθέστατων συλλόγων. Συχνά διαλέγω στρατόπεδα, αλλά ποτέ η εκάστοτε επιλογή μου δεν πηγάζει από αγνό, οπαδικό πάθος. Στην ερώτηση ποια αγγλική ομάδα υποστηρίζω, απαντώ (spoiler alert!) την Κόλτσεστερ Γιουνάιτεντ!
Δεν πίστεψα ποτέ πως ήμουν απλά «ανίκανος» να δεθώ με έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο – είχα απτές αποδείξεις για το αντίθετο στη θέα της ομάδας, που αγαπώ στην Ελλάδα. Στην Αγγλία όμως δεν ήταν παρών ο παράγοντας της γεωγραφικής εγγύτητας για να με τυλίξει σε ένα fanbase σχεδόν χωρίς τη συγκατάθεσή μου. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, δεν δούλεψε πάνω μου κανένας από τους λόγους-κράχτες που φέρνουν νέους πιστούς στους εκάστοτε ποδοσφαιρικούς ναούς. Ίσως όλα φαίνονταν κάπως επιτηδευμένα, σαν να ήταν εκεί για να με πείσουν να ακολουθήσω κι εγώ, ενώ απολάμβανα τα δρώμενα με μια συγκρατημένη αδιαφορία. Αν πειθόμουν από κάποιον, θα ήταν μία απρόβλεπτη επιλογή. Αυτό το φαινομενικά ασήμαντο ζήτημα κλήθηκε να λύσει ένα παιχνίδι που λέγεται Football Manager.
Η πρώτη επαφή
Όταν πια είχα μάθει τα βασικά του παιχνιδιού και το στάδιο του συνεχούς quit/load ήταν παρελθόν, ήθελα μία πραγματική πρόκληση, κάτι εκτός Ελλάδος. Η ομάδα στην οποία κατέληξα δεν προέκυψε από καμία σοβαρή λογική διεργασία αλλά επιλέχθηκε τυχαία, απλά επειδή έπεσα πάνω της, απλά επειδή μου ακούστηκε ωραία το όνομα και τα χρώματά της. Αυτό το save στην έκδοση του Football Manager για τη σεζόν 2012/13 άνοιξε μία νέα παράλληλη πραγματικότητα στον χωροχρόνο.
Στο 2024 εκείνου του timeline η Κόλτσεστερ έχει κάνει μία εξωφρενικά πρωτόγνωρη είσοδο στην ελίτ του αγγλικού και παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Έχει καταφέρει να στρέψει όλα τα βλέμματα πάνω της και αναγκάζει ιστορικές ομάδες να της παραδίδουν τρόπαια σε ετήσια βάση, ζώντας δόξες που στην δική μας πεζή πραγματικότητα φαίνονται επιεικώς αφελείς. Σε εκείνο το 2024, περάσαν από την κομητεία του Έσεξ μερικοί από τους πιο ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που (δεν) υπήρξαν ποτέ, οι ντόπιοι οπαδοί ένιωσαν την ευδαιμονία που νιώθεις μόνο όταν σηκώνεις τρόπαια σαν αυτά της Πρέμιερ και του Τσάμπιονς Λιγκ, κι όλα αυτά πλέον στεγάζονται σε νέο γήπεδο αρκετά μεγάλο να τους χωρέσει όλους, με το όνομα του προπονητή που έκανε «πραγματικότητα» αυτή την αλλαγή να φιγουράρει με χρυσά γράμματα στην πρόσοψη (τυχαίως ομώνυμο με τον υποφαινόμενο συντάκτη).
Όποιος είναι εξοικειωμένος με το παιχνίδι ίσως νιώσει σαν να κοιτάζει τον καθρέφτη διαβάζοντας την προηγούμενη παράγραφο, αλλά σίγουρα δεν πρόκειται να έρθει προ εκπλήξεως. Μια τέτοια πορεία είναι μέχρι και συνηθισμένη στα δεδομένα του Football Manager, κι εγώ ο ίδιος έχω επαναλάβει αντίστοιχες επιτυχίες έκτοτε. Σε καμία περίπτωση όμως τα συναισθήματα δεν έφτασαν τα επίπεδα του αγνού εκστασιασμού της πρώτης φοράς με τα γαλανόλευκα της Κόλτσεστερ. Όταν διακόπηκε απότομα η πορεία της ομάδας που θα έκανε τη Λέστερ του 2016 να ντραπεί, ένιωθα όπως πολλοί φίλαθλοι που ζυγίζουν τα συναισθήματα προς τις ομάδες τους. Ένιωσα πως δεν έχω επιλογή, πλέον αυτή είναι η ομάδα μου.
