Μετά από δύο εφιαλτικές εβδομάδες με τρεις συνεχόμενες ήττες, ο Μικέλ Αρτέτα και η Άρσεναλ βρέθηκαν στο επίκεντρο της κριτικής, με κύριο ζήτημα φυσικά τα κενά στο ρόστερ.
«Είμαστε στην ίδια θέση που ήμασταν με ένα παιχνίδι λιγότερο. Πρέπει να παίξουμε την Τετάρτη και να ανεβούμε ξανά. Το καθήκον μας έιναι δύσκολο, αλλά η ευκαιρία πολύτιμη και όλοι θέλουμε να το καταφέρουμε. Θα δώσω στους παίκτες μου όλη την στήριξη που χρειάζεται. Οι περισσότεροι είναι 19, 20, 21 και αυτό ακριβώς θέλουν για να πετύχουν. Είμαστε αυτοί που είμαστε τώρα κι αν θέλουμε να κερδίσουμε παιχνίδια, πρέπει να το αποδείξουμε στο γήπεδο με το υπάρχον ρόστερ».
Οι δηλώσεις του Μικέλ Αρτέτα πριν το μεγάλο ντέρμπι με την Τσέλσι είχαν διπλή ανάγνωση και αποδεδειγμένα προκάλεσαν την μερική έκπληξη των υποστηρικτών της ομάδας. Αφενός προσέφεραν την ηθική κάλυψη των νεαρών ταλέντων της ομάδας και το «περιθώριο» να αποτύχουν καθώς το υπάρχον ρόστερ δεν έχει το απαιτούμενο βάθος, αφετέρου σε δύο σημεία έγινε νύξη για την ανάγκη επαναφοράς στους στόχους στην αρχή μια σειράς ιδιαίτερα απαιτητικών αγώνων, τουλάχιστον πιο απαιτητικών από τους τρεις προηγούμενους, που κατέληξαν σε οδυνηρές ήττες.
Σίγουρα ο Ισπανός τεχνικός δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Δεν βρήκε δικαιολογίες στους άπειρους παίκτες και το έως τώρα overachievement τους, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την ιστορία του συλλόγου. Μια ενδεχόμενη νέα ήττα θα αποτελούσε πισωγύρισμα σε αυτά τα φιλόδοξα λόγια και θα δημιουργούσε πλήγμα στην αυτοπεποίθηση του Βάσκου, που θα χαρακτηριζόταν πιθανόν ως έπαρση. Η δική του Άρσεναλ όμως, πλήρως εναρμονισμένη με ότι λέει και κάνει, αποδείχθηκε χθες καταιγιστική, δεν πτοήθηκε από τις διπλές ισοφαρίσεις και στο τέλος πήρε μία εμφατική νίκη, όντας μόλις η δεύτερη ομάδα που βάζει φέτος τέσσερα γκολ στην Τσέλσι.
Αποτελεί, λοιπόν, αυτό το κείμενο μια ευλογία στον Αρτέτα και το έργο του; Σε καμία περίπτωση. Ο στόχος του κειμένου είναι άλλος και δεν θα άλλαζε οποιοδήποτε κι αν ήταν το σκορ του λονδρέζικου ντέρμπι. Μετά τις ήττες από Κρίσταλ Πάλας, Μπράιτον και Σαουθάμπτον η πλειοψηφία των οπαδών ξεσπάθωσε εναντίον της ομάδας και του προπονητή. Στο μυαλό τους ήταν αδιανόητο να «γκρεμιστεί» τώρα ότι είχε χτιστεί με κόπο όλη την σεζόν. Για την ιστορία και την δυναμική του συλλόγου η έξοδος στο Τσάμπιονς Λιγκ μετά από μία πικρή χρονιά χωρίς ευρωπαϊκά παιχνίδια φάνταζε ως το ιδανικό «φάρμακο», δεν ήταν όμως πανάκεια.
