Ο άλλοτε σπουδαίος επιθετικός Άντι Κάρολ και η ακόμα περισσότερο σπουδαία Μπορντό έσμιξαν στα μέσα Σεπτεμβρίου στην πιο αξιοπερίεργη μεταγραφή της σεζόν.
Γεννημένος το 1989 στον αγγλικό βορρά και συγκεκριμένα στο Γκέιτσχεντ του Τάιν εντ Γουέρ, ο Άντι Κάρολ ανέπτυξε από μικρή ηλικία ιδιαίτερη αγάπη για το ποδόσφαιρο. Η κοντινή απόστασή της γενέτειράς του από το Νιουκάστλ και οι αδελφικές σχέσεις του τοπικού συλλόγου με τις «Καρακάξες», διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις οπαδικές του προτιμήσεις. Βέβαια, η Νιουκάστλ από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και για περίπου δέκα χρόνια, ήταν εκ των πρωταγωνιστών της Πρέμιερ Λιγκ, διεκδικώντας επί ίσοις όροις όχι μόνο τα ευρωπαϊκά εισιτήρια, αλλά κάποιες φορές ακόμη και τον τίτλο. Μιλάμε για μια εξαιρετική ομάδα, της οποίας τη φανέλα σε αυτό το διάστημα τίμησαν ποδοσφαιριστές όπως οι Άλαν Σίρερ, Νολμπέρτο Σολάνο, Ντίτμαρ Χάμαν, Νταβίντ Ζινολά και Τίνο Ασπρίγια.
Δεν υπήρχε έφηβος που να ασχολούταν με το ποδόσφαιρο στην περιοχή και να μην είχε ονειρευτεί να φορέσει τα ασπρόμαυρα. Για αυτόν τον λόγο ο νεαρός Άντι αποφάσισε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο και να μάθει τα «μυστικά» της στρογγυλής θεάς, μέσα στις ακαδημίες του συλλόγου. Γρήγορα ξεχώρισε για δυο πράγματα. Για το ψηλό κορμί του και την εκτελεστική του δεινότητα. Μέχρι τα 16, του είχε ήδη ξεκινήσει να βλέπει τον κόσμο από τα 190 εκατοστά. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας καθαρά Βρετανός επιθετικός, με τα δημοσιογραφικά να θεωρούν ότι αυτός θα είναι ο επόμενος Λες Φέρντιναντ, ο επόμενος Τζάκι Μίλμπερν ή ακόμα και ο επόμενος Άλαν Σίρερ!
Πριν προλάβει να ενηλικιωθεί, το καλοκαίρι του 2006, ο τότε προπονητής της Νιουκάστλ, Γκλεν Ρέντερ, τον κάλεσε στην πρώτη ομάδα. Θα ζούσε την εμπειρία της προετοιμασίας, αλλά η μεγάλη πρόκληση ήταν να χωρέσει στη γεμάτη επιθετική γραμμή. Θυμίζουμε ότι εκείνη την χρονιά, μπροστά από τον Κάρολ υπήρχαν ήδη οι Μάικλ Όουεν, Ομπαφέμι Μάρτινς, Σόλα Αμεόμπι, Αντουάν Σιμπιερσκί και ο νεαρός Τζουζέπε Ρόσι. Γνώριζε ότι οι ευκαιρίες θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες, έτσι έπρεπε να τις πιάσει απ’ τα μαλλιά. Ντεμπούτο έκανε στις καθυστερήσεις ενός αγώνα για το Κύπελλο UEFA, απέναντι στην Παλέρμο, αντικαθιστώντας τον Σολάνο, ενώ μέχρι και τον Μάιο του 2008, μετρούσε μόλις 284 αγωνιστικά λεπτά. Έπρεπε να έρθει η μαρτυρική σεζόν 2008/09 για να πάρει ικανοποιητικό χρόνο συμμετοχής, κυρίως υπό τις οδηγίες του Τζο Κίνιαρ.
