Από την φυγή του Γουόκερ κι έπειτα η Τότεναμ έχει δοκιμάσει στην θέση του δεξιού μπακ μια ντουζίνα παίκτες, όμως το κενό παραμένει ακάλυπτο.
Ως γνωστόν, ο ρόλος του modern full-back έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο καθοριστικούς στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Έτσι, κάθε μεγάλη ομάδα έχει το δικό της αστέρι στη θέση του δεξιού μπακ: Η Μάντσεστερ Σίτι τον Κάιλ Γουόκερ, η Λίβερπουλ τον Τρεντ Αλεξάντερ-Άρνολντ, η Τσέλσι τον Ρις Τζέιμς, κ.ο.κ. Ωστόσο, η Τότεναμ δεν έχει καταφέρει να βρει τον δικό της παίκτη που θα αντεπεξέρχεται στις ανάγκες και τις προσδοκίες της ομάδας.
Τι είναι το modern full-back και που διαφέρει με το wing-back;
Το full-back σε μία άμυνα τεσσάρων παικτών καλείται να συνδυάσει τα αμυντικά με τα επιθετικά καθήκοντα, καλύπτοντας έτσι ολόκληρη την πλευρά (δεξιά ή αριστερή) στην οποία αγωνίζεται. Επιθετικά, το modern full-back επιχειρεί κούρσες overlap (εξωτερικά του κατόχου της μπάλας) και underlap (εσωτερικά αυτού) σε συνδυασμούς ένα-δύο με το εξτρέμ ή τον πλάγιο/ακραίο μέσο της ομάδας, παρέχοντας στη συνέχεια σέντρες, cut back (μπαλιές προς τα πίσω, προς τους επιθετικούς παίκτες, όταν το μπακ έχει φτάσει στην κορυφή του γηπέδου), αλλαγές παιχνιδιού, και προσφέροντας ή λαμβάνοντας μπαλιές-τρύπα.
Όταν η ομάδα δεν έχει κατοχή της μπάλας, το full-back καλείται να πιέσει ψηλά την αντίπαλη άμυνα, ιδιαίτερα πλάγια, αναγκάζοντας τους αντιπάλους να στραφούν προς το πιο συνωστισμένο κέντρο του γηπέδου. Επίσης, τα μπακ πρέπει να κυνηγούν την μπάλα όταν ένας αντίπαλος παίκτης κάνει κούρσα από την πλευρά τους ή όταν επιχειρεί αλλαγή παιχνιδιού.
Συνεπώς, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει ένα ολοκληρωμένο full-back είναι αφενός η ταχύτητα, η αντοχή και η σωματική δύναμη, ώστε να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις σε λίγο χρόνο και να κερδίζει την μπάλα από τους αντιπάλους, η καλή τοποθέτηση στο γήπεδο τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά και η καλή τεχνική κατάρτιση ώστε να προωθεί την μπάλα επιτυχώς προς τα εμπρός, τόσο μέσα από κούρσες και περνώντας αντίπαλους παίκτες, όσο και μέσα από κοντινές και μακρινές μπαλιές.
Παίζοντας με τέτοια μπακ, μία ομάδα καταφέρνει να επιτρέψει στα εξτρέμ και τους πλάγιους μέσους να ελιχθούν προς το κέντρο της αντίπαλης άμυνας την ίδια στιγμή που η άμυνα απλώνεται για να αντιμετωπίσει την απειλή στις άκρες του γηπέδου, προκαλώντας έτσι συμφόρηση στο εσωτερικό της μεγάλης περιοχής του αντιπάλου. Από την άλλη, είναι σπάνιο ένα full-back να συνδυάζει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα οι περισσότερες ομάδες να πάσχουν είτε επιθετικά είτε αμυντικά, ως αποτέλεσμα των ανεπαρκειών των παικτών που καλύπτουν τις αντίστοιχες θέσεις.
Με τη σειρά του, ο ρόλος του wing-back αποτελεί ένα κράμα του modern full-back και του παραδοσιακού winger, αφού συναντάται κυρίως στο συστήματα 3-5-2, 3-4-3 και τις παραλλαγές τους. Με τρεις κεντρικούς αμυντικούς, τα wing-backs αναλαμβάνουν έναν πιο καθαρό επιθετικό ρόλο απ’ ό,τι τα full-backs. Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, το γεγονός ότι συνήθως τα wing-backs επιφορτίζονται με συγκριτικά λιγότερα αμυντικά καθήκοντα απ’ ό,τι τα full-backs, ο ρόλος τους είναι εν πολλοίς ο ίδιος.