Σε βαθύτερη ανάλυση δεν ήταν και πολλοί αυτοί που ήλπιζαν σε τέτοια πορεία στην αρχή της σεζόν, πόσο μάλλον να την περίμεναν και να την απαιτούσαν. Η Άρσεναλ ξεκίνησε συμπτωματικά (;) με τρεις ήττες την φετινή αγωνιστική περίοδο, χωρίς μάλιστα να σκοράρει, και επιβίωσε μιας ακόμα πιο δριμείας κριτικής, που έφτανε να την βάζει μεταξύ σοβαρού και αστείου μέχρι και στην μάχη για παραμονή στην κατηγορία! Αν παρατηρήσει κάποιος τα αποτελέσματα των «Κανονιέρηδων» μες στην σεζόν θα δει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Πέρα από το αρνητικό σερί της αρχής και το πλέον πρόσφατο, άλλες δύο φορές η ομάδα έχει περάσει αντίστοιχες κρίσεις. Από τις 20 Νοεμβρίου έως και τις 6 Δεκεμβρίου η Άρσεναλ ηττήθηκε σε τρία από τα τέσσερα παιχνίδια που έδωσε, με την μοναδική νίκη να έρχεται εναντίον της παραπαίουσας τότε Νιούκαστλ, που ήταν ίσως η χειρότερη ομάδα της κατηγορίας την δεδομένη στιγμή. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον ερχομό του νέου έτους, αφού από την Πρωτοχρονιά μέχρι και τις 23 Ιανουαρίου οι «Κανονιέρηδες» έτρεξαν ένα σερί πέντε αγώνων χωρίς νίκη, κατά τους οποίους μάλιστα αποκλείστηκαν από τις άλλες δύο εγχώριες διοργανώσεις.
Οι ομοιότητες φυσικά δεν σταματούν στα αρνητικά, αλλά προλογίζουν μια εμβληματική επαναφορά. Δεν είναι τυχαίο πως και στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις η ομάδα απάντησε με 5/5, 6/8 και 6/7 νίκες στα επόμενα παιχνίδια της μέχρι να ηττηθεί ξανά. Αυτό αναμφίβολα δείχνει πως ο Αρτέτα ξέρει πια να παρέχει κίνητρο στους παίκτες του και να τονώνει την ψυχολογία τους όταν χρειάζεται, όμως το «μονοπάτι» δεν δείχνει ασφαλές και το timing μπορεί να μην είναι πάντα ομοίως ευνοϊκό.
Σε αυτό το σημείο ωστόσο χρειάζεται μια ορθολογική ματιά στους αντικειμενικούς στόχους της ομάδας. Πολλοί μπορεί να εθελοτυφλούν, όμως οι προσδοκίες από αυτό το ρόστερ δεν μπορεί να είναι η έξοδος στο Τσάμπιονς Λιγκ. Έστω κι αν στην ομάδα βρίσκονται 12-13 παίκτες που θα μπορούσαν να σταθούν σε αυτό το επίπεδο, το βάθος είναι απελπιστικά μικρό για τις απαιτήσεις ενός «μεγάλου» της Πρέμιερ Λιγκ. Ελάχιστες ομάδες τέτοιας δυναμικής θα είχαν βασικούς παίκτες όπως οι Νκέτια, Ταβάρες, Ελνένι και Χόλντινγκ και ακόμα λιγότερες θα κατέβαιναν στον κρισιμότερο αγώνα της χρονιάς με τρεις αναπληρωματικούς που δεν έχουν κάνει ακόμα ντεμπούτο!
Κάπου εδώ κρύβεται και η ουσία αυτού του κειμένου. Τα αρνητικά σερί που αναλύσαμε παραπάνω είχαν έναν ακόμα κοινό παρονομαστή κι αυτός δεν ήταν άλλος από τις απουσίες βασικών, μελών του ρόστερ που μπορούν δύσκολα -ή δεν μπορούν πρακτικά- να αντικατασταθούν όταν λείψουν. Η σεζόν στην Αγγλία είναι τόσο επίπονη κι επιβαρυντική που δεν νοείται να μην έχεις ισάξιες λύσεις ή κατάλληλες προσαρμογές σε περίπτωση τραυματισμών, τιμωριών ή -όπως ισχύει πια- καραντίνας λόγω κορωνοϊού.
