Στις ακαδημίες στο Κάρινγκτον έχουν περάσει ανά τα χρόνια σπάνια ταλέντα, δυστυχώς όμως δεν έχουν πιάσει όλα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Πρόκειται για μία από τις πλέον διάσημες ποδοσφαιρικές ακαδημίες και εδρεύει στο Κάρινγκτον. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι η μοναδική ομάδα στην Αγγλία που έχει καταφέρει σταθερά και ανά τα χρόνια να έχει τουλάχιστον έναν παίκτη από τις ακαδημίες της στην αποστολή της ομάδας. Για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο, αυτό το ρεκόρ κρατάει από το 1937 (!) και διατηρείται μέχρι και σήμερα. Είναι με σημαντική διαφορά από τη δεύτερη Έβερτον η ομάδα που δίνει ευκαιρίες σε «προϊόντα» των ακαδημιών και η Ιστορία δείχνει πως σε τουλάχιστον τρεις χρονικές περιόδους ( «Μωρά του Μπάσμπι», «Αγία Τριάδα» και «Γενιά του ’92») αυτή η τακτική απέδωσε τα μέγιστα.
Από μια ακαδημία που έχει τόσο μεγάλη επιτυχία, βέβαια, οι απαιτήσεις είναι υψηλές και όποιος παίκτης εντυπωσιάσει στο Κάρινγκτον έστω και λίγο γίνεται αντικείμενο συζήτησης. Εφόσον έχει επαναληφθεί αρκετές φορές σαν γεγονός, οι οπαδοί και ο Τύπος περιμένουν από κάθε ανερχόμενο ταλέντο στους κόλπους της Γιουνάιτεντ να γίνει σημείο αναφοράς της πρώτης ομάδας, που θα έρθει με φόρα να τη βελτιώσει. Και, όπως είναι φυσιολογικό, σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν λειτούργησε έτσι.
Στο σημερινό αφιέρωμα δεν θα ασχοληθούμε με την τεράστια λίστα παικτών των ακαδημιών, που τα κατάφεραν, έστω και για μία σεζόν, να θεωρηθούν βασικά μέλη της ομάδας. Με αφορμή την πρόσφατη μεταγραφή του Φακούντο Πελίστρι στον Παναθηναϊκό, θα δούμε παίκτες που «έταξαν» πολλά από άποψη ταλέντου, όμως δεν κατάφεραν ποτέ να έχουν αντίκτυπο στον -κύριο- οργανισμό της Γιουνάιτεντ. Φυσικά ο Ουρουγουανός δεν ήταν ακριβώς απόφοιτος του Κάρινγκτον, αφού κατέφθασε από την Ουρουγουάη ενήλικος και λίγους μήνες μετά δόθηκε δανεικός, όμως πρακτικά έφυγε από το Μάντσεστερ ως «αποτυχημένος». Συμπερασματικά στην εφταμελή μας λίστα δεν θα δείτε παίκτες όπως οι Γκίμπσον, Ρίτσαρντσον, Γκρίνγουντ και Γκρίνινγκ, αλλά χαρακτηριστικά παραδείγματα απόκληρων, με όλες τις πιθανές… καριέρες μετά τη φυγή τους. Από παίκτες που στη συνέχεια θεωρήθηκαν εξαιρετικοί έως άλλους που ξέχασε το ποδόσφαιρο.
Λουκ Τσάντγουικ
Τη σεζόν 2000/01, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν η κραταιά δύναμη του αγγλικού ποδοσφαίρου, με τη «Γενιά του ’92» να έχει κάνει το τρεμπλ μόλις δύο σεζόν νωρίτερα. Ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον μιλούσε συχνά για τη συνεισφορά των ακαδημιών και ένα -νέο- όνομα που ξεχώριζε ήταν αυτό του Λουκ Τσάντγουικ – ένας ακραίος μέσος που έπαιζε με ευκολία και στις δύο πλευρές του γηπέδου και οι προσδοκίες που υπήρχαν από αυτόν ήταν τεράστιες. Μετά από μια καλή σεζόν ως δανεικός στη βελγική Αντβέρπ, ο Τσάντγουικ πήρε ευκαιρίες στην πρώτη ομάδα τις οποίες ποτέ δεν αξιοποίησε. Τον Φεβρουάριο του 2003 δόθηκε δανεικός στη Ρέντινγκ για να πάρει παιχνίδια στα πόδια του, βοηθώντας την ομάδα να φτάσει μέχρι τα πλέι-οφ ανόδου. Ακολούθησε τη σεζόν 2003/2004 ένας νέος δανεισμός στη Μπέρνλι, που και πάλι τα πήγε σχετικά καλά.
