Στην καλύτερη παρουσία της σε μεγάλη διοργάνωση, η εθνική Σκωτίας εντυπωσίασε στο Μουντιάλ του 1974, δεν έχασε παιχνίδι και αποθεώθηκε κατά την επιστροφή της στην πατρίδα, έστω κι αν αποκλείστηκε στους ομίλους.
«Απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω αυτή δεν είναι μία βρετανική ομάδα, είναι μία σκωτσέζικη ομάδα. Δεν είδα κανείς να αποκαλεί την Αγγλία ως Βρετανία όταν αγωνίστηκε στο Μεξικό, οπότε κατά την άποψή μου κι εμείς πρέπει να αναφερόμαστε ως Σκωτία». Κάπως έτσι, όχι ακριβώς σεμνότυφα, θα ξεκινήσει η αποστολή της εθνικής Σκωτίας για το Μουντιάλ του 1974 στη Δυτική Γερμανία, με τον Γουίλι Όρμοντ να προσπαθεί να υπερτονίσει για ακόμα μία φορά την υπεροχή των Σκωτσέζων έναντι των Άγγλων εκείνη την εποχή – η προηγούμενη ήταν μέσα στο γήπεδο, όταν στο κατάμεστο (95.000 θεατές) Χάμπτεν Παρκ ο ομοσπονδιακός τεχνικός είδε την ομάδα του να κερδίζει σχετικά έυκολα με 2-0 τα «Τρία Λιοντάρια» του Τζο Μέρσερ.
Δεν ήταν δα και μυστικό πως η αισιοδοξία ήταν διάχυτη στις τάξεις της «Τάρταν Άρμι». Οι φανατικοί συχνά οπαδοί είχαν σχεδόν δύο δεκαετίες να δουν την εθνική τους να φτάνει σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης, σε μία «σκηνή» που ούτε το 1954, αλλά ούτε και το 1958, είχαν καταφέρει να σημειώσουν νίκη. Πια όμως μετά από μερικές εντυπωσιακές εμφανίσεις στον όμιλο των προκριματικών απέναντι σε Δανία και Τσεχοσλοβακία, όπου η Σκωτία σημείωσε τρεις σερί νίκες πριν ηττηθεί στο τελευταίο αδιάφορο βαθμολογικά παιχνίδι, όλοι πίστευαν πως η ώρα της είχε φτάσει.
Ο προπονητής Όρμοντ ήταν ωστόσο ένα «στοίχημα». Έχοντας πρότερη εμπειρία μόνο από τη Σεντ Τζόνστον, προσελήφθη κυρίως λόγω της επιθετικής του φιλοσοφίας και της περίφημης δήλωσής του: «Αν οι αντίπαλοι μας βάλουν δύο γκολ, εμείς θα βάλουμε τρία και θα νικήσουμε». Μάλιστα στα προκριματικά δεν είχε ξεκινήσει αυτός στον πάγκο, αλλά ο σπουδαίος Τόμι Ντόχερτι, που στα μισά της «διαδρομής» συμφώνησε με τον Σερ Ματ Μπάσμπι ώστε να αναλάβει τις τύχες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Στο ντεμπούτο του Όρμοντ οι αντίπαλοι δεν έβαλαν δύο γκολ, αλλά πέντε (!), και οι δικοί του παίκτες κανένα. Η Αγγλία πέρασε σαν σίφουνας από τη Γλασκώβη σε αυτό το ανεπίσημο, και παράλληλα εξευτελιστικό, φιλικό, όμως περίπου έναν μήνα μετά η τύχη του «χαμογέλασε» με τη Δανία να παίρνει την ισοπαλία από την Τσεχοσλοβακία.
Η εθνική Σκωτίας πια χρειαζόταν μία νίκη σε δύο αγώνες ή δύο ισοπαλίες, για να προκριθεί στο Μουντιάλ, την ίδια στιγμή μάλιστα που οι Άγγλοι (κυρίως) έμεναν εκτός από τους Πολωνούς, ενώ και Ιρλανδία, Βόρειος Ιρλανδία και Ουαλία είχαν ήδη αποκλειστεί. Έστω κι αν χρειάστηκε μία αγχωτική ανατροπή, έστω κι αν χρειάστηκε να φωνάξουν σχεδόν 100.000 οπαδοί στις κερκίδες και μερικές χιλιάδες ακόμα απ’ έξω, οι Τζιμ Χόλτον και Τζο Τζόρνταν «ακύρωσαν» το εκπληκτικό τέρμα του Ζντένεκ Νέχοντα κι έστειλαν την ομάδα τους στο Μουντιάλ. «Αυτή είναι η πιο χαρούμενη στιγμή της ζωής μου», θα δηλώσει ο Ντένις Λόου μετά το σφύριγμα της λήξης.
