Πολύ πριν «λάμψει» στην Ευρώπη και θρέψει το «εγώ» του, ο 18χρονος Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς απέρριψε την Άρσεναλ, γιατί δεν έκανε δοκιμαστικά.
4 Σεπτεμβρίου, 2000. Στο Ολυμπιακό Στάδιο της Στοκχόλμης διεξάγεται το ντέρμπι κορυφής της δεύτερης κατηγορίας του σουηδικού ποδοσφαίρου μεταξύ Γιουργκόρντεν (ή Τζουργκάρντεν όπως την λέμε στην Ελλάδα) και Μάλμε. Μεταξύ των 15.000 θεατών βρίσκονται και δύο «λαγωνικά» της Άρσεναλ, που έχουν σημειωμένα στα μπλοκάκια τους έναν παίκτη από την κάθε ομάδα. Ο πρώτος και βασικός στόχος είναι ο 25χρονος τερματοφύλακας Ραμί Σάαμπαν, που όντως θα γίνει μέλος της ομάδας το 2002, και ο άλλος ένας 18χρονος επιθετικός με βοσνιακές ρίζες ονόματι Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς.
Η ομάδα της πρωτεύουσας όχι μόνο θα νικήσει, αλλά θα διαλύσει με 6-1 την αντίπαλό της, με τον Σάαμπαν να βλέπει την εστία του να παραβιάζεται μόνο με αυτογκόλ, ενώ ο Ιμπραΐμοβιτς θα περάσει απαρατήρητος. Τελικά αμφότεροι οι δύο σύλλογοι θα προβιβασθούν στο τέλος της σεζόν, με τον νεαρό άσσο της Μάλμε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, να αναδεικνύεται τρίτος σκόρερ της κατηγορίας (12 γκολ) και να κεντρίζει το ενδιαφέρον αρκετών ομάδων με το πληθωρικό παιχνίδι του.
Φυσικά μιλάμε για μία άλλη εποχή, με τα δίκτυα scouting να μην είναι τόσο εξελιγμένα και στελεχωμένα όσο σήμερα. Ο κάθε σύλλογος λάμβανε περιορισμένες πληροφορίες και είχε συγκεκριμένο χρόνο στην διάθεσή του ώστε να δει από κοντά και να αξιολογήσει τον κάθε παίκτη. Τα δοκιμαστικά είναι ευρέως διαδεδομένα, ειδικά για τους νεαρούς παίκτες, και αποτελούν το πιο αξιόπιστο μέσο για πολλούς ποδοσφαιριστές ώστε να πείσουν για την αξία τους και να κερδίσουν μία μεγάλη μεταγραφή.
Κάπως έτσι, όταν η σεζόν στη Σουηδία τελειώνει, η Άρσεναλ καλεί τον Ιμπραΐμοβιτς στο Λονδίνο, ώστε ο Αρσέν Βενγκέρ να τον δει αυτοπροσώπως και να τον πείσει να γίνει «Κανονιέρης». Ο ενθουσιώδης Ζλάταν καταφθάνει στο Νησί και βλέπει την ζωή του, μετά τις απίστευτες δυσκολίες που είχε βιώσει ως παιδί, να είναι έτοιμη να αλλάξει, την καριέρα του να είναι έτοιμη να απογειωθεί. Ο προορισμός είναι επίσης κάτι παραπάνω από ελκυστικός, αφού η Άρσεναλ τρεις συνεχόμενες χρονιές έχει τερματίσει στην πρώτη δυάδα της Πρέμιερ Λιγκ, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα έχει φτάσει στον τελικό του Κυπέλλου UEFA. Πάνω απ’ όλα όμως στην ομάδα βρίσκεται ένας από τους πλέον ανερχόμενους αστέρες της χώρας του, ο Φρέντι Λιούνγκμπεργκ.
Ο Ιμπραΐμοβιτς μπαίνει στα αποδυτήρια του θρυλικού Χάιμπουρι, φωτογραφίζεται με την ερυθρόλευκη φανέλα και λαμβάνει μία εντυπωσιακή ξενάγηση πριν συναντηθεί με τον, όπως ελπίζει, μελλοντικό προπονητή του. Ο Βενγκέρ τον υποδέχεται ζεστά, του αναλύει τις ικανότητές του και πώς αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν μέσα στην ομάδα και του ανακοινώνει πως αν όλα πάνε καλά με το δοκιμαστικό θα υπογράψει άμεσα συμβόλαιο και θα γυρίσει στη Σουηδία μόνο για να μαζέψει τα πράγματά του. Μισό λεπτό, αν όλα πάνε καλά σε ποιο;
«Πήγα στο Λονδίνο για προσωπικό ραντεβού με τον Βενγκέρ, τότε αυτός μου ζήτησε να περάσω δοκιμαστικό. Του είπα πως δεν πρόκειται να το κάνω αυτό: είτε με παίρνεις, είτε όχι. Σε παρακαλώ μην σπαταλάς τον χρόνο μου. Είχα ήδη αυτήν την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, καθώς στο μυαλό μου ήμουν ο δυνατότερος όλων, ακόμα κι όταν ήμουν τόσο νεαρός. Όταν συνάντησα τον Βενγκέρ, περίμενα πως θα μου πει ότι θα έχω κατευθείαν βασικό ρόλο στην Άρσεναλ. Όχι, ο Ζλάταν δεν κάνει δοκιμαστικά».
