Όταν η Λέστερ υποδέχθηκε την Άρσεναλ τον Αύγουστο του 1997, δεν γνώριζε ότι ο Ντένις Μπέργκαμπ θα πετύχαινε εναντίον της ένα από τα ιστορικότερα χατ-τρικ στην Πρέμιερ Λιγκ.
Στα δέκα χρόνια που έμεινε ο Ντένις Μπέργκαμπ στο Βόρειο Λονδίνο δεν πρωτοστάτησε ακριβώς στο σκοράρισμα. Οι Ίαν Ράιτ, Νικολά Ανελκά και φυσικά ο Τιερί Ανρί είχαν επιφορτιστεί με αυτόν τον ρόλο, αφήνοντας τον Ολλανδό να δημιουργεί, άμεσα ή έμμεσα, να ντριμπλάρει με χαρακτηριστική ευκολία και να αποτελεί τον τέλειο συμπαίκτη. Ωστόσο τη σεζόν 1997/98 ο Μπέργκαμπ αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Άρσεναλ με 22 τέρματα (είχε και 13 ασίστ), στην πορεία της ομάδας για την κατάκτηση του πρώτου ντάμπλ μετά το 1971.
Αυτή η σεζόν ήταν και η πρώτη γεμάτη του Αρσέν Βενγκέρ στον πάγκο, που πούλησε τον Πολ Μέρσον, και έφερε «τσουνάμι», για την εποχή, στοχευμένων μεταγραφών, με τους Άπσον, Μάνινγκερ, Όφερμαρς, Γκριμαντί, Πετί και Μπόα Μόρτε να καταφθάνουν στο Χάιμπουρι. Οι πρώτοι τρεις μήνες αυτής της «νέας» ομάδας ήταν εκπληκτικοί, προάγγελος όσων θα ακολουθούσαν, με τους «Κανονιέρηδες» να ηττώνται μόλις μία φορά σε όλες τις διοργανώσεις (!), στις 16 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη από τον ΠΑΟΚ (1-0).
Όπως μάλλον φαντάζεστε, όσοι τουλάχιστον ξέρετε για την περιβόητη φοβία του Μπέργκαμπ, δεν είχε ταξιδέψει στη χώρα μας κι έτσι εκείνο το επικό του ξεκίνημα στη σεζόν διεκόπη από έναν τραυματισμό, όσο ακόμα κρατούσε την ομάδα αήττητη όταν συμμετείχε. Μέχρι τον Νοέμβριο λοιπόν ο Ολλανδός μετρούσε τότε δώδεκα γκολ και έξι ασίστ σε όλες τις διοργανώσεις, σε μόλις 14 επίσημα παιχνίδια. Η Άρσεναλ όπως ήταν λογικό ανεβοκατέβαινε στην κορυφή της βαθμολογίας, την οποία στο τέλος κατέληξε κιόλας, με τον Αλσατό τεχνικό να αρχίζει να «χτίζει» σχεδόν άμεσα τον μύθο του.
Για τις ανάγκες αυτής της ιστορίας δεν χρειάζεται να εξαντλήσουμε το πρώτο τρίμηνο όμως. Αρκεί να περιοριστούμε στον Αύγουστο, στα τέσσερα παιχνίδια του. Παίζοντας πίσω από τον Ράιτ, ο Μπέργκαμπ δεν πέτυχε, ούτε έφτιαξε κάποιο γκολ στην πρεμιέρα με τη Λιντς. Δεν τα κατάφερε ούτε στη νίκη ενάντια της Κόβεντρι. Η συνέχεια ωστόσο ήταν καταιγιστική. Κόντρα στη Σαουθάμπτον ο Ολλανδός άσσος «υπέγραψε» τη νίκη (1-3) της ομάδας του με ένα brace, μετά από δημιουργίες του Ρέι Πάρλουρ, και αποφάσισε στο επόμενο παιχνίδι, τόσο πρόωρα στη σεζόν, να το τερματίσει. Άμοιρη αντίπαλος η Λέστερ.
«Όταν ενθυμούμαι εκείνο το παιχνίδι στο Λέστερ, ήταν ένα συνηθισμένο αγγλικό παιχνίδι με το κοινό μία ανάσα από τον αγωνιστικό χώρο. Ήταν η περίοδος που είχα αρχίσει να νιώθω άνετα στην ομάδα και με τον Βενγκέρ είχα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση να τα καταφέρω. Υποθέτω δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο, απλά εκμεταλλεύτηκα στο έπακρο ευκαιρίες που μου παρουσιάζονταν σε όλη μου την καριέρα», θα δηλώσει ο Μπέργκαμπ χρόνια αργότερα σε συνέντευξη στη Mirror.
