Στα 37 του χρόνια ο Νορντίν Άμραμπατ επιστρέφει στην Αγγλία για μία δεύτερη θητεία, φορώντας τη φανέλα της Χαλ μετά απ’ αυτήν της Γουότφορντ.
Από το 1960 έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η Ολλανδία βίωνε ένα μαζικό κύμα άφιξης μεταναστών από διάφορες χώρες της υφηλίου. Κατά κύριο λόγο η πλειοψηφία ερχόταν από τις πρώην ολλανδικές αποικίες, ωστόσο ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εξ αυτών προέρχονταν τόσο από την Τουρκία, όσο και από το Μαρόκο. Στους τελευταίους συγκαταλέγονταν και οι γονείς του Νορντίν Άμραμπατ. Μετανάστες Βερβέρικης καταγωγής από την περιοχή Ριφ του Μαρόκου, οι οποίοι βρήκαν το νέο τους σπιτικό στην πόλη Νάαρντεν της βόρειας Ολλανδίας.
Εκεί γεννήθηκε ο Νορντίν το 1987, όμως λίγο αργότερα σύσσωμη η οικογένεια μετακινήθηκε στο γειτονικό Χούιζεν. Στην παντελώς άσημη τοπική Ντε Ζουιντφόγκελς έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά βήματα του, ο 37χρονος πλέον ακραίος επιθετικός. Το εξόφθαλμο ταλέντο του δεν μπορούσε να περιοριστεί όμως στο μικρό Χούιζεν, μετακομίζοντας γρήγορα στα τμήματα υποδομής του Άγιαξ. Όλα έμοιαζαν να κυλούν ιδανικά για τον ταλαντούχο νεαρό, όμως αυτό έμελλε σύντομα να αλλάξει.
Ενόσω αγωνιζόταν στον «Αίαντα», άρχιζε να βιώνει αφόρητους πόνους στα γόνατα. Διεγνώσθη με σύνδρομο Osgood-Schlatter, το οποίο ουσιαστικά είναι μια μορφή οστεοχόνδρωσης και προσβάλει το σημείο που καταλήγει ο τένοντας στο οστό. Έφτασε πολύ κοντά στο να τα παρατήσει. Ο πατέρας του, Μοχάμεντ, τον συμβούλευσε να στρέψει την προσοχή του στην εκπαίδευση. «Αν είναι να σε επιλέξει το ποδόσφαιρο, θα σε επιλέξει» είχε πει, την ώρα που ο γιος του άφηνε τις ακαδημίες του Άγιαξ για να αγωνιστεί στην ομάδα της πόλης του, την ομώνυμη Χούιζεν. Παράλληλα, στράφηκε στην εκπαίδευση, όπου είχε κατεύθυνση προς τις διοικητικές και οικονομικές επιστήμες, ενώ ταυτόχρονα εργαζόταν ως λαντζιέρης σε γειτονικό εστιατόριο προκειμένου να μαζέψει λεφτά για τις σπουδές του.

Ο θυμόσοφος λαός έχει ένα ρητό. «Κάθε εμπόδιο για καλό», και φαίνεται ότι βρήκε απόλυτη εφαρμογή στο πρόσωπο του Άμραμπατ. Το ερασιτεχνικό περιβάλλον της Χούιζεν τον βοήθησε να φροντίσει το γόνατό του και παράλληλα να το ενδυναμώσει μέχρι να ξεπεράσει πλήρως τη νόσο. Οι εντυπωσιακές εμφανίσεις του τον έβαλαν στο στόχαστρο της Όμνιγουορλντ (σημερινή Αλμέρε), η οποία μόλις είχε εμφανιστεί στο ολλανδικό ποδόσφαιρο και στη δεύτερη κατηγορία της χώρας. Με 15 γκολ σε 37 συμμετοχές ήταν δεδομένο ότι θα εξασφαλίσει το πρώτο του αμιγώς επαγγελματικό συμβόλαιο. Η Φένλο τον εντόπισε και τον έκανε δικό της για μόλις 75.000 ευρώ. Οι πρώτοι «Κιτρινόμαυροι» στην πορεία της επαγγελματικής του καριέρας μπορεί να υποβιβάστηκαν, αλλά η παρθενική του εμφάνιση στην Έρεντιβίζιε απέδειξε πως είχε έρθει για να μείνει!
Τα δέκα γκολ που πέτυχε ήταν αρκετά να του χαρίσουν μια ακόμη μεταγραφή, 2,3 εκατομμυρίων στην Αιντχόφεν, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο ξεκάθαρα ότι το ποδόσφαιρο τελικά τον επέλεξε. Μέσα σε δυο χρόνια, από τα «αλώνια» του ερασιτεχνικού ποδόσφαιρου βρέθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες ομάδες της χώρας, να μάχεται για τίτλους και να αγωνίζεται στο Τσάμπιονς Λιγκ, σε έδρες όπως το Άνφιλντ, το Βελοντρόμ και το Βιθέντε Καλντερόν. Η πρώτη του χρονιά ξεκίνησε ιδανικά. Γκολ και ασίστ στο ντεμπούτο του απέναντι στην Ουτρέχτη, για να σκοράρει ακόμη τέσσερις φορές και να σερβίρει άλλα τρία τέρματα στους συμπαίκτες του. Είχε κερδίσει την θέση του βασικού εξτρέμ υπό τις οδηγίες του Χουμπ Στέφενς ενώ ακόμη και όταν αποχώρησε ο πρώην τεχνικός των Σάλκε και ΠΑΟΚ, παρέμεινε στα βασικά πλάνα του Ντουάιτ Λοντεφέγκες.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν ο Φρεντ Ρούτεν ανέλαβε τα ηνία. Με αυτόν ο Άμραμπατ μπορεί να σημείωσε δυο περισσότερες συμμετοχές, ωστόσο είδε τον χρόνο του να πέφτει σχεδόν στα μισό. Προερχόμενος κυρίως από τον πάγκο, σε μια προβληματική σεζόν για την Αϊντχόφεν, διατήρησε σταθερά τα νούμερά του σε γκολ και ασίστ, ωστόσο έδειξε τις πρώτες τάσεις φυγής. Αφού δεν κατόρθωσε να αποχωρήσει από τον σύλλογο το καλοκαίρι του 2010, το έπραξε τον αμέσως επόμενο Γενάρη. Η Καϊσέρισπορ, προσέφερε ένα εκατομμύριο στους Ολλανδούς για να τον φέρει στην Καισάρεια, πείθοντάς τον να ξενιτευτεί για πρώτη φορά.