Με αυτόν στην τεχνική ηγεσία, η Νιουκάστλ μπορεί να παρέπαιε αγωνιστικά, όμως ο Κάρολ ξεκίνησε να καπαρώνει φανέλα βασικού. Σκόραρε δις στις πρώτες τέσσερις εμφανίσεις του και γρήγορα ο κόσμος κατάλαβε ότι υπάρχει σπουδαία προοπτική για τον νεαρό επιθετικό. Δυστυχώς δεν ίσχυε το ίδιο και για την ομάδα. Η τεχνική ηγεσία άλλαξε «κεφάλι» πέντε (!) φορές, ο Κρις Χιούτον επιστρατεύτηκε τις τρεις ως υπηρεσιακός τεχνικός, την ώρα που ο Κίνιαρ είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη θέση του εξαιτίας ενός χειρουργείου στην καρδιά. Η Νιουκάστλ εννοείται ότι υποβιβάστηκε από την Πρέμιερ Λιγκ, με το ρόστερ να αποζητά ένα καλό ξεσκαρτάρισμα.
Η Τσάμπιονσιπ ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να προσαρμοστεί ο 21χρονος τότε φόρ στις απαιτήσεις του αγγλικού ποδοσφαίρου. Οι «Καρακάξες», με τον Χιούτον πλέον στον πάγκο ως μόνιμο προπονητή, απέπνεαν υγεία, η οποία έβγαινε και στον αγωνιστικό χώρο. Στο κλασικό 4-4-2, ο δίμετρος Κάρολ ήταν ο βασικός επιθετικός, έχοντας για παρτενέρ είτε τον Αμεόμπι, είτε τον Δανό Πίτερ Λόβενκραντς. Αποτέλεσμα αυτού ήταν στην πρώτη του πλήρη σεζόν να σημειώσει 19 τέρματα και η Νιουκάστλ να πάρει μία πανηγυρική πρωτιά, και φυσικά την άνοδο, με 102 βαθμούς!
Είχε πια έρθει η ώρα της Πρέμιερ Λιγκ να γνωρίσει καλύτερα τον νεαρό αστέρα με τη χαρακτηριστική κόμη. Ξεκίνησε την σεζόν με «σπασμένα» φρένα, σκοράροντας μέχρι τον Δεκέμβρη του 2011, έντεκα τέρματα σε 19 συμμετοχές. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, ο Κάρολ είχε πετύχει το τρίτο και τελευταίο τέρμα σε μια εμφατική νίκη επί της Λίβερπουλ με 3-1 – και μπήκε για τα καλά στο στόχαστρο των «Κόκκινων». Την τελευταία ημέρα των χειμερινών μεταγραφών, ο Φερνάντο Τόρες αποχωρεί από το Άνφιλντ για την Τσέλσι έναντι 50 εκατομμυρίων ευρώ. Λίγο αργότερα, ο Κάρολ ανακοινώνεται από την Λίβερπουλ, για εννέα εκατομμύρια λιγότερο, παίρνει την φανέλα του Ισπανού και γίνεται η πιο ακριβή πώληση στην ιστορία της Νιουκάστλ, αλλά και η ακριβότερη μεταγραφή Βρετανού ποδοσφαιριστή έως τότε!
Στο ίδιο μεταγραφικό «παράθυρο» είχε αποκτηθεί μάλιστα και ο Λουίς Σουάρες από τον Άγιαξ, ενώ ήδη υπήρχαν στο ρόστερ οι Μίλαν Γιοβάνοβιτς και ο πρώην παίκτης του Πανιωνίου, Νταβίντ Ενγκόγκ. Όλοι οι παραπάνω όμως ήταν κατά κάποιον τρόπο συμπληρωματικοί, αφού ο κόσμος περίμενε ο Κάρολ να σηκώσει το βάρος της αντικατάστασης του Τόρες. Δυστυχώς, στο πρώτο του εξάμηνο, περιορίστηκε σε μόλις δυο τέρματα και αυτά μαζεμένα σε έναν αγώνα απέναντι στη Μάντσεστερ Σίτι. Η Λίβερπουλ τερμάτισε στην 6η θέση, έμεινε εκτός Ευρώπης και σαν να μην έφτανε αυτό διατήρησε και την επόμενη σεζόν τον Κένι Νταγκλίς στον πάγκο της, κατά την οποία η ομάδα τερμάτισε δυο θέσεις χαμηλότερα, ο Κάρολ ναι μεν αγωνίστηκε σε 47 αγώνες αλλά σκόραρε μόλις επτά φορές, κατακτώντας ωστόσο το Λιγκ Καπ απέναντι στην Κάρντιφ.