Γράψαμε παραπάνω ότι η Λέστερ ήταν άμοιρη στον συγκεκριμένο αγώνα, όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Άλλωστε οι «Αλεπούδες» δεν ηττήθηκαν, ισοφάρισαν από το 0-2 και δεν τα παράτησαν ούτε όταν δέχθηκαν γκολ στο 90+2′, έχοντας την απάντηση ένα λεπτό αργότερα για το τελικό 3-3. Δεν είχαν πάντως τρόπο να αντιμετωπίσουν τον Ολλανδό επιθετικό της Άρσεναλ, όσο κι αν προσπάθησαν οι εξόχως σκληροτράχηλοι Ρόμπι Σάβατζ, Ματ Έλιοτ και Στιβ Γουόλς. Δυστυχώς γι’ αυτούς πριν καν συμπληρωθεί ένα δεκάλεπτο αγώνα, ο Μπέργκαμπ έβγαλε το «όπλο» του κι από τον τρόπο που… πυροβόλησε, φάνηκε πως εκείνη τη νύχτα ήταν ικανός για όλα.
«Απλά τον θυμάμαι να παίρνει την μπάλα στην άκρη της περιοχής από το κόρνερ και να ανοίγει το κορμί του. Στο επόμενο δευτερόλεπτο την είδα [την μπάλα] να καταλήγει με έναν εξωφρενικό τρόπο στη δεξιά πάνω γωνία. Όμως με τον Ντένις, ήξερες πως όταν η μπάλα έφτανε στα πόδια του, λογικά θα τα κατάφερνε, θα πετύχαινε κάποιο περίτεχνο γκολ, οπότε δεν ήταν και τόσο μεγάλη έκπληξη για μένα. Ήταν απλά ο συνηθισμένος Ντένις και είχε κάνει το 0-1. Έβαζε τέτοια γκολ κάθε μέρα στην προπόνηση. Κυριολεκτικά κάθε μέρα. Ήταν πραγματικά αστείο», θα παραδεχθεί 20 χρόνια αργότερα στην Telegraph ο Λι Ντίξον.
Πράγματι αν κάποιος παρακολουθήσει αυτό το γκολ μοιάζει σαν προπόνησης. Ο Μαρκ Όφερμαρς εκτελεί ανενόχλητος το κόρνερ στον συμπατριώτη του που βρίσκεται έξω από την περιοχή κι αυτός στατικά, σχεδόν βαριεστημένα (με πολλά εισαγωγικά) εκτελεί τόσο τέλεια, που η μπάλα «γλείφει» το τεντωμένο πλευρικό δίχτυ και αφού κάνει τη «δουλειά» της επιστρέφει ξανά στο γήπεδο. Ο Αμερικανός πορτιέρε, Κέισι Κέλερ, δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα να αποκρούσει μία τέτοια εκτέλεση. Ελπίζει την επόμενη φορά να φανεί περισσότερο τυχερός. Εις μάτην.
Λίγο μετά τη συμπλήρωση μίας ώρας αγώνα, ο Μπέργκαμπ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να «χορεύει» στο γήπεδο, σκόραρε για δεύτερη φορά. Αυτό το τέρμα μοιάζει πιο εύκολο από τα άλλα, πιο απλό. Μία από τις πολλές μπαλιές του Πατρίκ Βιεϊρά, την οποία υποδέχεται κάπως πιο γουστόζικα από τον μέσο παίκτη της εποχής κι ένα αριστοτεχνικό ημι-σκάψιμο με το μυτάκι, την ώρα που ο αντίπαλος τερματοφύλακας κάνει την απέλπιδα έξοδό του. «Το δεύτερο γκολ μου ήταν ωραία, αλλά δεν μου ήταν δύσκολο. Σε εκείνο το σημείο του παιχνιδιού ένιωθα τόσο καλά σωματικά, που νόμιζα πως μπορώ να ντριμπλάρω ή να σπριντάρω τους αντιπάλους με μεγάλη ευκολία. Ακριβώς αυτό έκανα εκεί. Τίποτα παραπάνω».
Με τη Λέστερ να μοιάζει ανήμπορη και με σκορ ασφαλείας, η Άρσεναλ αρχίζει να ρίχνει τον ρυθμό της και στο τελευταίο πεντάλεπτο (της κανονικής διάρκειας) το πληρώνει. Σχεδόν από το πουθενά, οι «Αλεπούδες» πρώτα μειώνουν με τον Εμίλ Χέσκι και στη συνέχεια ισοφαρίζουν με τον κεντρικό αμυντικό Έλιοτ. Ο Μπέργκαμπ όμως δεν έχει πει την τελευταία του λέξη, κρατάει, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, το καλό για το τέλος. Το τελευταίο γκολ του (όχι και τελευταίο του αγώνα όμως) ήταν το κάτι άλλο, με τον Μαρτίν Ο’Νίλ, κυρίως χάρη σε αυτό να αναγκάζεται να πει πως είναι το «κορυφαίο χατ-τρικ που έχει δει» και τον Βενγκέρ να το χαρακτηρίζει ως το «τέλειο τέρμα».