Και τώρα, τι;
Ποια είναι όμως αυτή η Κόλτσεστερ Γιουνάιτεντ, θα ρωτήσει εύλογα κάποιος που δεν γνωρίζει και τις 92 ομάδες των επαγγελματιών κατηγοριών της Αγγλίας. Η Κόλτσεστερ βρίσκεται στην ομώνυμη, αλλά και αρχαιότερη πόλη του Ηνωμένου Βασιλείου, περίπου 80 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Λονδίνου. Ιδρύθηκε το 1937 ως απάντηση σε προϋπάρχουσα ομάδα της πόλης που αρνιόταν να γίνει επαγγελματική, έχει το μπλε και το άσπρο ως τα βασικά της χρώματα, τον ρωμαϊκό αετό για σύμβολο και τη κοντοχωριανή Σάουθεντ Γιουνάιτεντ ως αντίζηλό της – αυτό που οι Άγγλοι ονοματίζουν «local rival». Τα ντοκουμέντα από τις περισσότερες επιτυχίες της βρίσκονται σε ασπρόμαυρο φορμάτ, καθώς ήταν το μόνο διαθέσιμο όταν συνέβαιναν. Τέλος, από εδώ ξεκίνησε την καριέρα του ο γνωστός μας Λομανά Λούα Λούα, κι εδώ την έκλεισε ο σπουδαίος Τέντι Σέριγχαμ, στην… τρυφερή ηλικία των 42 ετών.
Η συνειδητοποίηση της νέας πίστης μου θα μπορούσε να έχει πολύ μεγαλύτερη επίδραση εφόσον δεν χώριζαν περισσότερα από 2000 χιλιόμετρα το σπίτι μου από την έδρα της Κόλτσεστερ. Ακόμη περισσότερο, αν η League One (στην οποία αγωνιζόταν τότε η ομάδα) είχε έστω κι ένα μικρό κομμάτι της κάλυψης που εξασφαλίζεται για την Πρέμιερ Λιγκ. Δεν παραπονιέμαι φυσικά που ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος δεν μετέδιδε τον αγώνα Κόλτσεστερ εναντίον Σριούσμπερι (αν και κάτι μου λέει πως θα το έκανε ευχαρίστως). Η πραγματικότητα όμως με ανάγκαζε να προσαρμοστώ, αν ήθελα να επιβιώσω.
Σε αντίθεση με την πραγματικότητα του Football Manager, όπου είναι σχεδόν υποχρέωση να παρακολουθείς κάθε αγώνα της ομάδας σου, στο δικό μας timeline οι τηλεοπτικές μεταδόσεις των χαμηλότερων κατηγοριών είναι εξαιρετικά σπάνιες, και μπορούν να περάσουν έτη χωρίς μία ομάδα να βγει στη μικρή οθόνη. Από εκεί που είχα μάθει απ’ έξω το ρόστερ της σεζόν 2012/13 και λάτρευα τον Άντονι Γουόρντσγουορθ και τον Τομ Ίστμαν, σιγά σιγά κατέληξα να περιορίζομαι σε μια φτωχή ματιά στα αποτελέσματα, άντε και στα χαιλάιτς, όποτε ανέβαιναν στο YouTube.
Ταυτόχρονα, οι πορείες του συλλόγου δεν ενέπνεαν μεγάλη αισιοδοξία. Έχοντας πει αντίο στο ρεκόρ της 10ης θέσης στην Τσάμπιονσιπ του όχι και τόσο μακρινού 2007 και των ονείρων για περαιτέρω ανέλιξη, η Κόλτσεστερ που γνώρισα εγώ φυτοζωούσε στις τελευταίες θέσεις της τρίτης τη τάξει κατηγορίας, απ’ όπου και τελικά υποβιβάστηκε το 2016. Στο χαμηλότερο επίπεδο της Φούτμπολ Λιγκ, κι ένα βήμα πριν τα ερασιτεχνικά (άντε ημι-επαγγελματικά) της Νάσιοναλ Λιγκ, η ομάδα επίσης δεν πρωταγωνιστεί (μάλλον το αντίθετο) αφού τις μισές χρονιές της εκεί έχει τερματίσει από 20η και κάτω!