Στη Λίβερπουλ ο μακρυμάλλης φορ έπρεπε να προσαρμοστεί σε εντελώς διαφορετικά δεδομένα, που λίγη σχέση είχαν με τη Νιουκάστλ που ο ίδιος συνάντησε. Επρόκειτο για έναν ιστορικό σύλλογο με μεγάλη πίεση από τον κόσμο, ο οποίος έβλεπε τότε την ομάδα του να παραπαίει και να συμβιβάζεται με πλασαρίσματα εκτός των θέσεων που οδηγούσαν στην Ευρώπη. Η φυγή του εμβληματικού Τόρες, ειδικά για μία άλλη αγγλική ομάδα, είχε φέρει γκρίνια και ο Κάρολ, μαζί με τα 41 εκατομμύρια που τον συνόδευαν, δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο αποτυχίας και φυσικά μηδαμινό χρόνο ελαστικότητας.
Κάπως έτσι, προς τα τέλη του καλοκαιριού του 2012, ο Άγγλος διεθνής (από το 2010) παίρνει τη μεγάλη απόφαση να συναινέσει στην επιθυμία της Λίβερπουλ και να αποχωρήσει από την ομάδα. Ο Σαμ Άλαρνταϊς, έδειξε ιδιαίτερη προθυμία να φέρει τον επιθετικό στη Γουέστ Χαμ, πράγμα που τελικά κατάφερε με τον δανεισμό του λίγο πριν την εκπνοή των μεταγραφών. Τα «Σφυριά», νεοφώτιστα τότε στην Πρέμιερ Λιγκ έψαχναν έναν έμπειρο επιθετικό που θα ηγούταν στην επίθεση, με πρωταρχικό στόχο την παραμονή.
Μαζί με τον πρώην συμπαίκτη του στη Νιουκάστλ, Κέβιν Νόλαν, δημιούργησαν ένα εξαιρετικό δίδυμο, κράτησαν σχετικά άνετα την ομάδα στην κατηγορία και ανάγκασαν τον σύλλογο της πρωτεύουσας να βγάλει από το ταμείο του 15 εκ. λίρες για να συνεχιστεί αυτή η συνεργασία. Στο Ανατολικό Λονδίνο, ο Κάρολ αγωνίστηκε για μια επταετία. Τόσο υπό τις οδηγίες του «Μπιγκ Σαμ», όσο και υπό αυτές του Σλάβεν Μπίλιτς, αλλά και του Μανουέλ Πελεγκρίνι, δεν πήρε ποτέ την φανέλα βασικού, κυρίως εξαιτίας των αρκετών τραυματισμών και της κακής του φόρμας.
Παρ’ όλα αυτά υπήρξε μία αξιόπιστη λύση που ερχόταν από τον πάγκο, βρίσκοντας 34 φορές τον δρόμο προς τα δίχτυα και οδηγώντας σταθερά τη Γουέστ Χαμ προς τα υψηλότερα στρώματα της βαθμολογίας. Μπορεί δύσκολα να τον έβλεπες στις αρχικές συνθέσεις, ωστόσο έχαιρε εκτιμήσεως των προπονητών του. Ειδικότερα, ο Μπίλιτς δεν είχε διστάσει να πει ότι «είναι ο καλύτερος κεφαλοσφαιριστής του πλανήτη όταν είναι καλά», ενώ με το παράπονο είχε μείνει ο Άλαρνταϊς , ο οποίος τον «έκραξε» ουκ ολίγες φορές για τις κακές του αποθεραπείες στις περιόδους των τραυματισμών του.