Όπως λογικά φαντάζεστε ο Αλσατός «Καθηγητής» κάθε άλλο παρά ικανοποιημένος ήταν με τη συμπεριφορά του αλαζονικού νεαρού. Μάλιστα έχοντας ήδη αγοράσει λίγους μήνες νωρίτερα τους -επίσης- επιθετικούς Σιλβέν Βιλτόρ και Φράνσις Τζέφερς, έδειξε την πόρτα της εξόδου στον Ιμπραΐμοβιτς, που εκείνη την περίοδο δεν είχε άλλες αξιόλογες προτάσεις και γύρισε άπραγος στη Μάλμε, που προετοιμαζόταν για τις υποχρεώσεις της στη μεγάλη κατηγορία του σουηδικού ποδοσφαίρου.
Θα χρειαστεί να περάσουν περίπου πέντε μήνες, ώσπου σε ένα φιλικό απέναντι στη νορβηγική Μος ο «Ίμπρα» θα σκοράρει και θα δώσει μία ασίστ, εντυπωσιάζοντας τον θρυλικό τεχνικό διευθυντή του Άγιαξ, Λίο Μπενάκερ, που θα κινήσει άμεσα τις διαδικασίες για την απόκτησή του. Πράγματι, το καλοκαίρι του 2001 ο «Αίαντας» θα ανακοινώσει την απόκτηση του Σουηδού φορ για σχεδόν εννέα εκατομμύρια ευρώ και θα «πυροδοτήσει» μία τεράστια καριέρα για έναν εκ των εμβληματικότερων επιθετικών της γενιάς του!
Παραδόξως καμία από τις δύο πλευρές δεν βγαίνει ιδιαίτερα χαμένη, τουλάχιστον άμεσα. Η Άρσεναλ στα επόμενα τέσσερα χρόνια κατακτά δύο πρωταθλήματα, μεταξύ των οποίων το ένα αήττητο, ενώ στην ίδια περίοδο ο Ιμπραΐμοβιτς δύο πρωταθλήματα κι ένα κύπελλο στην Ολλανδία, πριν πάρει μία πανάκριβη για την εποχή μεταγραφή στην Ίντερ, που υποστηρίζει από έφηβος χάρη του ειδώλου του, Ρονάλντο Ναζάριο ντε Λίμα. Το πολυαναμενόμενο (ίσως για τον ίδιο) αντάμωμα με την ομάδα που τον απέρριψε, ή έστω δεν τον δέχθηκε άκριτα, θα έρθει την σεζόν 2002/03, όταν Άγιαξ και Άρσεναλ θα βρεθούν στον ίδιο όμιλο της δεύτερης φάσης του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Ιμπραΐμοβιτς θα δηλώσει ανοιχτά πως θα ήθελε μία άτυπη εκδίκηση από τον Βενγκέρ, όμως αμφότερα τα δύο παιχνίδια θα λήξουν ισόπαλα, ο ίδιος θα βγει και στα δύο αλλαγή, ενώ κατά γενική ομολογία οι «Κανονιέρηδες» θα είναι καλύτεροι. Παρ’ όλα αυτά η εκδίκηση θα έρθει, αφού την τελευταία αγωνιστική η Άρσεναλ θα καταφέρει να χάσει από τη Βαλένθια και ο Άγιαξ με την ισοπαλία του (από τις πέντε συνολικά) απέναντι στη Ρόμα θα προκριθεί, αφήνοντας τους Λονδρέζους εκτός συνέχειας!
Μπορεί στους περισσότερους η επιλογή του Βενγκέρ να μοιάζει πια μία τεράστια χαμένη ευκαιρία, αφού πιθανόν, αν ο Σουηδός είχε γίνει μέλος του ρόστερ του, η Άρσεναλ να είχε γιγαντώσει την επιθετική της ισχύ, δίπλα στους Τιερί Ανρί και Ντένις Μπέργκαμπ. Ωστόσο ο Αλσατός δεν μετανιώνει, αφού με τα τότε διαθέσιμα στοιχεία έπραξε απολύτως σωστά. «Δεν μπορώ να πω ότι θα είχα πράξει διαφορετικά. Ήταν ένα 18χρονο παιδί, που έπαιζε στη Μάλμε στη δεύτερη κατηγορία της Σουηδίας. Κανείς δεν τον ήξερε πραγματικά και ήμασταν τυχεροί που τον είχαμε βρει πρώτοι. Σε αυτές τις ηλικίες είχαμε κάνει δοκιμαστικά σε δεκάδες παίκτες. Ήταν κάτι φυσιολογικό εκείνη την εποχή, πριν πάρεις την τελική απόφαση».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και στη βιογραφία του ο Ιμπραΐμοβιτς, ειδικά στην αρχή της καριέρας του, έπρεπε να είναι νευριασμένος για να παίζει καλά. Είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας ως ένας πρόσφυγας διαφορετικής θρησκείας και εμφάνισης, στα όρια της φτώχειας, εύκολος στόχος για τους συνομήλικούς του. Το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος να τους «νικήσει», να τους δείξει ποιός είναι πραγματικά ο Ζλάταν. Όχι ο Ζλάταν δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβιβαστεί, δεν θα μπορούσε ποτέ να νιώσει ξανά ασήμαντος, ο Ζλάταν δεν θα μπορούσε να κάνει δοκιμαστικά…