Την δεδομένη στιγμή μάλιστα οι Κιέραν Τίρνεϊ και Τόμας Πάρτεϊ ήταν από τους πιο φορμαρισμένους παίκτες της ομάδας και η απουσία τους, πέρα από το αγωνιστικό σκέλος, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα και στον τομέα της ψυχολογίας. Το ερώτημα είναι λοιπόν γιατί ο σύλλογος, γνωρίζοντας όλα αυτά, άφησε το ρόστερ «γυμνό», αποχαιρετώντας μάλιστα πέντε παίκτες κατά την χειμερινή μεταγραφική περίοδο, ενώ δεν απέκτησε κανέναν.
Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή, αρκεί να μπορείς να την αποδεχθείς. Η Άρσεναλ για χρόνια ολόκληρα, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθεί στα υψηλά κλιμάκια της Πρέμιερ Λιγκ και να αντικαταστήσει τους απερχόμενους αστέρες της χωρίς να έχει τα κατάλληλα οικονομικά εφόδια, είχε γεμίσει με έμπειρους κι ακριβοπληρωμένους ποδοσφαιριστές, που δεν είχαν όμως κίνητρο και μεταπωλητική αξία. Ήταν ξεκάθαρο πως η διοίκηση και ο κάθε υποψήφιος διάδοχος του Αρσέν Βενγκέρ θα έπρεπε να πάρει δύσκολες αποφάσεις για βαθιές τομές, που θα άφηναν την ομάδα πίσω αγωνιστικά και θα την προετοίμαζαν για το μέλλον.
Φυσικά οι «Κανονιέρηδες» δεν θα ήταν οι πρώτοι που θα έκαναν κάτι τέτοιο, καθώς αντίστοιχες αποφάσεις πήραν την τελευταία δεκαετία κι άλλοι «μεγάλοι» του Νησιού. Η Λίβερπουλ την τετραετία 2009-13, η Τσέλσι την σεζόν 2015/16 και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μετά την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ του 2013 πέρασαν όλες αντίστοιχες περιόδους εσωστρέφειας, έχοντας μάλιστα ασύγκριτα καλύτερα οικονομικά δεδομένα, αφού η Άρσεναλ θα απαλλαγεί οριστικά από το υπέρογκο χρέος του Έμιρεϊτς το μακρινό 2031.
Όπως είχε φανεί και με την απομάκρυνση του Μεσούτ Οζίλ, ο Αρτέτα είχε συμφωνήσει εξαρχής σε ένα μεγάλο ξεσκαρτάρισμα του ρόστερ και είχε καταρτίσει το δικό του πλάνο για το πως θα μπορούσε να διαθέσει αυτά τα χρήματα για την ολική αναμόρφωση της ομάδας. Τα οικονομικά στοιχεία δείχνουν «τρύπα» 261 εκατομμυρίων λιρών στις αποχωρήσεις των παικτών επί την εποχή του Βάσκου τεχνικού σε σχέση με τα ποσά που είχαν δαπανηθεί για την απόκτησή τους, όμως πρωταρχικός στόχος δεν ήταν το μη ρεαλιστικό ενδεχόμενο κέρδους, αλλά η σωστή αναδιανομή των χρημάτων και τα αξιοκρατικά συμβόλαια στους κανόνες που επιτάσσει το moneyball.
Έστω κι αν δεν είναι ξεκάθαρο στα μάτια των πολλών, το ρόστερ των «Κανονιέρηδων» δεν έχει περιττούς παίκτες αυτήν την στιγμή. Δεν εννοώ αγωνιστικά κι αν κάποιοι αξίζουν να φορούν την φανέλα του συλλόγου, αλλά οικονομικά, αφού οι απολαβές όλων συνάδουν με τις δυνατότητές τους και το περιθώριο κέρδους στην περίπτωση που μπουν σε καθεστώς πώλησης. Αυτό δεν συνέβη τυχαία και δυστυχώς δεν ίσχυε απολύτως πριν την κρίσιμη χειμερινή μεταγραφική περίοδο.
