Η αναγνώριση στο ποδόσφαιρο δεν έρχεται για όλους, όχι τουλάχιστον στον βαθμό που θα έπρεπε, κι ένας πολύ αδικημένος ποδοσφαιριστής που δεν έλαβε αυτά που του άρμοζαν ήταν ο Στιντ Μαλμπράνκ.
Η επαγγελματική καριέρα του Μαλμπράνκ ξεκίνησε από τη Λυών, πασίγνωστη για τη συνεχή παραγωγή ταλέντων. Το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα έκανε στα 18 του χρόνια, όμως το όνομά του είχε γίνει ήδη γνωστό. Άλλωστε, με την εθνική Γαλλίας κάτω των 15 ετών είχε κατακτήσει δις το ευρωπαϊκό κύπελλο, με την Κ17 είχε κατακτήσει επίσης ένα κύπελλο, ενώ στην αμέσως μεγαλύτερη ομάδα, είχε χριστεί αρχηγός. Δεν είχε κι ιδιαίτερα ταλαντούχους συμπαίκτες μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε πως τότε η πρώτη ομάδα των «Τρικολόρ» περιελάβανε ιερά «τέρατα» του αθλήματος.
Την επόμενη του ντεμπούτου του, ακολούθησε μια γεμάτη σεζόν, με τον Μπερνάρ Λακόμπ να εμπιστεύεται αρκετά τον μικρόσωμο μέσο. Το γεγονός πως αγωνιζόταν σε όλες τις θέσεις του κέντρου, σε μια εποχή που το 4-4-2 στην ευθεία «άνθιζε», τον έκανε μια αρκετά ενδιαφέρουσα περίπτωση ποδοσφαιριστή. Τα πρώτα του τέρματα του Μαλμπράνκ με τη Λυών ήρθαν την ακόλουθη χρονιά, ενώ είχε πάρει ήδη πολλές συμμετοχές τόσο στο πρωτάθλημα, όσο και στο Κύπελλο UEFA, όπου συμμετείχε η ομάδα.
Η σεζόν 2000-2001, αποτέλεσε την πιο μεστή για τον 20χρονο, τότε, μέσο. Η Λυών είχε φτάσει μέχρι και τη δεύτερη φάση των ομίλων του Champions League, ενώ στον παίκτη παρουσιάστηκε μια σπουδαία ευκαιρία. Παρότι σε έναν αγώνα με την Άρσεναλ έπαιξε μονάχα για ένα τέταρτο, ο Βενγκέρ φαίνεται να ζήτησε την απόκτησή του, κάτι που μετουσιώθηκε και σε επίσημη πρόταση. Ο Μαλμπράνκ, αρνήθηκε. Ο λόγος; Δεν ένιωθε ακόμα έτοιμος για το επίπεδο της Πρέμιερ Λιγκ. Η τότε Άρσεναλ, με Σιμάν, Άνταμς, Βιεϊρά, Λιούνγκμπερκ, Πιρές, Μπέργκαμπ, Ανρί, στον «πρόλογο» των «Invincibles».
Εν πάση περιπτώσει, ο Μαλμπράνκ είχε παίξει σε κάτι παραπάνω από 40 αγώνες, είχε σκοράρει έξι φορές σε όλες τις διοργανώσεις, ενώ συνέβαλε και στην κατάληψη της δεύτερης θέσης στη Λιγκ 1. Η χρονιά αυτή έδειξε πως δεν τον «χωρούσε» πια το γαλλικό πρωτάθλημα, και ένα εξάμηνο μετά την απόρριψη της Άρσεναλ, βρέθηκε στο Λονδίνο, αλλά για λογαριασμό της Φούλαμ. Η πρώτη του σεζόν στα αγγλικά γήπεδα, ονειρική. Σκοράρει δέκα φορές, παίζει σε 46 αγώνες συνολικά, τους περισσότερους εκ των οποίων σερί ενενηντάλεπτα, έχοντας ουσιαστική συμβολή στην άνετη παραμονή της ομάδας. O Ζαν Τιγκανά, τότε τεχνικός της λονδρέζικης ομάδας, «έτριβε» τα χέρια του με τον συμπατριώτη του. Και ο Μοχάμεντ Αλ-Φαγιέντ, μόλις που έδειχνε τις προθέσεις του στο σύλλογο.
