Όπως και ο μέντοράς του Ρεμπρόφ, ο Αντρέι Σεφτσένκο έφτασε γρήγορα στην καταξίωση, πήρε Χρυσή Μπάλα, όμως απέτυχε να διακριθεί στο Νησί.
«Δεν έχει σημασία πόσο δυνατά μπορείς να χτυπήσεις, αλλά πόσο δυνατά αντέχεις να σε χτυπήσουν και να συνεχίσεις να παλεύεις», θα πει ο Σιλβέστερ Σταλόνε ως Ρόκι Μπαλμπόα στην ομώνυμη ταινία του 2006. Η ιστορία του Αντρέι Σεφτσένκο ξεκινά με μία αναφορά σε -ας πούμε- μποξέρ, κι όχι άδικα, αφού η πυγμαχία ήταν η μεγάλη του αγάπη, προτού στραφεί οριστικά στο ποδόσφαιρο. Βάσει των λεγόμενών του αρκούσε μία επίσκεψή του στο Σαν Σίρο σε ηλικία 14 ετών, ώστε να μην κοιτάξει ποτέ ξανά πίσω.
Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό στη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας με πατέρα στρατιωτικό, η οικογένειά του μετακόμισε όταν ήταν τριών χρονών σε μία νεόδμητη γειτονιά του Κιέβου. Ο μικρός Αντρέι άρχισε γρήγορα να ελκύεται από τη στρογγυλή θεά, όμως ένα συνταρακτικό ιστορικό γεγονός ανάγκασε την οικογένειά του να εγκαταλείψει -προσωρινά- την πόλη. Ο λόγος, φυσικά, για το τραγικό ατύχημα στην πυρηνική μονάδα του Τσέρνομπιλ το 1986, όταν ολόκληρος ο πλανήτης βρέθηκε… αμήχανος απέναντι στις πιθανές συνέπειες της καταστροφής για την ανθρωπότητα.
Μία τρανταχτή επιτυχία διαδέχθηκε την απογοήτευση της αποτυχίας, όταν, ακόμα στα 1986, ο Σεφτσένκο απέτυχε σε μία δοκιμασία ντρίμπλας, με αποτέλεσμα να μη γίνει δεκτός σε ένα αθλητικό σχολείο του Κιέβου. Κι αυτό διότι, λίγο μετά, το ταλέντο του αιχμαλώτισε την προσοχή ενός σκάουτ της μεγαλύτερης διαχρονικά ομάδας της Ουκρανίας, της πρωτευουσιάνας Ντιναμό Κιέβου, με αποτέλεσμα να αρχίσει να φοράει τα χρώματα του ιστορικού αυτού συλλόγου σε ηλικία μόλις δέκα ετών.
Τέσσερα χρόνια μετά, θα πραγματοποιούνταν η πρώτη άτυπη, αλλά βαρυσήμαντη από συμβολική άποψη, επαφή του θρυλικού Ουκρανού με το αγγλικό ποδόσφαιρο. Συγκεκριμένα, αγωνιζόμενος για την Κ-14 της Ντιναμό, χρίστηκε πρώτος σκόρερ του Κυπέλλου Ίαν Ρας (πλέον Ουαλικό Σούπερ Καπ). Ο Ίαν Ρας, ο οποίος θεωρείται ένας από τους εμβληματικότερους Ουαλούς ποδοσφαιριστές στην Ιστορία, έπαιζε τότε για τους «Κόκκινους» της Λίβερπουλ, για την οποία σκόραρε 346 γκολ και παραμένει πρώτος σκόρερ στην ιστορία του συλλόγου μέχρι σήμερα. Σε μία υπόθεση αυστηρά μεταξύ πρώτων σκόρερ, λοιπόν, ο 13χρονος Αντρέι κέρδισε για το επίτευγμά του ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια του Ρας!