Ο θρίαμβος επί της κραταιάς τότε Τσεχοσλοβακίας έφερε δικαιολογημένα ενθουσιασμό, όμως και η Σκωτία μόνο αμελητέα ποσότητα δεν μπορούσε να θεωρηθεί. Στην τελική αποστολή για το Μουντιάλ μπορούσες να βρεις πέντε παίκτες (Μπρέμνερ, Λόριμερ, Τζόρνταν, ΜακΚουίν και Χάρβεϊ), που μόλις είχαν αναδειχθεί πρωταθλητές Αγγλίες με τη Λιντς του θρυλικού Ντον Ρέβι, τον Ζαρντίν που προ διετίας είχε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων με τη Ρέιντζερς, καθώς και τους Νταλγκλίς, Τζόνστον και Χέι, που είτε είχαν νικήσει (1967) είτε είχαν χάσει (1970) σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τη Σέλτικ.
Η κλήρωση για τον όμιλο του Μουντιάλ δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα, αφού έφερε την εθνική Σκωτίας αντιμέτωπη με την κάτοχο του τίτλου Βραζιλία των Ζαϊρζίνιο και Ριβελίνο, την ισχυρή -ενωμένη- Γιουγκοσλαβία, αλλά και το νεοσύστατο σχετικά Ζαΐρ, που μόλις 14 χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίησή του από το Βέλγιο, ήταν πια στα σκληρά χέρια του δικτάτορα Μομπούτου Σέσε Σέκο – φυσικά δικτατορία είχε και η Γιουγκοσλαβία, την οποία διοικούσε ο «καλόπιστος» Παρτιζάνος Γιόσιπ Τίτο. Με το Ζαΐρ να είναι ο άγνωστος, αστάθμητος παράγοντας του ομίλου, θεωρητικά η Σκωτία θα μαχόταν με τη Γιουγκοσλαβία για την πρόκριση, αφού η Βραζιλία φερόταν ξανά ως πρώτο φαβορί για την εκ νέου κατάκτηση.
Μετά τα προκριματικά, και πριν την τελική φάση του Μουντιάλ, η εθνική Σκωτίας προγραμμάτισε μία σειρά φιλικών αγώνων για την προετοιμασία της, εφτά στον αριθμό. Στους τρεις πρώτους δεν σημείωσε νίκη, κάτι που μάλλον ανησύχησε τον Όρμοντ, που μετρούσε πια μόλις δύο νικηφόρα αποτελέσματα στα έντεκα παιχνίδια του ως ομοσπονδιακός τεχνικός. Για καλή του τύχη, και ψυχολογία της ομάδας, ακολούθησαν τρεις νίκες (και μία ήττα), όσο η αποστολή ήταν απομονωμένη στο παραθαλάσσιο Λαργκς.
Εκεί ο Τζίμι Τζόνστον είχε χαρίσει ένα απίστευτο στιγμιότυπο, όταν αποφάσισε να μπει σε μία κωπηλατική βάρκα, την οποία όμως έλυσε πριν βεβαιωθεί ότι είχε μέσα τα κουπιά. Οι Έρικ Σέντλερ και Ντέιβιντ Χέι πήδηξαν σε μία άλλη για να τον σώσουν, όμως παρατήρησαν πως είχε μία τρύπα και βγήκαν αμέσως, καλώντας την ακτοφυλακή για βοήθεια και κάνοντας τον συμπαίκτη τους πρωτοσέλιδο. Ευτυχώς ο Τζόνστον όχι απλά γύρισε στη στεριά σώος, αλλά δύο μέρες αργότερα πρωτοστάτησε και στη νίκη (που αναφέραμε στην αρχή) επί της Αγγλίας. «Δεν μπορώ να πω ότι ο Τζίμι νίκησε μόνος τους Άγγλους, όμως σίγουρα βοήθησε στην καταστροφή τους. Πάντα λέω ότι η τέλεια προετοιμασία συμπεριλαμβάνει μερικά ποτά, καλή παρέα και μία όμορφη βαρκάδα», θα πει χιουμοριστικά ο Χέι.