Η απογοήτευση του υποβιβασμού, τη στιγμή που όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος υποκλινόταν στο θαύμα της Λέστερ, ήταν σχετικά μικρή. Καθότι δεν είχα προσδοκίες πως η ομάδα πρόκειται να ακολουθήσει σύντομα την πορεία που της εξασφάλισα στη δική μου «πραγματικότητα», η μόνη σοβαρή μου ανησυχία περιοριζόταν στο σενάριο ενός ακόμα υποβιβασμού, μία προοπτική με την οποία η ομάδα φλερτάρει έντονα τα τελευταία χρόνια.
Τα μυαλά των Άγγλων έχουν εξελιχθεί με τρόπο πλήρως προσαρμοσμένο στην πραγματικότητα των χαμηλών κατηγοριών, εκεί όπου φαίνεται η νοοτροπία κάθε πυρήνα φιλάθλων, αφού έχουν μάθει να συμβιβάζονται με τον πόνο και την αποτυχία, με τρόπο που δεν τους ξενερώνει ανεπανόρθωτα και τους σπρώχνει μακριά από το γήπεδο. Ωστόσο προερχόμενος από την ελληνική πραγματικότητα, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών συγκεντρώνεται σε μία χούφτα ισχυρών συλλόγων και αντιδρά ιδιαίτερα κυκλοθυμικά στις εκάστοτε πορείες, η ψύχραιμη προσέγγιση των Άγγλων φάνταζε ξένη, σε σημεία ακατανόητη και εν τέλει ασυμβίβαστη με τον τρόπο που είχα μάθει εγώ να αλληλεπιδρώ με την ομάδα μου.
Εν καιρώ όμως, παρατήρησα πως την υιοθέτησα κι εγώ. Τουλάχιστον για όσο δεν βρίσκεται η ομάδα στις κόκκινες θέσεις της βαθμολογίας, μία ήττα δεν έφερε και το τέλος του κόσμου, την άλλη εβδομάδα πάλι εδώ θα είμαστε. Ταυτόχρονα, πίσω στην πατρίδα, μία αναπάντεχη γκέλα μπορεί να φέρει γκρίνια ολόκληρων ημερών. Σε αυτή μου τη προσέγγιση συνέβαλε σίγουρα και η ανωτέρα βία της απουσίας αγώνων της Κόλτσεστερ από οποιοδήποτε τηλεοπτικό πρόγραμμα είχα διαθέσιμο. Για χρόνια, καμία υπηρεσία streaming δεν συμπεριλάμβανε αγώνα της Κόλτσεστερ, ενώ στην σπανιότατη περίπτωση που το όνομα έλαμπε διά της αναπάντεχης παρουσίας του, τα links ήταν συχνά νεκρά!
Χωριανοί, μας δείχνει η τηλεόραση
Αν δεν με απατά εξαιρετικά η μνήμη μου, η πρώτη φορά που κατάφερα να συμμετέχω στην ίδια τελετουργία με (φαντάζομαι) κάθε αναγνώστη μας, δηλαδή να στηθώ μπροστά σε μία οθόνη και να παρακολουθήσω τον αγώνα της αγγλικής μου ομάδας, ήρθε το σωτήριο έτος 2019. Αυτό το μικρό παράθυρο ευκαιρίας το προσέφερε απλόχερα μια διοργάνωση που συχνά χλευάζεται ως δευτερεύουσα, αδιάφορη και αχρείαστη: το Λιγκ Καπ. Τότε στον Τρίτο Γύρο της διοργάνωσης, κι ενώ η ομάδα είχε αποκλείσει τόσο τη Σουίντον, όσο και την Κρίσταλ Πάλας της Πρέμιερ Λιγκ στα πέναλτι, θα υποδεχόταν στο συχνά βροχερό Έσεξ την -τότε- δευτεραθλήτρια Ευρώπης Τότεναμ. Τα «Σπιρούνια» έφερναν μαζί τους ένα ολόκληρο συνεργείο ζωντανής τηλεοπτικής μετάδοσης, θέαμα μάλλον σπάνιο στο συγκεκριμένο γήπεδο.