«Ήμουν μόλις 13 χρονών όταν με το παιδικό της Ντιναμό πήγαμε να παίξουμε σε ένα τουρνουά στην Ουαλία. Κερδίσαμε το τουρνουά και ψηφίστηκα καλύτερος παίκτης. Αυτό που το έκανε τόσο ιδιαίτερο ήταν ότι ο Ίαν Ρας ήταν εκεί αυτοπροσώπως και μου έδωσε το βραβείο μου. Τα φύλαγα αυτά τα παπούτσια σαν κόρες οφθαλμού για πολλά χρόνια», θα θυμόταν αργότερα ο Σεφτσένκο. «Είχε τόσο μεγάλη σημασία για μένα επειδή όλοι στην Ουκρανία ήξεραν για τον Ίαν Ρας. Το αστείο είναι ότι μου ήταν πολύ μικρά, κι όμως, προσπαθούσα να παίξω φορώντας τα – μέχρι που τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών τρύπησαν τα παπούτσια. Προσπάθησα μέχρι και να καλύψω τις τρύπες διότι δεν ήμουν σε θέση να αγοράσω τόσο όμορφα παπούτσια».
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Σεφτσένκο ακολούθησε εντυπωσιακά κοινή διαδρομή με τον Ρας, αφού και οι δύο σήκωσαν το Κύπελλο UEFA, και οι δύο πήγαν στην Ιταλία για να απογειώσουν τις καριέρες τους (ο Ρας στη Γιουβέντους και ο Σεφτσένκο στη Μίλαν), όμως και οι δύο απέτυχαν να κατακτήσουν κάτι με την εθνική τους ομάδα. Μάλιστα ο Ουαλός δεν κατάφερε να αγωνιστεί καν σε μεγάλη διοργάνωση, ενώ και η σαφώς πιο ισχυρή Ουκρανία (όσο είχε τον Σεφτσένκο ενεργό) περιορίστηκε σε αδιάφορες παρουσίες στο Μουντιάλ του 2006 και το Euro του 2012.
Για να επιστρέψουμε όμως στα πρώτα βήματα του Σεφτσένκο, με την Ντιναμό κατέκτησε σχεδόν ό,τι μπορούσε να κατακτήσει. Πέντε διαδοχικά πρωταθλήματα και τρία κύπελλα κοσμούν την τροπαιοθήκη του, ενώ σε ατομικό επίπεδο ψηφίστηκε έξι φορές Ουκρανός Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς. Αυτό που θα θυμούνται οι περισσότεροι όμως θα είναι πάντα εκείνο το χατ-τρικ στο Καμπ Νου στις 5 Νοεμβρίου του 1997, και το επιβλητικό 0-4. Παρά τα κατορθώματά του στην πατρίδα του, ήταν εκείνη τη βραδιά που ο Ουκρανός έδειξε τη στόφα του, αποδεικνύοντας τι μπορούσε πραγματικά να καταφέρει στο κορυφαίο επίπεδο!
Το 1999, ο Σεφτσένκο πήρε μεταγραφή-ρεκόρ στη Μίλαν. Στο Σαν Σίρο πέτυχε από 24 γκολ στο πρωτάθλημα σε τρεις διαφορετικές σεζόν, και έγινε ο πρώτος παίκτης γεννημένος στην Ουκρανία που κατέκτησε το Τσάμπιονς Λιγκ, τη σεζόν 2002/03. Αμέσως μετά, ταξίδεψε πίσω στο Κίεβο για να αποθέσει το μετάλλιο του πρωταθλητή της Ευρώπης στον τάφο του πρώην προπονητή του στην Ντιναμό, Βαλερί Λομπανόφσκι, ο οποίος είχε πεθάνει έναν χρόνο πριν έπειτα από επέμβαση στον εγκέφαλο.
Την επόμενη χρονιά κέρδισε και το Σκουντέτο. Ήταν πολλές οι διακρίσεις σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, όμως το 2004 ο Σεφτσένκο έμελλε να μπει στο πιο κλειστό κλαμπ παικτών, συναντώντας εκεί μόνο δύο συμπατριώτες του, τον Όλεγκ Μπλαχίν και τον Ιγκόρ Μπελάνοφ. Από το έπαθλο που ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια του Ίαν Ρας όταν ήταν 13 χρονών, δεκαπέντε χρόνια μετά του απονεμήθηκε ο τίτλος του καλύτερου ποδοσφαιριστή στον κόσμο για εκείνη τη χρονιά, η Χρυσή Μπάλα.
