Λένε πως οι απαρχές κάθε ποδοσφαιρικής ιστορίας είναι βρετανικές. Κι αν στην Ευρώπη αυτό είναι πια αναμενόμενο, λίγοι γνωρίζετε πως το ίδιο συνέβη και με την εξωτική Βραζιλία.
Η Φλουμινένσε, είναι αναμφίβολα μια από τις πιο ιστορικές ομάδες στη Βραζιλία, έχοντας κερδίσει δεκάδες τίτλους σε πολιτειακό και εθνικό επίπεδο. Στα 121 (!) χρόνια ύπαρξής της, έχει περάσει σπουδαίες ημέρες δόξας, πικρές ημέρες παρακμής που την έφτασαν μέχρι και την τρίτη κατηγορία του εγχώριου ποδοσφαίρου, ωστόσο εδώ και περίπου μια δεκαετία, μια νέα «χρυσή εποχή» έχει ξεκινήσει. Απόλυτη επιβεβαίωση αυτής, αποτελεί η κατάκτηση του τελευταίου Κόπα Λιμπερταδόρες, κάτι που της έδωσε μάλιστα και το δικαίωμα να διεκδικήσει τον τίτλο της «καλύτερης ομάδας του πλανήτη». Ωστόσο, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε γίνει, αν δεν υπήρχαν οι… Άγγλοι.
Βρισκόμαστε στην αφετηρία του 20ου αιώνα, εχουν περάσει μόλις 80 χρόνια από την ανεξαρτησία της Βραζιλίας, η οποία βρισκόταν για περίπου τρεις αιώνες κάτω από τον πορτογαλικό ζυγό. Η Αγγλο-Πορτογαλική Συμμαχία, η οποία υφίσταται μέχρι και σήμερα, οδήγησε πολλούς Άγγλους να μεταναστεύσουν σε διάφορα μέρη της Βραζιλίας και να περάσουν στους πολίτες έναν πιο «ευρωπαϊκό» τρόπο ζωής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, σύμφωνα με την απογραφή του 1920, περίπου έξι εκατομμύρια Βρετανοί ζούσαν στη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Οι περισσότεροι από αυτούς, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, την αρχιτεκτονική, αλλά ακόμη περισσότεροι ήταν οι δάσκαλοι και καθηγητές στα σχολεία της χώρας.
Ανάμεσα στους Άγγλους της υψηλής κοινωνίας, ήταν ένας κύριος με το όνομα Όσκαρ Κοξ ― γιος Άγγλου διπλωμάτη ο οποίος ζούσε και εργαζόταν στη χώρα. Όταν τέλειωσε το σχολείο, μετακόμισε στις αρχές της δεκαετίας του 1900 στη Λωζάνη για να σπουδάσει οικονομικά. Στην Ελβετία έγινε η πρώτη «μοιραία» επαφή του με το ποδόσφαιρο. Το άθλημα εκείνη την εποχή, γνώριζε τεράστια άνθηση σε όλη την Ευρώπη. Εξαιτίας όμως της έλλειψης επικοινωνιακών μέσων και της απίστευτης δυσκολίας στα υπερωκεάνια ταξίδια, είχε καθυστερήσει να αναπτυχθεί σε όλες τις υπόλοιπες ηπείρους.
Το 1901, ο Κοξ επιστρέφει στη Βραζιλία. Στη γειτονιά του Λαρανχέιρας, μαζεύει μερικούς φίλους του, οι οποίοι μοιράζονταν την καταγωγή από την Αγγλία και ιδρύουν τη Φλουμινένσε. Το όνομα δεν είναι τυχαίο. Το «Φλουμινένσε» σημαίνει «κάτοικος του Ρίο ντε Τζανέιρο». Αμέσως μετά την ίδρυση του συλλόγου, ξεκίνησε ένα ντόμινο δημιουργίας ποδοσφαιρικών ομάδων σε κάθε γειτονιά. Η τεράστια άνθιση του ποδοσφαίρου στο Ρίο Ντε Τζανέιρο απ’ το 1902 έως το 1904, οδήγησε στην ίδρυση και του πρώτου πολιτειακού πρωταθλήματος, το Καμπεονάτο Καριόκα.
Fluminense paying tribute to Oscar Cox, who was born 135 years ago, he brought football to Rio & founded Fluminense: pic.twitter.com/D5CHycAQCC
— Paulo Freitas (@Cynegeticus) January 20, 2015
Σταδιακά, όλο και περισσότερος κόσμος απολάμβανε το άθλημα. Την ίδια στιγμή, ένας ακόμη Άγγλος, ο Τσαρλς Μίλερ, είχε ξεκινήσει μια παρόμοια δράση στο Σάο Πάολο και κάπως έτσι, διασκορπίστηκε ταχύτατα σε όλη τη Βραζιλία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις απαρχές της ιστορίας της, η Φλουμινένσε αποτελούταν εξ ολοκλήρου από Αγγλό-Βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές. Δημιούργησαν ένα εξωπραγματικό σύνολο, το οποίο έμοιαζε ανίκητο εντός των «τειχών» του Ρίο ντε Τζανέιρο.