Κάντε ένα Like στη σελίδα μας στο Facebook αν δεν το έχετε ήδη κάνει!
Οι εμφανίσεις του, από την πρώτη κιόλας χρονιά στο Κρέηβεν Κότατζ, του έδωσαν τον χαρακτηρισμό του «Ζιντάν της Φούλαμ». Η ομάδα δεν ήθελε να πατήσει φρένο κι ήθελε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη συμμετοχή στο Κύπελλο Intertoto, κατακτώντας το, ενώ απέκλεισε και το «δικό μας» Αιγάλεω, που ήταν αξιόμαχο. Η κατάκτηση του κυπέλλου σήμανε και τη συμμετοχή στο Κύπελλο UEFA. Η αγωνιστική δράση όμως, ξεκίνησε αρχές Ιουνίου και τελείωσε αρχές Μαίου. Οι έντεκα συνεχόμενοι μήνες αγώνων έκαναν την ομάδα να χάσει τη φόρα της και να κατακτήσει μονάχα τη 15η θέση στην Πρέμιερ. Ο Μαλμπράνκ έπαιξε σε 55 αγώνες, «μάτωσε» το δίχτυ 13 φορές, όμως συνολικά η ομάδα είχε «ξεζουμιστεί».
Έχοντας την επόμενη χρονιά να παίξει σε αγγλικά γήπεδα μονάχα, η Φούλαμ ήρθε στα ίσα της. Τερμάτισε ένατη και θύμισε σε όλους πως δεν ήταν τυχαία καλή ομάδα. Ήταν μια εκ των λίγων που έβαλε δύσκολα στην αήττητη ομάδα της Άρσεναλ, αποσπώντας και μια «λευκή» ισοπαλία. Ο δε «πρωταγωνιστής» μας, ξεχώριζε και είχε μια ακόμα εξαίρετη σεζόν με οκτώ τέρματα, συνεργαζόμενος αρκετά καλά με τους Μπόα Μόρτε, Χέηλς, Σαχά και ΜακΜπράιντ. Υπό τις οδηγίες, μάλιστα, ενός προπονητή που βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα, του Κρις Κόουλμαν. Οι εμφανίσεις του, τον έφεραν στον «προθάλαμο» της εθνικής Γαλλίας για το Euro του 2004, όμως τελικά δε βρέθηκε στην Πορτογαλία. Μετά την απόρριψή του, ζήτησε να παίξει για το Βέλγιο, όντας γεννημένος στη Μουσκρόν, αλλά οι ιθύνοντες υποστήριξαν πως δεν είχε τα απαραίτητα χαρτιά.
Η ομάδα, είχε κάνει ήδη τον κύκλο της. Ο Μαλμπράνκ, στο τέλος της σεζόν 2005-2006, θέλησε να αναζητήσει μια ομάδα που θα του δώσει το «κάτι παραπάνω». Τελικά, πείστηκε από το πρότζεκτ της Τότεναμ, παρότι οι «Κότατζερς» είχαν κάθε πρόθεση να τον κρατήσουν. Οι «Πετεινοί» θα συμμετείχαν στον Κύπελλο UEFA κι είχαν γενικά σταθερή πορεία προς τις ευρωπαϊκές θέσεις. Με τον Μάρτιν Γιόλ να «αδειάζει» τα ταμεία της ομάδας τότε, μια μεταγραφή χαμηλού κόστους ήταν ο Γάλλος, ο οποίος χάρη στην προσαρμοστικότητά του, έπαιζε είτε στα αριστερά, είτε κεντρικά. Με δυο δικά του τέρματα συνέβαλε στην πρόκριση επί της Μπράγκα για τους «16» του UEFA, ενώ η ομάδα τερμάτισε πέμπτη στο πρωτάθλημα, δείχνοντας τις προθέσεις της για εδραίωση ψηλά.