Ο Τσάντγουικ με τις επιδόσεις του στην Τσάμπιονσιπ διατήρησε το καλό όνομα που είχε ως τότε, αλλά παράλληλα συνειδητοποίησε πως δεν θα έπαιζε ποτέ ξανά για τη Γιουνάιτεντ. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς μετακόμισε ως ελεύθερος στη Γουέστ Χαμ, όπου δεν κατάφερε να εντυπωσιάσει. Ακολούθησαν οι Στόουκ, Νόριτς, Μίλτον Κέινς Ντονς, Κέιμπριτζ Γιουνάιτεντ (ομάδα που υποστήριζε) και Σόχαμ Τάουν Ρέιντζερς μέχρι που αποσύρθηκε στο τέλος της σεζόν 2015/16, ώστε να γίνει προπονητής των ακαδημιών της αγαπημένης του Κέιμπριτζ. Ήταν ίσως ο πρώτος παίκτης, μετά τη «Γενιά του ’92», που ήρθε από το Κάρινγκτον και δημιούργησε τόσο υψηλές προσδοκίες στον κόσμο, χωρίς φυσικά να τις εκπληρώσει.
Μπόγιαν Τζόρτζιτς
Την ίδια περίοδο με τον Τσάντγουικ, στις ακαδημίες της Γιουνάιτεντ υπήρχε κι ένας μη Βρετανός ποδοσφαιριστής (σπάνιο για την εποχή), που πολλοί θεωρούσαν ανερχόμενο αστέρα. Το όνομα του ήταν Μπόγιαν Τζόρτζιτς, ήταν Σουηδός από Σέρβους γονείς, και μόλις στα 18 του κέρδισε το «Βραβείο Τζίμι Μέρφι», που απονέμεται στον καλύτερο παίκτη των ακαδημίων της ομάδας για τη χρονιά που πέρασε. Στο Μάντσεστερ έμεινε συνολικά έξι χρόνια, τα τρία εκ των οποίων τα πέρασε ως δανεικός (Σέφιλντ Γουένσντεϊ, Άαρχους και Ερυθρό Αστέρα). Παρά τις ελπίδες που υπήρχαν γι’ αυτόν και το μεγάλο ταλέντο του, η μόνη στιγμή που χάρισε στους οπαδούς των «Κόκκινων Διαβόλων» ήταν μια λόμπα που σκόραρε στο φιλικό προς τιμήν του Τομ Μπόιντ με τη Σέλτικ το 2001.
Ο Τζόρτζιτς έφυγε τον Ιανουάριο του 2005 ως ελεύθερος για τη Ρέιντζερς, με την οποία έκανε μόνο τέσσερις εμφανίσεις λόγω τραυματισμών. Στη συνέχεια αγωνίστηκε μία διετία για την Πλίμουθ, για να ακολουθήσουν οι ΑΙΚ Στοκχόλμης (ομάδα που υποστήριζε), Βιντεότον (η μοναδική ομάδα στην καριέρα του που έδωσε λεφτά για αυτόν), Μπλάκπουλ, Αντβέρπ, Μπρομαποϊκάρνα, Βάσαλουντ και Τσενάιγιν, μέχρι να αποσυρθεί το 2015. Όταν κρέμασε τα παπούτσια του, επέλεξε να γίνει σχολιαστής ποδοσφαίρου, οπού τον Μάρτιο του 2023 ενεπλάκη σε ένα ρατσιστικό (εις βάρος του) περιστατικό με τον τότε ομοσπονδιακό τεχνικό της Σουηδίας, Γιάνε Άντερσον, ο οποίος ουσιαστικά δήλωσε ότι δεν μπορεί να αναφέρεται στον εαυτό του ως Σουηδό. Επίσης, είναι σχολιαστής του Manchester United TV από το 2021.
Τζουζέπε Ρόσι
Ίσως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής, βάσει και καριέρας, που συμπεριλαμβάνουμε σε αυτήν τη λίστα. Ο Ιταλός (γεννημένος στην Αμερική) επιθετικός εισήχθη στις ακαδημίες της Γιουνάιτεντ το 2004. Εκείνη τη χρονιά έκανε και το ντεμπούτο του με τους «Κόκκινους Διάβολους», ενώ την επόμενη πέτυχε και το πρώτο του τέρμα (από τα συνολικά τέσσερα) με την ομάδα. Ακολούθησαν ένας αποτυχημένος δανεισμός στη Νιουκάστλ κι ένας επιτυχημένος στην Πάρμα, πριν η Βιγιαρεάλ καταθέσει πρόταση στη Γιουνάιτεντ για την απόκτησή του ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ. Ο Τζουζέπε Ρόσι δεν χωρούσε στα πλάνα του Φέργκιουσον για τη σεζόν 2007/08 και έφυγε ως ένας παίχτης που δεν «έπιασε» στο Ολντ Τράφορντ. Η συνέχεια, βέβαια, ήταν εξαιρετική.