Η «χρυσή» εποχή του Κάιλ Γουόκερ
Στη διάρκεια της θητείας του στην Τότεναμ, ο Κάιλ Γουόκερ συμπεριλήφθηκε δύο φορές (2012, 2017) στην Ομάδα της Χρονιάς του Συνδέσμου Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών, ψηφίστηκε Νεαρός Παίκτης της Χρονιάς (2012) από τον ίδιο φορέα, ενώ αγωνίστηκε σε έναν τελικό Λιγκ Καπ, εναντίον της Τσέλσι, το 2015, και ήταν μέρος της ομάδας που βγήκε 3η στο πρωτάθλημα τη σεζόν 2015/16 και 2η την αμέσως επόμενη χρονιά.
Στις 229 εμφανίσεις του με τα «Σπιρούνια», ο Άγγλος αμυντικός κατέγραψε 21 ασίστ και τέσσερα γκολ, δηλαδή σχεδόν μία επιθετική συνεισφορά ανά δέκα παιχνίδια. Παράλληλα, ήταν παραπάνω από συνεπής στα αμυντικά του καθήκοντα, αν και βρέθηκε υπαίτιος για ορισμένα καθοριστικά τέρματα που δέχτηκε η ομάδα του. Ωστόσο, το αδιαφιλονίκητο γεγονός πως αγωνίζεται πλέον για τους «Πολίτες», την ομάδα με την οποία κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα και ένα FA Cup, μέχρι τώρα, μιλά από μόνο του για την ποιότητα του ποδοσφαιριστή.
Ο Γουόκερ, ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα full-back του αγγλικού πρωταθλήματος, αποτέλεσε έτσι ένα παράδειγμα παίκτη που έφυγε από τη Τότεναμ χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον ισάξιό του, ένα φαινόμενο για το οποίο έχουμε συζητήσει κι εδώ, και το οποίο, ευτυχώς, στην εποχή Κόντε, φαίνεται να αλλάζει.
Η πρώτη φουρνιά αντικαταστατών του Γουόκερ
Με την αποχώρηση του Γουόκερ από την ομάδα, τα δύο διαθέσιμα δεξιά μπακ ήταν οι Κιεράν Τρίπιερ και Κάιλ Γουόκερ-Πίτερς, ενώ στους ήδη υπάρχοντες ήρθαν να προστεθούν ο Σερζ Οριέ και ο -τύποις ακραίος αμυντικός- Χουάν Φόιθ.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από τους τέσσερις αυτούς παίκτες, οι τρεις αγωνίζονται πλέον ως βασικοί σε άλλες ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ: ο Τρίπιερ έχει αναδειχθεί σε ηγετική φυσιογνωμία της Νιούκαστλ, ο Οριέ αποτέλεσε μία από τις πολλές αποκτήσεις της νεοφώτιστης Νότιγχαμ Φόρεστ, ενώ ο Γουόκερ-Πίτερς συχνά ξεχωρίζει στην ομάδα της Σαουθάμπτον. Ο δε Φόιθ, ως δανεικός στη Βιγιαρεάλ, κατέκτησε το Γιουρόπα Λιγκ τη σεζόν 2020/21 ενάντια στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, προτού πάρει μόνιμη μεταγραφή στην ισπανική ομάδα.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι αντικαταστάτες του Γουόκερ διακρίνονται σε άλλες ομάδες είτε της Αγγλίας είτε άλλων κορυφαίων πρωταθλημάτων, δεν κατάφεραν να καλύψουν το κενό του Άγγλου μπακ στα «Σπιρούνια». Κανένας τους δεν διέθετε την εξαιρετική ταχύτητα, την αντοχή και τη μυική δύναμη του Γουόκερ, χαρακτηριστικά απαραίτητα, όπως είδαμε παραπάνω, για ένα ολοκληρωμένο modern full-back, τα οποία του επέτρεπαν διανύει με ευκολία την απόσταση από την άμυνα στην επίθεση και αντίστροφα.
Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί ότι οι Τρίπιερ και Οριέ χρησιμοποιήθηκαν ως περισσότερο επιθετικογενείς παίκτες απ’ ό,τι ο Γουόκερ από τον Μαουρίσιο Ποτσετίνο, με αποτέλεσμα οι στατιστικές τους επιδόσεις να μην προσφέρουν μία αντιπροσωπευτική εικόνα της συνολικής συνεισφοράς του καθενός στην ομάδα, σε σύγκριση με τον προκάτοχό τους.
Ο Τρίπιερ κατέγραψε 25 επιθετικές συνεισφορές (23 ασίστ, 2 γκολ) σε 114 εμφανίσεις, ισάριθμες με τον Οριέ (17 ασίστ, 8 γκολ) ωστόσο αμφότεροι χώλαιναν αμυντικά, αφού η σωματοδομή τους, η τεχνική τους κατάρτιση και οι αμυντικές τους τοποθετήσεις δεν τους επέτρεπαν να αντεπεξέλθουν ικανοποιητικά στην αμυντική λειτουργία της ομάδας. Έτσι, μπορεί αμφότεροι να «ισοφάρισαν» τον Γουόκερ ως προς τις επιθετικές του συνεισφορές περίπου στις μισές συμμετοχές, όμως αυτό το αποτέλεσμα συνήθως ερχόταν μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να απειλήσουν την αντίπαλη άμυνα.