Όμως, αυτή ήταν μια παρένθεση. Ο Μάρτιν Γιόλ αποφάσισε «ετσιθελικά» να δώσει ξανά τεράστια ποσά για μεταγραφές και στα πρώτα αποτελέσματα δε δικαιώθηκε, αντικαθιστάμενος από τον Χουάντε Ράμος. Στο πρωτάθλημα χάθηκε αρκετό «έδαφος» κι η ενδέκατη θέση δεν αντικατόπτριζε την ποιότητα της Τότεναμ, σε αντίθεση με το κύπελλο UEFA, όπου ήρθε ο αποκλεισμός πάλι στους «16». Ο Μαλμπράνκ πάντως, αμετακίνητος. Έπαιξε ξανά 55 αγώνες, όπως και με τη Φούλαμ προ ολίγων ετών, παρότι στον Ράμος «δεν έκανε» (φανταστείτε να άρεσε κιόλας). Αυτό δεν τον πτόησε και παρότι έφυγε από την Τότεναμ, βρήκε τη νέα ποδοσφαιρική του «στέγη» στο «Στάδιο του Φωτός».
Στη Σάντερλαντ, οι απαιτήσεις ήταν προφανώς χαμηλότερες, αφού η ομάδα ήθελε απλά να εξασφαλίσει την παραμονή της. Και στον Γάλλο, πόνταραν πολλά. Για πρώτη φορά, ο Μαλμπράνκ ανέλαβε σε μεγαλύτερο βαθμό το οργανωτικό κομμάτι του παιχνιδιού. Όχι πως δεν βοηθούσε ήδη σε αυτό, απλά κάτι τα συστήματα, κάτι το γεγονός πως υπήρχαν ιεραρχικά «μεγαλύτεροι» του ιδίου ποδοσφαιριστές, δεν του το επέτρεπαν στις προηγούμενες ομάδες. Στην πρώτη του χρονιά ως «Μαυρόγατα», και τροφοδοτώντας κυρίως τους Τζιμπρίλ Σισέ και Κενγουάιν Τζόουνς, έδωσε οκτώ τελικές πάσες και συνέβαλε με τον τρόπο του στην παραμονή στην Πρέμιερ Λιγκ.
Ο ερχομός του Ντάρεν Μπεντ στη Σάντερλαντ διευκόλυνε ακόμα παραπάνω το έργο της παραμονής, καθώς σκόραρε παραπάνω απ’ όσα το δίδυμο Σισέ-Τζόουνς. Με τους Λόρικ Τσάνα και Τζόρνταν Χέντερσον, μάλιστα, για πρώτη φορά στην καριέρα του, είδε κάποια παιχνίδια απ’ τον πάγκο, κυρίως όμως για λόγους ξεκούρασης. Έμεινε στη Σάντερλαντ ως το καλοκαίρι του 2011, έχοντας σοβαρό ρόλο στην προσπάθεια εδραίωσης της ομάδας στην Πρέμιερ Λιγκ, και παίζοντας ασταμάτητα, παρότι στα 31 του χρόνια. Μάλιστα, λένε πως «θυσίασε» το συμβόλαιό του, για να αποκτηθούν νέοι παίκτες.
Κάπως έτσι, ο Γάλλος αποφάσισε τον επαναπατρισμό του, υπογράφοντας στην Σεντ Ετιέν. Έφυγε μετά από ένα μήνα και 26 λεπτά συμμετοχής, σε έναν αγώνα κυπέλλου. Ο λόγος μέχρι σήμερα, δεν έχει γνωστοποιηθεί. Φήμες τον ήθελαν να σκέφτεται την αποχώρησή του από τα γήπεδα, ενώ κάποια «κίτρινα» ρεπορτάζ έλεγαν πως ήθελε να αποσυρθεί, καθώς ο γιός του έπασχε από καρκίνο. Ο Μαλμπράνκ, βέβαια, δεν είχε καν γιό. Περνώντας ένα χρόνο ως άνεργος, υπέγραψε ξανά στη Λυών, που τον ανέδειξε στο ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό στερέωμα.