Στη Βιγιαρεάλ πέτυχε 82 γκολ και 25 ασίστ σε 192 παιχνίδια, αποτελώντας σημείο αναφοράς για το «Κίτρινο Υποβρύχιο» και πρώτο σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου ως τότε. Παράλληλα με αυτό, ο Ρόσι έγινε διεθνής με την εθνική Ιταλίας και ήταν ο πρώτος σκόρερ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008. Ωστόσο κάπου εκεί μπαίνουν στη ζωή του οι τραυματισμοί. Τον Οκτώβριο του 2011 παθαίνει ρήξη χιαστών και μένει εκτός για έξι μήνες. Τον Απρίλιο του 2012 ξαναχτυπάει στο ίδιο σημείο στην προπόνηση, μένοντας εκτός για άλλους δέκα, μέχρι τον Ιανουάριο του 2013. Τότε ήταν που η Φιορεντίνα κατέθεσε πρόταση 10 εκ. ευρώ για να τον αγοράσει. Ο Ρόσι πήγε στη Φλωρεντία, αλλά έκανε ντεμπούτο με την ομάδα την τελευταία αγωνιστική τον Μάιο (!) του 2013 μέχρι να αποκατασταθεί πλήρως. Πρόλαβε να αγωνιστεί σε 24 παιχνίδια και να πετύχει 17 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, αλλά τραυματίστηκε ξανά τον Ιανουάριο του 2014 (πάλι στον χιαστό), σε ένα σημείο της σεζόν που φιγούραρε ως πρώτος σκόρερ της Σέριε Α!
Επέστρεψε στις αρχές Μαίου στην ενεργό δράση, πριν τραυματιστεί ξανά (!) τον Αύγουστο στην προπόνηση και μείνει εκτός για άλλους έξι μήνες. Ξανάπαιξε για τη Φιορεντίνα τον Αύγουστο του 2015 και τον Ιανουάριο του 2016 πήγε δανεικός στη Λεβάντε. Μετά από μια σχετικά καλή παρουσία, η Θέλτα τον πήρε ως δανεικό, αλλά σε γενικές γραμμές απογοήτευσε. Η Τζενόα τον υπέγραψε ως ελεύθερο τον Δεκέμβριο του 2017, αλλά τον αποδέσμευσε στο τέλος της σεζόν, αφού πιάστηκε θετικός σε αντι-ντόπινγκ κοντρόλ (για το οποίο και αθωώθηκε, δεχόμενος μόνο μια σύσταση). Έμεινε χωρίς ομάδα για μια σεζόν και ακολούθησαν οι Ρεάλ Σολτ Λέικ στο MLS και η ιταλική Σπαλ, στην οποία ο Ρόσι έκλεισε την καριέρα του το πρόσφατο 2023.
Ντάνι Σίμπσον
Ο μοναδικός πρωταθλητής Αγγλίας (με άλλη ομάδα εκτός της Γιουνάιτεντ) που υπάρχει στη λίστα μας. Ο Ντάνι Σίμπσον αφίχθη στο Κάρινγκτον το 2003 και έφτασε τρία χρόνια μετά να προπονείται με την πρώτη ομάδα. Έφυγε συνολικά τέσσερις φορές ως δανεικός (Αντβέρπ, Σάντερλαντ, Ίπσουιτς και Νιουκάστλ) και έκανε μόλις οκτώ συμμετοχές με τη Γιουνάιτεντ, τη σεζόν 2007/08. Στον τελευταίο του δανεισμό εντυπωσίασε τις «Καρακάξες», που τον απέκτησαν με κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο ευρώ και εκκίνησαν την «κανονική» καριέρα του.