Είναι κοινό μυστικό πως το ανάθεμα που δέχεται τόσο ο Αρτέτα, όσο και η διοίκηση Κρόενκε, έχει να κάνει με τις ανώφελες παραχωρήσεις του Ιανουαρίου, με κυριότερη όλων φυσικά αυτή του Πιερ-Εμερίκ Ομπαμεγιάνγκ, που βρήκε ξανά τον καλό του εαυτό στην Μπαρτσελόνα, την στιγμή που ο Αλεξάντερ Λακαζέτ δεν σκοράρει ούτε με το… σταγονόμετρο. Μπορεί όμως κάτι τέτοιο να έγινε τυχαία; Μπορεί να μην προέβλεψαν κάτι τόσο εξόφθαλμο τόσο οι ιθύνοντες της Άρσεναλ, όσο και ο προπονητής της;
Σε αντίθεση με την συναισθηματική και υποκειμενική ματιά των φιλάθλων, όσοι άνθρωποι βιοπορίζονται μέσω του ποδοσφαίρου είναι αναγκασμένοι να το αντιμετωπίσουν κυνικά και ορθολογικά. Στο περασμένο μεταγραφικό παζάρι, μεσούσης μιας ανέλπιστα καλής σεζόν, η Άρσεναλ αποφάσισε να πάρει ένα ελεγχόμενο ρίσκο. Έχοντας βάσει του πλάνου της ήδη επιτύχει τα αγωνιστικά της «στεγανά» και με τον μακράν πιο ακριβοπληρωμένο της παίκτη να αποτελεί την πιο τρανταχτή της παραφωνία, επέσπευσε την συνέχεια του ξεσκαρταρίσματος, που ίσως θα ολοκληρωνόταν το προσεχές καλοκαίρι, και ελάφρυνε σημαντικά το ταμείο της.
Με αυτόν τον τρόπο εξασφάλισε στα ανερχόμενα ταλέντα της… όλον τον χρόνο συμμετοχής, καθιστώντας τους άμεσα τους επόμενους ηγέτες της ομάδας. Παράλληλα και με την μεγάλη πιθανότητα ευρωπαϊκής συμμετοχής -σε οποιαδήποτε από τις τρεις διοργανώσεις- ελευθέρωσε σημαντικό χώρο στο ρόστερ για νέες στοχευμένες μεταγραφές, καθώς τα οφέλη από τα απερχόμενα συμβόλαια της τελευταίας τριετίας έχουν εξοικονομήσει στον σύλλογο περισσότερα από 70 εκατομμύρια λίρες!
Προφανώς απαίτηση όλων είναι η Άρσεναλ να πρωταγωνιστεί, να βρίσκεται τουλάχιστον στην πρώτη τετράδα και να επιστρέψει στα μεγαλεία του παρελθόντος, όμως στην σύγχρονη Πρέμιερ Λιγκ να συμβεί αυτό εν μία νυκτί αποτελεί ουτοπία. Στην αρχή της σεζόν είχε να ανταγωνιστεί για την τετράδα τις ίσως δύο καλύτερες ομάδες του κόσμου, την τρέχουσα κάτοχο του Τσάμπιονς Λιγκ και την ομάδα του Κριστιάνο Ρονάλντο, που μόλις είχε ξοδέψει σχεδόν 150 εκατομμύρια λίρες για μεταγραφές. Με μία ψύχραιμη ματιά ακόμα και οι Τότεναμ, Γουέστ Χαμ και Λέστερ δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν -αν δεν ήταν καλύτερες- από τους «Κανονιέρηδες».
Καλώς ή κακώς η Άρσεναλ φέτος έχει ήδη ξεπεράσει τις δυνατότητές της και όσο δεν το αναγνωρίζουμε αυτό, τόσο απομακρυνόμαστε από την αντικειμενική κρίση της, ώστε να βελτιωθεί μέσω ενός ρεαλιστικού και υγιούς σχεδίου. Κανείς δεν ικανοποιείται και δεν συμβιβάζεται με μια «συμπαθητική» πορεία και την μάχη για Ευρώπη, όμως την αλήθεια πρέπει να την αντιμετωπίζουμε κατάματα. Όπως λέει ο τίτλος, «κοντό μου ρόστερ να μην σ’ είχα πρώτα» κι όταν λέω «πρώτα», δεν εννοώ ούτε το καλοκαίρι, ούτε καν όταν ανέλαβε ο Αρτέτα…