Θεωρητικά το αγωνιστικό πρόγραμμα ευνοούσε την ομάδα της Σκωτίας, αφού αντιμετώπιζε στην πρεμιέρα το αδύναμο Ζαΐρ, γνωρίζοντας από την προηγούμενη ημέρα το αποτέλεσμα του αγώνα μεταξύ Βραζιλίας και Γιουγκοσλαβίας, που έληξε ισόπαλο χωρίς τέρματα. Όταν μάλιστα οι παίκτες του Όρμοντ προηγήθηκαν με 2-0 στο ημίωρο, χάρη στα τέρματα των Λόριμερ και Τζόρνταν, όλοι πίστεψαν πως με λίγη προσοχή από εκεί και πέρα, η Σκωτία θα «κουβαλούσε» το πλεονέκτημα μέχρι και την τελευταία αγωνιστική των ομίλων. «Ήταν μία ιδιαίτερα ζεστή μέρα και μόλις προηγηθήκαμε με 2-0, αφήσαμε το πόδι από το γκάζι. Όπως φάνηκε θα έπρεπε να προσπαθήσουμε και να σκοράρουμε κι άλλα τέρματα. Ήταν λάθος μας. Ήμασταν άπειροι, αφελείς, αλλά και άτυχοι. Αν αυτό ήταν το δεύτερο ή το τρίτο παιχνίδι μας, πιστεύω πως το σκορ θα είχε πάρει άλλη έκταση», θα δηλώσει ο σκόρερ Τζόρνταν μετά από χρόνια.
Ο ενθουσιασμός για την προσωρινή πρωτιά στον όμιλο και την πρώτη νίκη της Σκωτίας σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης ενισχύθηκε μετά τον δεύτερο αγώνα απέναντι στη μεγάλη Βραζιλία του Μάριο Ζαγκάλο. Μετά τα πρώτα δέκα λεπτά, στα οποία η άμυνα των Σκωτσέζων δοκιμάστηκε, το παιχνίδι ισορρόπησε και μάλιστα η νίκη, και παράλληλα η πρόκριση, χάθηκε οριακά, όταν μετά από κεφαλιά του Τζόρνταν και απόκρουση του τερματοφύλακα Ζοάο, το… καλάμι του Μπρέμνερ δεν κατάφερε να στείλει την μπάλα στα δίχτυα από τα δύο μέτρα!
«Δυστυχώς δεν προλάβαινε να βάλει το πόδι του διαφορετικά, και η μπάλα απλά αναπήδησε πάνω του. Είδα τα στιγμιότυπα πρόσφατα και με εντυπωσίασε το πόσο ισορροπημένα παίξαμε. Δεν είχαν τον Πελέ, όμως ακόμα παίζαμε απέναντι σε αυτήν τη μαγική κίτρινη φανέλα. Νομίζω ήμασταν λίγο καλύτεροι απ’ αυτούς συνολικά», θα τονίσει ο Χέι. Μπορεί οι παίκτες να τα έδωσαν όλα μες στο παιχνίδι και να βγήκαν, νιώθοντας χαρούμενοι και πιο δυνατοί, όμως μόλις έφτασαν στα αποδυτήρια τους κυρίευσε μία χαρμολύπη, αφού ενημερώθηκαν πως στο άλλο παιχνίδι του ομίλου είχε σημειωθεί η μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία των Μουντιάλ ως τότε, κάτω από περίεργες συνθήκες, με τη Γιουγκοσλαβία να έχει επιβληθεί του Ζαΐρ με 9-0!
Είναι κρίμα για τα όσα συνέβησαν σε εκείνον τον όμιλο, όπου τρεις ομάδες τερμάτισαν αήττητες σε ισοβαθμία με μία νίκη και δύο ισοπαλίες έκαστη, όμως μάλλον τα πάντα κρίθηκαν κυρίως από εξωαγωνιστικούς, πολιτικούς παράγοντες. Βλέπετε όταν το Ζαΐρ προκρίθηκε στο Μουντιάλ ο δικτάτορας Μομπούτου, θέλοντας να κερδίσει την εύνοια του καταπιεσμένου λαού, αντιμετώπισε τους παίκτες σαν ήρωες, τους χάρισε σπίτια (!) και χρυσαφικά, ενώ τους έταξε υπέρογκα (για τη χώρα) ποσά μετά από κάθε αγώνα. Όταν όμως η αφρικανική ομάδα ηττήθηκε εύκολα στην πρεμιέρα, έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί τους και άρχισε να τους απειλεί πως δεν θα τους αφήσει να γυρίσουν αν οι ήττες συνεχιστούν.