Μπορώ να πω με βεβαιότητα πως ακολούθησε το συναρπαστικότερο 0-0 που έχω παρακολουθήσει στη ζωή μου, χάριν φυσικά και στο προνόμιο της θέασης που μου είχε δοθεί απλόχερα. Παρότι είχα προετοιμαστεί για ένα βράδυ όπου θα δοκιμαζόταν η αντοχή των διχτυών σε όποια εστία αμυνόταν η Κόλτσεστερ, η Τότεναμ δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε τα 19 σουτ, ούτε το 75% της κατοχής, ούτε τη συμμετοχή των Ντάιερ, Ντέλε Άλι και Λούκας Μόουρα ως βασικών και των Έρικσεν, Σον και Λαμέλα ως αλλαγών. Το δοκάρι του Βραζιλιάνου στο τελευταίο πέναλτι των Λονδρέζων, συνδυαστικά με το εύστοχο χτύπημα του Τομ Λάπσλι που ακολούθησε, ήταν αρκετά για να με στείλουν πνευματικά δίπλα σε όλο τον όγκο των πάνω από 9.000 φίλων της ομάδας που μπούκαρε για να πανηγυρίσει στο χορτάρι τη πρόκριση.
Για πρώτη φορά, η ομάδα μου μου έδωσε τη δυνατότητα να κομπάσω ως υποστηρικτής της, για πρώτη φορά την είδα να γίνεται θέμα σε ελληνικά αθλητικά μέσα, και απόλαυσα στο έπακρο αυτά τα 15 λεπτά της προσοχής που μου (ή της) αναλογούσαν. Όπως γίνεται φανερό, αυτή η ασήμαντη, και με αρκετή δόση τύχης έκπληξη σε μία δευτερεύουσα διοργάνωση με γέμισε αρκετά ώστε να θυμάμαι καθαρά το γεγονός πέντε γεμάτα χρόνια μετά. Ίσως ειρωνικά, το μικρό αυτό όνειρο θα τελείωνε δύο γύρους αργότερα στο «Θέατρο των Ονείρων» με τρία γκολ από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σε μια δεύτερη σπανιότατη ευκαιρία να απολαύσω την ομάδα στην τηλεόραση. Η Τότεναμ πήρε μία υποτυπώδη εκδίκηση σε φιλικό, δύο καλοκαίρια αργότερα.
Όχι πολλούς μήνες αργότερα εντάχθηκα στη σελίδα και κλήθηκα να περάσω τη μεγαλύτερη δοκιμασία της πίστης μου. Για πολύ καιρό κανείς δεν με έπαιρνε στα σοβαρά, αρκετοί προσπαθούσαν να «αποδείξουν» πως υποστηρίζω κάποια από τις μεγάλες ομάδες, και η Κόλτσεστερ είναι απλά η δεύτερη, το μικρό «αδερφάκι» στις προτιμήσεις μου, για να δείξω πως με ενδιαφέρουν και οι μικρές κατηγορίες, όπως κάνουν αρκετοί άλλοι φίλαθλοι. Εγώ γνώριζα πως δεν είναι «τρελό», ούτε ανήκουστο να νοιάζεσαι για μια μικρότερη, ξένη ομάδα αντί για τις μεγάλες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των αγγλόφιλων Σκανδιναβών), και εν καιρώ το κατάλαβαν και οι υπόλοιποι.