Η «δύση» ήρθε γρηγορότερα από όσο περίμενε. Λίγο πριν κλείσει τα 30 του χρόνια και μένοντας εκτός πλάνων του Πελεγκρίνι στα «Σφυριά», αποφάσισε να επιστρέψει στην πρώτη του «αγάπη». Στη Νιουκάστλ του Στιβ Μπρους κατέγραψε μόλις ένα τέρμα σε μια διετία, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν Ρέντινγκ και Γουέστ Μπρόμ, οι οποίες αγωνίζονταν εκείνες της περιόδους στην Τσάμπιονσιπ. Με τις αγγλικές ομάδες να μοιάζουν απρόθυμες να του προσφέρουν πολύμηνο συμβόλαιο (!), πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί για πρώτη φορά στην καριέρα του για χάρη της Αμιάν, η οποία αγωνιζόταν στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία της Γαλλίας.
Στην ομάδα του Σενεγαλέζου θρύλου Ομάρ Νταφ θα αγωνιστεί συνολικά 28 φορές και θα πετύχει τέσσερα τέρματα στο πρωτάθλημα, αριθμός ικανός ώστε να «κλέψει» η ομάδα του δυο πολύτιμες ισοπαλίες απέναντι σε Ροντέ και Ανεσί, αλλά και να πάρει μια ευρεία νίκη επί της Ανζέ. Στον γαλλικό βορρά άρχισε να περνάει καλά. Να απολαμβάνει το ποδόσφαιρο, έστω και αν δεν αγωνιζόταν πλέον στα ευρέως προβεβλημένα γήπεδα της Αγγλίας. Με λιγότερες έννοιες πια, και όντας ήδη στις συνειδήσεις των οπαδών ως ένας ρομαντικός βετεράνος, ο Κάρολ το πήγε ένα βήμα παραπέρα. Σαν κεραυνός εν αιθρία, στα μέσα Σεπτεμβρίου, έσκασε η είδηση ότι τη φετινή σεζόν θα αγωνιστεί στην Μπορντό, η οποία έχει «κατρακυλήσει» εξαιτίας πολλών οικονομικών και διοικητικών προβλημάτων στην τέταρτη κατηγορία της χώρας!
Η «διάλυση» του ιστορικού συλλόγου, οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου συσπείρωση, με τους «Γιρονδίνους» να επιστρατεύουν μια ομάδα ερασιτεχνών, έχοντας παράλληλα στις τάξεις τους, τόσο τον Άγγλο επιθετικό, όσο και τον Ρίο Μαβουμπά, ο οποίος στα 40 του χρόνια επέστρεψε στην ενεργό δράση. Στο ντεμπούτο του Κάρολ, η Μπορντό υποδέχθηκε τη Σατομπριάν και βρέθηκε να χάνει με δύο τέρματα. Τότε ο πολύπειρος φορ πήρε το «όπλο» του. Μείωσε το σκορ με υπέροχο γυριστό σουτ, έπειτα από χαμένη εξ’ επαφής ευκαιρία του πρώην παίκτη των Χανίων, Σεντρίκ Γιαμπερέ, ενώ ολοκλήρωσε την ντοπιέτα με υποδειγματική κεφαλιά στο 87ο λεπτό. Παλιά του τέχνη κόσκινο!
Με την πρώτη του εμφάνιση, έκανε τον κόσμο να τον «ερωτευτεί». Δεν έχει τόση σημασία αν είχε μεσολαβήσει η παρουσία στην Αμιάν ή αν την τελευταία φορά που έπαιξε στην Πρέμιερ Λιγκ ήταν στα χρόνια της πανδημίας. Ο Άντι Κάρολ, με «πυξίδα» την αγνή αγάπη του για το ποδόσφαιρο αποφάσισε να τιμήσει την ταλαιπωρημένη Μπορντό και έναντι 3.500 ευρώ τον μήνα να βοηθήσει τους «Γιρονδίνους» να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, χωρίς να νοιάζεται για τα χρήματα, ο άλλοτε ακριβότερος Βρετανός ποδοσφαιριστής στην Ιστορία, «χτίζει» την ποδοσφαιρική του παρακαταθήκη…