Ο Κάιλ Γουόκερ-Πίτερς, με τη σειρά του, δεν στέριωσε ποτέ στην πρώτη ομάδα της Τότεναμ, σημειώνοντας μόλις 24 εμφανίσεις για τον σύλλογο. Σε αυτά τα 1.573 λεπτά, μοίρασε έξι ασίστ και σκόραρε ένα γκολ, μία αναλογία που δεν έχει καταφέρει να επαναλάβει στην σαφώς λιγότερο κυρίαρχη Σαουθάμπτον. Από την άλλη, ο Φόιθ εναλλασσόταν συχνά μεταξύ δεξιού μπακ και δεξιού κεντρικού αμυντικού, με αποτέλεσμα σε 32 συμμετοχές να καταγράψει μόλις μία επιθετική συνεισφορά (1 γκολ). Ο Αργεντίνος, ωστόσο, αγωνίστηκε ως ένας περισσότερο αμυντικογενής παίκτης σε σύγκριση με τους προηγούμενους.
Τόσο ο Γουόκερ-Πίτερς όσο και ο Φόιθ, ο ένας προϊόν της ακαδημίας της Τότεναμ και ο άλλος ένα υποσχόμενο ταλέντο από την Αργεντινή που ήρθε στον σύλλογο χάρη στην επιθυμία του ομοεθνή του Ποτσετίνο, αποχώρησαν προτού φτάσουν ηλικιακά στην ποδοσφαρική τους ακμή. Τέλος θα ήταν άδικο να κριθεί ο Τίμοθι Εγιόμα, που κατέγραψε μόλις μία συμμετοχή με την πρώτη ομάδα των «Σπιρουνιών», προτού πάρει μεταγραφή για τη Λίνκολν Σίτι.
Η… δεύτερη φουρνιά αντικαταστατών του Γουόκερ
Από τη σεζόν 2019/20 κι εξής, ένας άλλος παίκτης που έβαλε υποψηφιότητα για την προβληματική θέση του δεξιού μπακ ήταν ο Τζαφέτ Τανγκάνγκα. Προερχόμενος από την ακαδημία όπως οι Γουόκερ-Πίτερς και Εγιόμα, ο νεαρός Άγγλος αρχικά εντυπωσίασε τόσο σε ρόλο κεντρικού αμυντικού όσο και στα λίγα λεπτά που κατέγραψε ως δεξί μπακ.
Σταδιακά, όμως, το νεαρό της ηλικίας του κατέστησε φανερό το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αποτελέσει μόνιμη λύση στο πρόβλημα, τουλάχιστον όχι ακόμα, κι αυτό διότι η ανωριμότητά του τον οδηγούσε σε λάθη απερισκεψίας, ενώ σε 44 συμμετοχές δεν έχει παρουσιάσει καμία ουσιαστική επιθετική συνεισφορά για την ομάδα. Στην εποχή Κόντε, ο Τανγκάνγκα αποτελεί έναν παίκτη που χρησιμοποιείται σπάνια και συναντάται κυρίως στον πάγκο της ομάδας.
Την επόμενη χρονιά (2020/21) κατέφθασε στο Βόρειο Λονδίνο ο Ματ Ντόχερτι. Έχοντας εντυπωσιάσει με την παρουσία του στους Γουλβς, ο Ιρλανδός αρχικά διαμαρτυρήθηκε για το γεγονός ότι στην πρώην του ομάδα αγωνιζόταν αποκλειστικά ως wing-back και όχι ως full-back. Αυτή η αλλαγή θέσης τον δυσκόλεψε ιδιαίτερα, αφού δεν ήταν συνηθισμένος να αναλαμβάνει αμυντικές υποχρεώσεις, εστιάζοντας το παιχνίδι του αποκλειστικά στον επιθετικό τομέα.
Το παράδοξο είναι ότι, πλέον, στην εποχή Κόντε, ο Ντόχερτι δεν έχει καταφέρει να εδραιώσει τη θέση του ως δεξί wing-back στην πρώτη ομάδα, εν μέρει λόγω τραυματισμών και εν μέρει λόγω προτιμήσεων του προπονητή. Παρ’ όλα αυτά, έχει καταγράψει έντεκα επιθετικές συνεισφορές (9 ασίστ, 2 γκολ) σε 63 συμμετοχές με τα «Σπιρούνια». Σε εκείνη την πρώτη σεζόν του Ιρλανδού, ένας ακόμη νεαρός μπακ, ο Μαρσέλ Λαβινιέ, δοκίμασε τις δυνάμεις του, όμως μετά από μόλις μία συμμετοχή με την Τότεναμ επί Μουρίνιο, μετακινήθηκε στην Σουίντον Τάουν.