Στο Σεντ Τζέιμς Παρκ έμεινε μέχρι και το τέλος της σεζόν 2012/13, όταν και έληξε το συμβόλαιο του μετά από 138 συμμετοχές για να συνεχίσει την καριέρα του στην Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς για μια σεζόν. Τότε, τον αγόρασε η Λέστερ, που μόλις είχε προβιβασθεί. Αρχικά πάλεψε για τη θέση του δεξιού μπακ με τον πρώην συμπαίκτη του στις ακαδημίες της Γιουνάιτεντ, Ρίτσι Ντε Λάετ, όμως κατά τη σεζόν 2015/16, ο Κλαούντιο Ρανιέρι του έδωσε μόνιμη θέση στην ενδεκάδα. Με αυτόν βασικό, η Λέστερ πανηγύρισε στο τέλος της σεζόν τον τίτλο και έγραψε το όνομα του με χρυσά γράμματα στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ.
Έφυγε από τη Λέστερ το 2019 ως ελεύθερος, για να ακολουθήσουν οι Χάντερσφιλντ και η Μπρίστολ Σίτι, πριν μείνει χωρίς ομάδα από τον Μάρτιο του 2022 έως τον Δεκέμβριο του 2023, όταν και πήγε στη Μάκλσφιλντ για να κλείσει την καριέρα του. Στο διάστημα που ήταν χωρίς ομάδα εργάσθηκε ως τηλεοπτικός σχολιαστής, ενώ είχε ξεκινήσει μια καμπάνια σχετικά με την ψυχική υγεία των παικτών που είναι στη δύση της καριέρας τους, χωρίς να έχουν αποσυρθεί, αλλά δεν βρίσκουν ομάδα να παίξουν. Πριν λίγες μέρες, στις 7 Αυγούστου 2024, ανακοίνωσε ότι θα κάνει ντεμπούτο στο επαγγελματικό μποξ εναντίων του Άγγλου στρίμερ Ντάνι Άαρονς!
Φεντερίκο Μακέντα
Ώρα για λίγο ελληνικό χρώμα. Όλοι ξέρουμε τον Φεντερίκο Μακέντα, έναν παίκτη που συστήθηκε στο κοινό της Γιουνάιτεντ με τον πλέον εμφατικό τρόπο. Ερχόμενος στο Κάρινγκτον από τις ακαδημίες της Λάτσιο το 2007, ο Ιταλός επιθετικός σκόραρε κατά ριπάς και με κάθε πιθανό τρόπο, κατακτώντας -κι αυτός- το «Βραβείο Τζίμι Μέρφι». Ο Φέργκιουσον τον πήρε στην αποστολή για το παιχνίδι εναντίον της Άστον Βίλα τον Μάρτιο του 2009, στο οποίο μπήκε ως αλλαγή και πέτυχε το νικητήριο γκολ με εξαιρετικό τελείωμα. Στην αμέσως επόμενη συμμετοχή του (κόντρα στη Σάντερλαντ) σκόραρε στα 46 δευτερόλεπτα (!) μετά την είσοδο του στον αγωνιστικό χώρο. Φυσιολογικά οπαδοί και Τύπος ενθουσιάστηκαν με τον Ιταλό επιθετικό και η ίδια η ομάδα φάνηκε να τον πιστεύει πολύ σαν πρότζεκτ.
Μετά από κάποιες σκόρπιες συμμετοχές και μια ανανέωση συμβολαίου το 2010, ο Μακέντα ξεκίνησε να δίνεται δανεικός για να πάρει χρόνο συμμετοχής. Σαμπντόρια, Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, Στουτγκάρδη, Ντόνκαστερ και Μπέρμιγχαμ ήταν οι ομάδες στις οποίες αγωνίστηκε, και μόνο στην τελευταία έκανε αξιόλογη σεζόν. Το 2014 αποχώρησε απ’ το Ολντ Τράφορντ και ο Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ που τον γνώριζε από τις ακαδημίες της Γιουνάιτεντ, τον πήρε στην Κάρντιφ. Η απόδοση του ήταν απογοητευτική και έμεινε ελεύθερος τον Αύγουστο του 2016, και χωρίς ομάδα ως τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η Νοβάρα του προσέφερε συμβόλαιο 18 μηνών και το 2018 συνέχισε στον Παναθηναϊκό, όπου και έμεινε για τέσσερα χρόνια, ίσως τα καλύτερα της καριέρας του. Το καλοκαίρι του 2022 μετακόμισε στην τουρκική Ανκαραγκιουτσού για την οποία αγωνίζεται μέχρι και σήμερα, με ένα διάλειμμα έξι μηνών που πέρασε ως δανεικός στον ΑΠΟΕΛ.