Πίσω στις μεταδόσεις, η ευκαιρία των αγώνων με Τότεναμ και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δεν έχει ξαναπαρουσιαστεί έκτοτε, τουλάχιστον όχι με τον ίδιο, «εύκολο» τρόπο. Τα προβλήματα που έφερε η πανδημία ανάγκασαν την EFL να αναβαθμίσει το iFollow, μια υπηρεσία που μέχρι τότε δεν πρόσεχε κανείς. Η αναγκαστική αποχή των φιλάθλων από τις εξέδρες σε αγώνες που δεν προορίζονταν ποτέ για τηλεοπτική κάλυψη, πόσο μάλλον αν συνυπολογίσει κανείς το γεωγραφικό μπλακ άουτ μεταδόσεων που ακόμη ισχύει στο Νησί, έγειρε τον κόσμο στις νόμιμες, online μεταδόσεις που απαιτούσαν φυσικά το δικό τους ψηφιακό εισιτήριο.
Η πρακτική αυτή, και οι δέκα λίρες που ζητάει ανά αγώνα, ποτέ δεν με έπεισε, και τη χρησιμοποίησα μόνο για μία ειδική περίπτωση, ένα εκτός έδρας ντέρμπι με τη Σάουθεντ που τελικά χάθηκε με 2-0. Οι ομάδες έκαναν καμπάνιες κατά της πειρατείας των μεταδόσεων του iFollow, όμως εγώ δεν έβρισκα πουθενά αυτές τις μεταδόσεις.
Παρά τα περασμένα χρόνια απ’ όταν τα γκολ του Τζάκοπο Μπρόλια (Jacopo Broglia στο πρωτότυπο), του καλύτερου Ιταλού επιθετικού που δεν υπήρξε ποτέ, με έκαναν να σχηματίζω μπουνιές στον αέρα, η επιθυμία για αλληλεπίδραση με την Κόλτσεστερ παρέμενε. Σύντομα ανακάλυψα τρόπο ώστε να ακούω μέσω ίντερνετ τη ραδιοφωνική μετάδοση των αγώνων, ενώ μόλις πέρυσι προέκυψαν τα πρώτα streans που όντως δουλεύουν, έστω και με την ισχνή συχνότητα που κερδίζει η ομάδα. Είναι το ποδόσφαιρο πάντα όμορφο; Όχι. Είναι, συχνά, εξαιρετικά αδέξιο; Ναι. Έχει σημασία; Όχι. Τώρα συνειδητοποιώ πως έχω ζήσει μια σύντομη μορφή όλης της εξέλιξης των ζωντανών αθλητικών μεταδόσεων: από την ανυπαρξία, στο ραδιόφωνο, στην οθόνη.
Φυσικά, οι αγώνες δεν είναι ο μόνος τρόπος «επικοινωνίας» του συλλόγου με τον φίλαθλο. Ευτυχώς το «Brexit» άργησε αρκετά ώστε τα καλούδια από την μπουτίκ να ταξιδέψουν απροβλημάτιστα, όπως και τα ελάχιστα παλιά βιβλία που αφορούσαν την ομάδα και εντοπίστηκαν στο eBay. Σε στιγμές βαρεμάρας, η τεχνητή νοημοσύνη ανέλαβε τη σημαντική ευθύνη να φέρει στη ζωή διάφορες εικόνες μίας άλλης πραγματικότητας: την ανακοίνωση ενός αγαπημένου επιθετικού, την κατάκτηση του FA Cup, το νέο γήπεδο με το χαρακτηριστικό όνομα, μια αλληγορία για την ενδεκάδα που επιτίθεται σαν Βίκινγκ, το άγαλμα του προπονητή έξω από το γήπεδο, ένα μάλλον βικτωριανού στυλ ψηφιδωτό. Εφόσον είναι φαντασία, γιατί να είσαι φειδωλός;
Η αντάμωση
Σε αυτόν τον κόσμο, η ολοκλήρωση κάθε υπερπόντιου φιλάθλου έρχεται την πρώτη φορά που περνάει από οπαδός της οθόνης (στην περίπτωσή μου οριακά ούτε αυτό) σε οπαδό της εξέδρας. Η άριστη δικτύωση της Αγγλίας με τον υπόλοιπο κόσμο απλοποιεί ως κάποιο βαθμό τη διαδικασία, όμως ο δρόμος μου δεν επρόκειτο να αποδειχθεί ευκολότερος από την εν γένει υποστήριξη της Κόλστεστερ κατά τη διάρκεια της ζωής μου.