Η σεζόν 2021/22 αποτέλεσε μάλλον το αποκορύφωμα της τραγωδίας, όσον αφορά τη θέση του δεξιού μπακ στους Λονδρέζους, κάτι που σηματοδοτείται αφενός με την άφιξη του Έμερσον Ρουαγιάλ από την Μπαρτσελόνα, αφετέρου με τη μετάβαση σε σύστημα με wing-backs επί Κόντε. Ας εξηγήσουμε, όμως, τι εννοούμε.
Ο Έμερσον πληροί όλα τα σωματικά κριτήρια που αναφέραμε παραπάνω, προκειμένου να αγωνιστεί επιτυχώς ως δεξί μπακ: έχει εξαιρετική φυσική κατάσταση και αθλητικότητα, είναι γρήγορος και δυνατός. Όμως, δυστυχώς, δεν μπορεί να τα έχει κανείς όλα. Η σωματική ανωτερότητα του Βραζιλιάνου, δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη τεχνική κατάρτιση.
Όπως ο ίδιος δήλωσε μπορεί να έχει δαπανήσει σχεδόν ένα εκατομμύριο λίρες (!) για να βελτιωθεί αγωνιστικά, μεταξύ άλλων με νευροεπιστήμονες και με ατομικές αναφορές παιχνιδιού, αλλά τα λεφτά…. δεν κάνουν τον ποδοσφαριστή. Ο Έμερσον Ρουαγιάλ έχει καταγράψει μόλις τρεις επιθετικές συνεισφορές (2 ασίστ, 1 γκολ) σε 57 συμμετοχές με τη Τότεναμ, ενώ εξίσου προβληματικό είναι συχνά και το αμυντικό του παιχνίδι.
Τζεντ Σπενς, Ιβάν Πέρισιτς και… μεταγραφική περίοδος Ιανουαρίου
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, δύο νέες μεταγραφές παρουσίασαν δυναμική να ενισχύσουν τη θέση του δεξιού μπακ στην Τότεναμ, που τόσο έχει προβληματίσει την ομάδα όλα αυτά τα χρόνια. Ο Ιβάν Πέρισιτς, αν και αποτελούσε ένα παραδοσιακό αριστερό εξτρέμ, ωστόσο είχε ξαναχρησιμοποιηθεί ως wing-back από τον Κόντε, στην Ίντερ. Ο 33χρονος Κροάτης, φιναλίστ του Μουντιάλ 2018, διακρίνεται για την ευχέρεια με τα δύο πόδια, τις γλυκές του μπαλιές, ιδιαίτερα από τις στημένες φάσεις, κάτι που η Τότεναμ έχει στερηθεί από την εποχή που αποχώρησε ο Τρίπιερ.
Από την άλλη, η έλευση του εκπληκτικού πέρυσι στην Τσάμπιονσιπ Τζεντ Σπενς μπορεί να ενθουσίασε το κοινό της ομάδας, όμως δεν έχει καταφέρει ακόμα να προκαλέσει ιδιαίτερα θετικά σχόλια από τον Κόντε, ο οποίος έσπευσε να δηλώσει πως ο νεαρός Άγγλος ήταν επιλογή της διοίκησης του συλλόγου, και όχι του ίδιου. Ο Ιταλός τεχνικός, έπειτα από εκκλήσεις των οπαδών να σταματήσει να επιλέγει τον Ρουαγιάλ και να χρησιμοποιήσει επιτέλους τον Σπενς, δήλωσε ότι δεν είναι έτοιμος να αγωνιστεί στην Πρέμιερ Λιγκ κι ότι οι φίλαθλοι δικαιούνται να έχουν την άποψή τους, όμως ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα τους παίκτες του.
Ο Κόντε έχει μέχρι στιγμής δοκιμάσει σε θέση wing-back τον Λούκας Μόουρα και, πιο πρόσφατα, τον Ιβάν Πέρισιτς, βάζοντας τον Ράιαν Σεσενιόν στα αριστερά. Το ζήτημα όμως συνεχίζει να υφίσταται. Μένει να φανεί εάν τα «Σπιρούνια» θα αγοράσουν επιτέλους έναν ικανοποιητικό παίκτη για την ταλαιπωρημένη αυτή θέση στο μεταγραφικό παζάρι του Ιανουαρίου, έναν παίκτη που να πλησιάζει την τεχνική του Αλεξάντερ-Άρνολντ, τη φυσική κατάσταση του Γουόκερ, ή που να συνδυάζει αμυντικές και επιθετικές λειτουργίες όπως ο Τζέιμς της Τσέλσι. Ή, γιατί όχι, όλα τα παραπάνω;