Τίμοθι Φοσού-Μενσά
Το 2014, όταν και κατέφθασε στο Μάντσεστερ, όλοι μιλούσαν για το τεράστιο ταλέντο που κατάφερε και έκανε δικό της η ομάδα από τις ακαδημίες του Άγιαξ. Πολυθεσίτης, ψηλός, δυνατός, καλός με τη μπάλα στα πόδια, έδειχνε να έχει το πλήρες πακέτο ώστε να λάμψει. Τη διετία 2015-17, ο Τίμοθι Φοσού-Μενσά χτυπούσε ήδη την πόρτα της πρώτης ομάδας, αφήνοντας σταθερά καλές εντυπώσεις. Τον Αύγουστο του 2017, μάλιστα, πραγματοποίησε και το ντεμπούτο του με την εθνική Ολλανδίας, πριν δοθεί δανεικός στην Κρίσταλ Πάλας και εντυπωσιάσει κι εκεί, σε επίπεδο πια Πρέμιερ Λιγκ. Η συνέχεια τον βρήκε ξανά δανεικό στο Λονδίνο, αυτήν τη φορά για λογαριασμό της Φούλαμ.
Τον Απρίλιο του 2019, όμως, ο Φοσού-Μενσά τραυματίζεται στο γόνατο, με αποτέλεσμα να περάσει την πόρτα του χειρουργείου. Επέστρεψε στη Γιουνάιτεντ από τον δανεισμό του για να ασχοληθούν με την αποκατάσταση του, και τον Ιούνιο του 2020 κάνει την επανεμφάνισή του, μετά από έναν χρόνο (και κάτι) απουσίας. Το «τρένο» της Γιουνάιτεντ μοιάζει να τον ξεπερνά κι αυτό εκμεταλλεύεται η Μπάγερ Λεβερκούζεν, που τον κάνει δικό της τον Ιανουάριο του 2021. Δυστυχώς δύο μήνες αργότερα τραυματίζεται ξανά στο γόνατο, ενώ τον Μάρτιο του 2022 δέχεται ένα ακόμα πλήγμα, αυτήν τη φορά στον αχίλλειο τένοντα. Κάνει συνολικά 30 εμφανίσεις με τη Λεβερκούζεν, με την οποία πέρυσι δεν έπαιξε ούτε δευτερόλεπτο και δεν ξέρουμε κατά πόσο χάρηκε τη σχεδόν τέλεια σεζόν της!
Σόλα Σορετίρε
Κλείνουμε με το νέο απόκτημα του ΠΑΟΚ, τον νεότερο της λίστας και τον μόνο αυτής, που όλα τα ενδεχόμενα για την πορεία της καριέρας του είναι ανοιχτά. Ο Σόλα Σορετίρε (η προφορά ελέγχεται) πήγε στις ακαδημίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από αυτές της μισητής συμπολίτισσας Σίτι το 2013. Στο διάστημα της παραμονής του σε αυτές, έσπασε το ρεκόρ του νεότερου παίκτη που αγωνίζεται στο UEFA Youth League (σε ηλικία μόλις 14 ετών και 314 ημερών) κι έκανε το ντεμπούτο του στην Κ-23 των «Κόκκινων Διαβόλων» μόλις στα 16 του χρόνια.
Οι επιδόσεις του στο Κάρινγκτον ήταν κι ο λόγος που ο Σορετίρε κέρδισε το «Βραβείο Τζίμι Μέρφι» για τη σεζόν 2020/21. Παράλληλα με όλα αυτά, έκανε ντεμπούτο ως αλλαγή με την ομάδα στο πρωτάθλημα τον Φεβρουάριο του 2021 και τέσσερις μέρες μετά μπήκε ως αλλαγή στο παιχνίδι του Γιουρόπα Λιγκ με τη Ρεάλ Σοσιεδάδ, καταρρίπτοντας το ρεκόρ συλλόγου για τον νεότερο παίκτη σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Τον Ιανουάριο του 2023 ο Σορετίρε δόθηκε δανεικός στην Μπόλτον, η οποία έπαιζε στη League One και εκεί έκανε 16 συμμετοχές, πετυχαίνοντας ένα τέρμα. Τον Ιούνιο του 2024 η Γιουνάιτεντ του πρότεινε να ανανεώσουν την συνεργασία τους, αλλά ο 20χρονος πια άσσος ήταν ανένδοτος, επιλέγοντας να συνεχίσει την καριέρα του εκτός Αγγλίας. Τελικά υπέγραψε για τον ΠΑΟΚ, κάνοντας μάλιστα ντεμπούτο κόντρα στον Παναιτωλικό την περασμένη Κυριακή!