Όταν τον Νοέμβριο του 2018 επισκέφτηκα για πρώτη φορά στο Λονδίνο, φρόντισα να φτάσω εκεί κάποιες μέρες νωρίτερα, ώστε το ταξίδι να ξεκινήσει με επίσκεψη στην αρχαιότερη πόλη της Αγγλίας. Την ίδια ημέρα η (δική μου) Γιουνάιτεντ θα υποδεχόταν τους «Γκρέσιανς» της Έξετερ, κι εγώ όχι μόνο θα βρισκόμουν στις εξέδρες, αλλά θα είχα απολαύσει νωρίτερα ένα τουρ του γηπέδου, όπως είχα συνεννοηθεί με την ομάδα. Αν αναλογιζόμουν πόσο καλύτερη θα μπορούσε να γίνει εκείνη η μέρα, σύντομα θα ένιωθα εξαιρετικά άπληστος.
Τελικά έμαθα πως εκείνη η μέρα είχε, όντως, τα περιθώρια να γίνει πολύ καλύτερη απ’ ότι ήταν. Όσο εγώ ήμουν απασχολημένος κάνοντας πλάνα, στη πτήση μου φεσώθηκε μια καθυστέρηση επτά ωρών που με έστειλε σοκαρισμένο και ξενερωμένο σε ένα νυχτωμένο Κόλτσεστερ. Στο γήπεδο, που με τα μέσα είναι μισή ώρα μακριά από τον σταθμό των λεωφορείων, ο αγώνας ήταν ήδη στο ημίχρονο. Δεν ασχολήθηκα καν. Περιορίστηκα σε μία μάλλον μίζερη σκοτεινή βόλτα και πείσμωσα πως θα επιστρέψω.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσα καταραμένος, θύμα ενός ξορκιού που με καθιστούσε ανίκανο να παρακολουθήσω την ομάδα μου να παίζει, τόσο από μια οθόνη, αλλά ούτε καν από την κερκίδα. Η κατάρα έσπασε τρία χρόνια μετά, όταν θα επέστρεφα στο -μετά πανδημίας- Λονδίνο και φρόντισα η μονοήμερη στο Κόλτσεστερ να μην συμπίπτει με τη μέρα του ταξιδιού. Για έναν ουδέτερο, αναγνωρίζω πως η εμπειρία θα ήταν μέτρια. Το παιχνίδι έλαβε χώρα σε ένα κρύο βράδυ Παρασκευής, σε γήπεδο με 25% πληρότητα και μέτριο θέαμα κόντρα στη Νιούπορτ Κάουντι.
Τόσο η μνήμη μου όμως, όσο και η μαρτυρία ατόμου από τη σελίδα, μπορούν να επιβεβαιώσουν πως ένα όνειρο γινόταν πραγματικότητα. Είχα πια την επιβεβαίωση πως αυτό το στάδιο που έβλεπα τόσα χρόνια σε highlights, κι απ’ όπου ξεκίνησε το παραμύθι της Κόλτσεστερ μέσα από το Football Manager, όντως υπήρχε, κι όντως αυτή η ομάδα αγωνιζόταν εδώ. Για πρώτη φορά, βρισκόμουν δίπλα σε συνοπαδούς μου. Οι χαμηλές προσδοκίες στις οποίες είχα συνηθίσει μεταδόθηκαν κι εδώ. Το μόνο που αποζητούσα ήταν να πανηγυρίσω ένα γκολ. Ο Φρέντι Σιρς εισάκουσε την επιθυμία μου και σε μια αντεπίθεση ισοφάρισε με λόμπα το γκολ της Νιούπορτ.
Το τελικό 1-1 ήταν ένα «τόσο όσο» αποτέλεσμα, ταιριαστό στην εικόνα που έχω για τη πραγματικότητα των μικρών κατηγοριών και του φορτωμένου τους προγράμματος γενικά, αλλά και της Κόλτσεστερ των τελευταίων ετών ειδικά. Έφυγα από το γήπεδο γεμάτος ψυχικά και άδειος οικονομικά, μετά κι από την επίσκεψη στην μπουτίκ, σίγουρος όμως πως μια μέρα θα επιστρέψω, ξανά.