Πριν καν το περιγράψουμε να αναφέρουμε διαδικαστικά ότι ήταν αυτό που κέρδισε το Γκολ του Μήνα, αλλά κι αυτό του Γκολ της Σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ – μία επίδοση που θα επαναλάμβανε ο Ολλανδός τον Μάρτιο του 2002, στο διασημότερό του τέρμα, που προήλθε μετά την πιο χιλιοπαιγμένη ντρίμπλα στην ποδοσφαιρική ιστορία, αυτήν κόντρα στον Νίκο Νταμπίζα. «Εκείνο το γκολ με τη Νιουκάστλ ήταν υπέροχο, όμως περιείχε κι αρκετή δόση τύχης. Με τη Λέστερ ωστόσο, όταν είδα την πάσα να κατευθύνεται σε μένα ήξερα ακριβώς τί θέλω να κάνω: κοντρόλ, κόψιμο προς τα μέσα, τελείωμα».
Με το παιχνίδι να οδεύει στη λήξη του λοιπόν, ο Ντέιβιντ Πλατ έψαξε με μία μακρινή διαγώνιο πάσα τον Μπέργκαμπ, ο οποίος βρισκόταν υπό την «άγρυπνη» επιτήρηση του Έλιοτ. Κι όμως μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά χώρου, πάνω στην κίνηση, ο Ολλανδός άσσος «έσβησε» την μπάλα με το δεξί και χωρίς να κοιτά το τέρμα επιχείρησε μία χορευτική φιγούρα, βγαλμένη από τα πιο «υγρά» όνειρα των Ρούντολφ Νουρέγιεφ και Άντονι Ντάουελ, ντριμπλάροντας με το αριστερό τον αντίπαλό του, πριν πλασάρει εύστοχα ξανά με το δεξί.
«Για μένα ήταν σαν να λύνω ένα παζλ. Είχα πάντα την εικόνα στο κεφάλι μου, γνώριζα πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα δύο και τρία δευτερόλεπτα μετά. Μπορούσα να τα υπολογίσω με ακρίβεια. Ήταν μία τεράστια απόλαυση για μένα να κάνω κάτι, που κανένας άλλος δεν μπορούσε να προβλέψει», θα δηλώσει χρόνια μετά ο Μπέργκαμπ για το αγαπημένο του τέρμα. Αν έχετε δει έστω κι ένα βίντεο με στιγμιότυπα από την καριέρα του, μάλλον καταλαβαίνετε τί βαρύτητα κουβαλά ο όρος «αγαπημένο».
«Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω αυτό το γκολ. Αυτό ήταν τεχνικά το απόλυτο γκολ Ντένις Μπέργκαμπ, έδειχνε με ακρίβεια για τί ήταν ικανός. Η ατομική ποιότητα που επέδειξε εκείνη τη νύχτα ήταν εξαιρετικά σπάνια για το ποδόσφαιρο της εποχής. Ήταν το τέλειο γκολ, ένα γκολ που όλοι ονειρεύονται να πετύχουν κάποια στιγμή, όμως δεν είναι από αυτά που μπορεί απλά να συμβούν, να σου τύχουν. Αυτό το γκολ δυστυχώς ελάχιστοι μπορούν να το πετύχουν», θα δηλώσει αφοπλιστικά ο Βενγκέρ.
Ακόμα κι αν η Άρσεναλ κατάφερε να χάσει τους τρεις βαθμούς (και να πάρει μόνο έναν) δευτερόλεπτα αργότερα, η εμφάνιση του Μπέργκαμπ είχε γράψει Ιστορία. Λίγες μέρες αργότερα η FA ανακοίνωσε πως αυτά τα τρία τέρματα θα ήταν τα μοναδικά υποψήφια για Γκολ του Μήνα (πάντα ήταν τρία τότε), από τα 117 (!) που είχαν σημειωθεί συνολικά εκείνον τον Αύγουστο του 1997 στην Πρέμιερ Λιγκ. Κόντρα στον… εαυτό του ο Ολλανδός κέρδισε και είδε το καλύτερο τέρμα της -συλλογικής- καριέρας του να βραβεύεται δις μέσα στην ίδια σεζόν.
Και μπορεί εκείνη η ντρίμπλα στον Έλιοτ να μην χρειάζεται να τη δεις χίλιες φορές για να την καταλάβεις, όπως αυτή στον Νταμπίζα, όμως έχει μία απλότητα που σε γοητεύει. Ακόμα και τώρα, ολόκληρες δεκαετίες αργότερα…