Το εμβληματικό γήπεδο Καντίρ Χας υποδέχθηκε τον νεαρό Μαροκινό, ο οποίος μέσα από την Καϊσέρισπορ θα κέρδιζε το δικαίωμα να καθιερωθεί στην εθνική ομάδα της πατρίδας των γονιών του, καθώς επίσης και να κληθεί στην αποστολή για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 στο Λονδίνο. Στο «Αστέρι της Ανατολής», όπως αποκαλείται ο τούρκικος σύλλογος, σε 1,5 χρόνο κατέγραψε επτά γκολ και 14 ασίστ, έφτασε δύο φορές κοντά στο να κατακτήσει με την ομάδα ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο και λατρεύτηκε από τον προπονητή του, Σότα Αρβελάτζε.
Όσο και αν σύλλογος και κόσμος ήθελαν την παραμονή του, κάτι τέτοιο ήταν στην πράξη ανέφικτο. Η Γαλατασαράι το καλοκαίρι του 2012 απλώνει «χρυσάφι» στα πόδια τους, φέρνοντας τον Άμραμπατ στην Κωνσταντινούπολη για 8,6 εκατομμύρια ευρώ. Με την «Τσιμ Μπομ» κατέκτησε πρωτάθλημα και Σούπερ Καπ Τουρκίας κι έφτασε μέχρι τα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ, αγωνιζόμενος με σπουδαίους συμπαίκτες όπως ο Γουέσλι Σνάιντερ, ο Ντιντιέ Ντρογκμπά και ο Φελίπε Μέλο.

Η πολυκοσμία και η σταθερή έλευση αστέρων στο Αλί Σαμί Γεν τον οδήγησε σε συνεχόμενους δανεισμούς στη Μάλαγα, η οποία λίγο καιρό πριν κατακτούσε τα πλήθη με την απίθανη πορεία της στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση. Αφού έπεισε τον Σεΐχη Αλ Θανί, ο Άμραμπατ έφτασε με μόνιμη μεταγραφή στο Λα Ροσεράδα για 3,5 εκατομμύρια για να πωληθεί έξι μήνες αργότερα σε υπερδιπλάσια τιμή στην Γουότφορντ, η οποία είχε μόλις προβιβαστεί στην Πρέμιερ Λιγκ. Το επίπεδο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Ο Μαροκινός άσσος δεν είχε συνηθίσει σε τόσο φρενήρη ρυθμό, όμως κατόρθωσε να αγωνιστεί σε 41 αγώνες της Πρέμιερ Λιγκ!
Θα έλεγε κανείς ότι στην Μέση Ανατολή «αναστήθηκε». Στα 34 του, έδειχνε ακούραστος, εξαιρετικά γυμνασμένος και με μοναδικές αντοχές, γυρνώντας έτσι στην Ευρώπη για λογαριασμό της ΑΕΚ. Ως φίλος της ομάδας δεν μπορώ να μιλήσω αντικειμενικά για τον ίδιο, ούτε για τον κομβικό του ρόλο στον «Δικέφαλο». Ακούραστος, επαγγελματίας με όλη τη σημασία της λέξης, γεγονός που εκτιμήθηκε από όλους και τον ίδιο να καταγράφει στον αθηναϊκό σύλλογο τις περισσότερες συμμετοχές που έχει καταγράψει σε ομάδα μέχρι σήμερα. Βοήθησε τα μέγιστα τη σεζόν του νταμπλ, υπήρξε βασικό γρανάζι της ομάδας του Ματίας Αλμέιδα μέχρι και την τελευταία του ημέρα και κέρδισε την αγάπη των οπαδών με την ανιδιοτελή προσφορά του.

Στα 37 του πλέον, όχι μόνο αρνήθηκε να δώσει τίτλους τέλους, αλλά αποφάσισε να δοκιμαστεί στο ίσως πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα στον κόσμο: την Τσάμπιονσιπ. Κάπως έτσι επέστρεψε στην Αγγλία για λογαριασμό της Χαλ, κάνοντας μάλιστα και το ντεμπούτο του πριν μερικές ημέρες απέναντι στη Μίλγουολ. Το πού θα σταματήσει αυτός ο παίκτης είναι άγνωστο. Η φυσική του κατάσταση παραμένει εξαιρετική παρά την προχωρημένη ηλικία του (σύντομα θα γίνει 38 ετών), ενώ από την αρχή της καριέρας του μέχρι και σήμερα δεν έχει ολοκληρώσει σεζόν με λιγότερα από 26 παιχνίδια!
Φυσιολογικά λοιπόν θα ρωτήσω. Πόσα θες ρε Άμραμπατ να μας τρελάνεις;