Αν το κείμενο γραφόταν λίγους μήνες πριν, κάπου εδώ θα τελείωνε η αφήγηση. Μετά από χρόνια trial and error έχω καταφέρει να παρακολουθώ τουλάχιστον ένα κομμάτι των αγώνων της Κόλτσεστερ, να ακούω άλλους στο ραδιόφωνο, με τις εφαρμογές livescore να καλύπτουν όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις. Όμως, μαζί με τα φρέσκα ακόμη συναισθήματα της επίσκεψης στο γήπεδο, από φέτος ένα μικρό, δικό μου κομμάτι βρίσκεται στα εντός έδρας παιχνίδια.
Μέσα στο καλοκαίρι, ο Τζορτζ από το «Blue White Army» έκανε έκκληση στην ομάδα φίλων της Κόλτσεστερ στο Facebook, ψάχνοντας διεθνείς της οπαδούς για ένα μικρό πρότζεκτ που είχε στο μυαλό του, ώστε να «τιμηθούν» στο γήπεδο όσοι δεν μπορούν να βρίσκονται εκεί δια ζώσης. Στις 7 Σεπτεμβρίου και κόντρα στη Μπρόμλι έκανε ντεμπούτο μία νέα σημαία στο γήπεδο με σύμβολα φιλάθλων της Κόλτσεστερ απ’ όλο τον κόσμο. Μεταξύ αυτών διακρινόταν κι ένας κίτρινος ρωμαϊκός αετός να πετάει πάνω από τον Λευκό Πύργο με την επιγραφή «Θεσσαλονίκη».
Home is where your football club is
Σε αυτές τις παραγράφους ήλπιζα να συγκεντρώσω μερικές σκέψεις και εμπειρίες αυτού του ιδιότροπου «ταξιδιού» στο οποίο μπλέχτηκα, όπως μπλέκεται κάθε οπαδός μιας ομάδας χωρίς τη θέλησή του. Ζώντας στην «ελιτιστική» Ελλάδα, παρατήρησα πως καλούμουν να αποδείξω τη πίστη στην ομάδα που δηλώνω πως υποστηρίζω, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι αν δήλωνα Λίβερπουλ ή Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Φυσικά, δεν υπάρχει «σωστή» ή «λάθος» ομάδα για να υποστηρίξει κανείς, ούτε κατηγορία στην οποία αυτή πρέπει να αγωνίζεται.
Αντιλαμβάνομαι πως δεν ταιριάζει σε όλους μια τέτοια επιλογή. Για όσους είναι προτεραιότητα να παρακολουθούν κάθε αγώνα της ομάδας τους χωρίς να χρεώνονται 10 λίρες τη φορά ή να βασίζονται σε κυκλοθυμικά streams, η μηχανή ψυχαγωγίας της Πρέμιερ Λιγκ τους ταιριάζει πολύ καλύτερα από έναν σύλλογο αρκετά μικρό για να είναι διατεθειμένος να δώσει προσωπικό τουρ σε κάποιον τυχαίο φίλαθλο από την άλλη άκρη της Ευρώπης.
Προσωπικά, τέτοιες μικρές πινελιές προσωπικότητας είναι που με πείθουν πως βρίσκομαι εκεί που ανήκω. Σε μία ίσως μαζοχιστική προσέγγιση του «σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι», κάθε εμπόδιο με έφερε όλο και πιο κοντά στην Κόλτσεστερ, και κάθε φορά που βρήκα ένα νέο τρόπο να «ξεγελάσω» το σύστημα, το βίωσα σαν επίτευγμα. Όσο κι αν χρειαστεί να περιμένω προτού οι ψηφιακές δόξες που με έφεραν κοντά στην ομάδα μεταφερθούν και στη πραγματικότητα, η ιδέα ενός αγώνα της Κόλτσεστερ ενάντια στη Μόρκαμ και την Καρλάιλ δεν έχει να ζηλέψει πολλά από ένα ντέρμπι κορυφής μεταξύ Άρσεναλ και Μάντσεστερ Σίτι. Άλλωστε, πλέον ένα μικρό κομμάτι μου ζει μόνιμα στο South Stand αυτού του μικρού, ποδοσφαιρικά ασήμαντου αλλά κι αξιαγάπητου γηπέδου που η μοίρα, μέσω ενός video-game με έκανε να αγαπήσω παράφορα.