Τι κι αν το γαλλικό πρωτάθλημα χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την ταχύτητά του, την οποία σιγά σιγά στα 32 του έχανε ο Μαλμπράνκ, δεν τον σταμάτησε τίποτα. Ως αμυντικός χαφ έδειξε πως η μπογιά του δεν είχε «περάσει» ακόμα, βοηθώντας στην οργάνωση του παιχνιδιού της Λυών. Στο μεταξύ, η γαλλική ομάδα είχε μια εξαιρετική φουρνιά ποδοσφαιριστών. Στον «άσο» μόνο ήταν πρώτος ο Βερκούτρ και πίσω του οι Άντονι Λόπες και Ούγκο Γιορίς (νυν βασικοί σε Λυών και Τότεναμ αντίστοιχα), ενώ μπροστά παρουσίες όπως αυτές των Γκομίς, Λισάντρο Λόπεζ και Λακαζέτ, είναι χαρακτηριστικές του επιπέδου της ομάδας.
Παρότι ο ρόλος του ξεκίνησε να περιορίζεται την επόμενη χρονιά, ήταν πάντοτε παρών στους δυσκολότερους αγώνες της ομάδας, παρά το περίσσιο ταλέντο και τις μπόλικες εναλλακτικές που υπήρχαν. Μάλιστα, για πρώτη φορά έφτασε μέχρι τους «8» του Champions League. Τη χαρά ενός ακόμα τίτλου με τη Λυών, δε τη γεύτηκε στην επιστροφή του στα γαλλικά γήπεδα μετά τη δεκαετή θητεία στην Αγγλία, αφού «συνέπεσε» με την αρχή της παντοδυναμίας της Παρί Σεν Ζερμέν. Στην πρώτη του θητεία, βέβαια, είχε πάρει απλώς το Σούπερ Καπ Γαλλίας.
Στα 35 του χρόνια πια, έμεινε ελεύθερος από τη Λυών, και συνέχισε για μια τελευταία χρονιά στην πρώτη κατηγορία της Γαλλίας, καθώς υπέγραψε με την Καέν. Η ομάδα από τη Νορμανδία έσωσε την κατηγορία, αλλά ο Μαλμπράνκ είχε πολύ περιορισμένο ρόλο, εύλογα. Μετά και τη μικρή «περιπέτεια» με την Καέν, αποφάσισε να «κρεμάσει» τα παπούτσια του. Αυτή η απόφαση, κράτησε δυο μήνες, αφού η «φλόγα» δεν είχε σβήσει ακόμα μέσα του. Βρέθηκε έτσι στις Σασλέ και Λιμονέ, ομάδες ερασιτεχνικές της τέταρτης και της πέμπτης τη τάξει κατηγορίας αντίστοιχα, ενώ στη δεύτερη έπαιζε μέχρι πέρυσι, στα 41 του!
Μεγαλύτερός του καημός, η μη συμμετοχή του στην εθνική Γαλλίας, από την οποία έφτασε ένα «βήμα» σε τρεις περιπτώσεις. Σε μια εποχή που ξεχώριζαν πιο «σκληροί» ή πιο «ντελικάτοι» στην Πρέμιερ Λιγκ, ο Μαλμπράνκ έδινε το δικό του στίγμα, απέχοντας κι από τις δυο κατηγορίες. Ήταν μάλιστα ο αγαπημένος παίκτης του πρώην πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου, Τόνι Μπλερ. Παρότι έμεινε λίγο στην Τότεναμ, αγαπήθηκε αρκετά, όπως και στις υπόλοιπες ομάδες όπου αγωνίστηκε στην Αγγλία, παρότι δεν ήταν ο πιο «προικισμένος» ποδοσφαιρικά.
Ακόμα, αξιομνημόνευτες ήταν οι ικανότητές του. Στη Λυών, ξεχώρισε για την ταχύτητα και την ωριμότητα στο παιχνίδι του. Στη Φούλαμ έγινε ηγέτης, στα χρόνια όπου οι μεσοεπιθετικοί-δεκάρια ξεχώριζαν. Στην Τότεναμ, αποτέλεσε έναν παίκτη-στρατιώτη, παίζοντας ισορ