Όλα έμοιαζαν να κυλούν ομαλά μέχρι και το 1911. Ήταν εκείνη η στιγμή, που ένας τσακωμός ανάμεσα στους παίκτες της Φλουμινένσε, διέσπασε την ομάδα στα δύο. Δέκα ποδοσφαιριστές λοιπόν, αποχώρησαν από τον σύλλογο εξαιτίας αυτού του τσακωμού και ίδρυσαν μια νέα ομάδα σε μια περιοχή δίπλα από το Λαρανχέιρας, την Γκαβέα. Το όνομα αυτής, Φλαμένγκο. Έχοντας «μάθει» τις διαδικασίες εγγραφής στο πολιτειακό πρωτάθλημα, οι ποδοσφαιριστές δήλωσαν τον σύλλογό τους στο Καμπεονάτο Καριόκα, μόνο και μόνο για τις αναμετρήσεις απέναντι στην ομάδα από την οποία είχαν αποχωρήσει. Ήθελαν να κερδίσουν, να πάρουν εκδίκηση, βάζοντας τα «θεμέλια» μιας κόντρας, που εξελίχθηκε στο σημερινό «Φλα-Φλου» ντέρμπι.
Πολλές φορές τέτοιου είδους ντέρμπι έχουν και ταξικό χαρακτήρα. Έτσι, στη Φλουμινένσε των «Ευρωπαίων», προπονητές και ποδοσφαιριστές ήταν καθαρά Άγγλοι και Αγγλο-Βραζιλιάνοι, ενώ η Φλαμένγκο των «Λατίνων» αποτελούταν κυρίως από Βραζιλιάνους και Ουρουγουανούς μετανάστες της περιοχής. Παράλληλα, η διαφορά ποιότητας μεταξύ των δυο ομάδων ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Η πρώτη οδήγησε στη στελέχωση της εθνικής Βραζιλίας, δίνοντας παράλληλα τα παιχνίδια της στο τότε στάδιο του Λαρανχέιρας, ενώ η Φλαμένγκο στον αντίποδα, λογιζόταν ως «παρακατιανή». Σε μία προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεων μεταξύ Αγγλίας και Βραζιλίας, η Εξέτερ ταξίδεψε στη Νότια Αμερική για φιλικό αγώνα με την εθνική ομάδα, η οποία αποτελούταν κυρίως απο παίκτες -σωστά μαντέψατε- της Φλουμινένσε.
Κατά την διάρκεια όλων αυτών των γεγονότων, ο Κοξ παρέμενε πρόεδρος του συλλόγου και δεν είχε σκοπό να αποχωριστεί τη θέση του, όμως ο θάνατος τον βρήκε σε ηλικία μόλις 51 ετών. Ωστόσο δεν ήταν ο μόνος Άγγλος που σημάδεψε για τα καλά την ιστορία των «Τρικολόρ». Το 1913, ένας καθηγητής φυσικής αγωγής στο Μπίρκενχεντ του Μέρσεϊσαϊντ, αποσπάται στο Αγγλο-Βραζιλιάνικο Γυμνάσιο του Ρίο Ντε Τζανέιρο. Ο Χάρι Γουέλφερ, περί ου ο λόγος, κατά τη διάρκεια της ζωής του εκτός από τη δουλειά του, έπαιζε και ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικά (εκείνη την εποχή) σωματεία.
Αγωνίστηκε ως επιθετικός σε ομάδες όπως η Νόρθερν Νόμαντς, η Τρανμίρ και η… Λίβερπουλ, σκοράροντας 128 τέρματα σε 126 συμμετοχές. Ωστόσο κανείς δεν είχε ιδέα τότε για το φοβερό ένστικτο του σκόρερ που τον διακατείχε. Αποκαλύφθηκε σε έναν αγώνα μεταξύ φίλων απο την Αγγλία και αμέσως ο Κοξ τον φώναξε να συμμετάσχει στις προπονήσεις της Φλουμινένσε. Η ιστορία έγραψε 166 συμμετοχές, με 163 τέρματα στα έντεκα χρόνια που αγωνίστηκε με την ομάδα. Πανηγύρισε πέντε πολιτειακά πρωταθλήματα και έμεινε στην Ιστορία, όντας σήμερα ο 6ος κορυφαίος σκόρερ από ίδρυσης του συλλόγου. Από την ενεργό δράση αποσύρθηκε το 1924 και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο Ρίο ντε Τζανέιρο, τιμώμενος με πλακέτα «Αιώνιου Μέλους» εξαιτίας της μοναδικής του αφοσίωσης στον σύλλογο και στην Αγγλο-Βραζιλιάνικη κοινότητα.
Τη συνέχεια, έστω και στο περίπου, όλοι τη γνωρίζουμε. Η Φλουμινένσε έγινε μια από τις λαοφιλέστερες ομάδες της Βραζιλίας, το στάδιο του Λαρανχέιρας, αποτέλεσε παρελθόν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να αντικατασταθεί από τον απόλυτο «νάο» του Λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου, το Μαρακανά ― ένα στάδιο, το οποίο στο απόγειο της δόξας του, έφτασε να φιλοξενεί 200.000 θεατές στα διαβόητα ντέρμπι με τη Φλαμένγκο. Μέχρι σήμερα, αμφότερες έχουν πανηγυρίσει αμέτρητους τίτλους, όντας μέσα στην πρώτη οκτάδα των ομάδων με τις περισσότερες κατακτήσεις του εγχώριου πρωταθλήματος.
Οι «ρίζες» του βραζιλιάνικού ποδοσφαίρου ξεκινούν με τις δυο τους και είναι πολύ πιθανόν αν δεν υπήρχε ο Όσκαρ Κοξ να μην γνωρίζαμε σήμερα ούτε Φλουμινένσε, αλλά ούτε και Φλαμένγκο. Πολύ πιθανόν επίσης να μην χαιρόμασταν ποτέ τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από τις δυο ομάδες. Άραγε, φαντάζεστε ένα ποδόσφαιρο χωρίς τον Αλτάρ, τον Τέλε Σαντάνα, τον Ριβελίνο τον Ζίκο και τις θρυλικές ιστορίες που τους συνοδεύουν;