Μία νομοτελειακή κάθοδος ακολουθεί κάθε κορύφωση, και η περίπτωση του Σεφτσένκο δεν ήταν διαφορετική, αν και η πτώση του ήρθε στην πιο δύσκολη ποδοσφαιρική πίστα, στην Πρέμιερ Λιγκ. Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς ήταν ακόμη νέος και γεμάτος όνειρα και φιλοδοξία για την Τσέλσι, κάτι που είχε αποδείξει με την πρόσληψη του Ζοσέ Μουρίνιο. Ο Ρώσος μεγιστάνας ήθελε να εξοπλίσει την ομάδα του με τις καλύτερες μονάδες και, στην επίθεση, βρήκε τον ιδανικό υποψήφιο στο πρόσωπο του Σεφτσένκο. Ο Ουκρανός πήρε την άδεια να φορέσει τη φανέλα με το νούμερο «7», όλα έμοιαζαν ιδανικά, κι έμενε μόνο να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα, με μόνη διαφορά ότι αυτήν τη φορά θα το έκανε στο Νησί.
Τα δύο πρώτα επίσημα γκολ για τους «Μπλε», ο Σεφτσένκο τα σκόραρε σε δύο ήττες της Τσέλσι, μία απέναντι στη Λίβερπουλ για το Κομιούνιτι Σιλντ, και μία απέναντι στη Μίντλεσμπρο για το πρωτάθλημα. Τα 14 γκολ που πέτυχε συνολικά στη σεζόν μοιάζουν μάλιστα πολλά, αν λάβει κανείς υπόψιν τους διαδοχικούς τραυματισμούς του. Η ομάδα του κατάφερε να σηκώσει και τα δύο εγχώρια κύπελλα, χωρίς όμως να είναι καθοριστική η δική του συμμετοχή σε αυτό. «Η μηχανή μου δεν λειτουργούσε σωστά στην Τσέλσι, αλλά μόνο εγώ γνώριζα το πραγματικό πρόβλημα».
Η αποχώρηση του Μουρίνιο από την Τσέλσι έβαλε «ταφόπλακα» στις βλέψεις του Σεφτσένκο για τη διάκριση και καθιέρωσή του στον αγγλικό χώρο. Οι επόμενοι προπονητές τον θεώρησαν περισσότερο μέρος του προβλήματος, παρά συστατικό για τη συνταγή της επιτυχίας της ομάδας. Τελείωσε την καριέρα του διαγράφοντας την ακριβώς αντίστροφη πορεία που είχε μέχρι να πάει στο Λονδίνο, δηλαδή επιστρέφοντας ως δανεικός στη Μίλαν, κι έπειτα γυρίζοντας στη βάση του, την Ντιναμό Κιέβου.
Ο Αντρέι Σεφτσένκο δεν ήταν ένας τυχαίος παίκτης. Μεταξύ άλλων, αυτό φανερώνεται από το γεγονός ότι το 2004 μπήκε στο «FIFA 100», δηλαδή στη λίστα με τους εκατό καλύτερους εν ζωή ποδοσφαιριστές. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που δεν ξέχασε ποτέ τη χώρα του (είχε δηλώσει πως αγωνίζεται και για όσους υπέφεραν ακόμη από τις συνέπειες της καταστροφής στο Τσέρνομπιλ), για έναν επιθετικό εθισμένο στα γκολ, στις νίκες και τις διακρίσεις, για έναν παίκτη που κέρδισε πρωταθλήματα σε Ουκρανία και Ιταλία, κύπελλα στην Αγγλία, Τσάμπιονς Λιγκ και Χρυσή Μπάλα. Και όλα ξεκίνησαν με ένα ζευγάρι παπούτσια…