Ο Γιουγκοσλάβος τεχνικός του Ζαΐρ, Μπλαγκόγιε Βίντινιτς, δεν πίστευε στ’ αυτιά του, ενώ δεν πραγματοποιήθηκαν προπονήσεις λόγω απεργίας. Οι παίκτες του φάνηκαν αποδιοργανωμένοι και στο 20′ βρέθηκαν 3-0 πίσω στο σκορ, με τον Βίντινιτς να αντικαθιστά τον βασικό του τερματοφύλακα, Καζάντι Μουάμπα, με τον Τουμπιλάντου Εντιμπί, που όπως λέγεται ορθωνόταν στα 165 εκατοστά. Η συνέχεια ήταν καταστροφική, με τον αναπληρωματικό πορτιέρε να δέχεται έξι ακόμα γκολ, το Ζαΐρ να σημειώνει μία από τις χειρότερες εμφανίσεις ομάδα σε τελική φάση και τους Γιουγκοσλάβους να δέχονται αδιαμαρτύρητα την όποια βοήθεια από τον συμπατριώτη τους, που αρνήθηκε πεισματικά να αμυνθεί και να σώσει την υπόληψή του!
Κάπως έτσι η Σκωτία προετοιμάστηκε για το τελευταίο παιχνίδι, γνωρίζοντας πως λογικά θα περάσει μόνο αν νικήσει, καθώς το Ζαΐρ έμοιαζε ικανό να σημειώσει νέο αρνητικό ρεκόρ απέναντι στη Βραζιλία. Την ίδια στιγμή ο Μομπούτου δήλωνε ρητά πως θα απαγορεύσει την είσοδο στη χώρα στην αποστολή, αν η ομάδα δεχθεί περισσότερα από τρία γκολ. Σε αυτό το περίεργο σκηνικό, και ένα λεπτό μετά το συμπτωματικό (;) 3-0 των Βραζιλιάνων, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ είδε για πρώτη και μοναδική φορά την εστία του να παραβιάζεται στο τουρνουά, «γκρεμίζοντας» τις ελπίδες της Σκωτίας για πρόκριση.
Προς τιμήν της η ομάδα του Όρμοντ αντέδρασε με τον Τζόρνταν στο 88′ και έχασε μία ακόμη ευκαιρία με τον ίδιο παίκτη για να πάρει τη νίκη, όμως το τελικό σκορ έμεινε στο 1-1. «Σε τρία παιχνίδια δεχθήκαμε μόλις ένα τέρμα, ήμασταν καλύτεροι σχεδόν σε κάθε παιχνίδι και μας έμεινε η απογοήτευση για τη νίκη απέναντι στο Ζαΐρ. Συνήθως τέτοιες ομάδες χαμηλής δυναμικότητας τα δίνουν όλα στον πρώτο αγώνα και μετά καταρρέουν, όμως εδώ δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα», θα παραδεχθεί απογοητευμένος ο σκόρερ μετά το σφύριγμα της λήξης. Στα παράδοξα της διοργάνωσης, την οποία κατέκτησε η οικοδέσποινα Δυτική Γερμανία, είναι πως όλες οι ομάδες ηττήθηκαν έστω μία φορά εκτός φυσικά από τη Σκωτία!
«Πέρασαν 40 χρόνια από τότε και ακόμα πιστεύουμε πως η ομάδα ήταν τόσο ταλαντούχα τότε, που θα μπορούσε να είχε καταφέρει περισσότερα. Στην Αργεντινή το 1978, ο Άλι ΜακΛέοντ πίστευε πως η εθνική Σκωτίας ήταν ακόμα καλύτερη, όμως τέσσερα χρόνια νωρίτερα και οι οπαδοί και ο Τύπος φέρθηκε καλύτερα σε εκείνη την ομάδα, γιατί όντως αδικήθηκε από τα αποτελέσματα», θα δηλώσει ο συγγραφέας και φανατικός ποδοσφαιρόφιλος Ρίτσαρντ Γκόρντον.
Όταν ο Όρμοντ και οι παίκτες του κατέφθασαν πίσω στην πατρίδα, πλήθος κόσμου κατέκλυσε το αεροδρόμιο για να τους υποδεχθεί, να τους χειροκροτήσει λες και δεν είχαν αποκλειστεί στους ομίλους, αλλά είχαν κάνει κάποια μεγαλειώδη πορεία. Όσοι βρέθηκαν στην αποστολή αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι οι εμφανίσεις τους είχαν τέτοιον αντίκτυπο στη χώρα, όμως η αδικία που βίωσαν, έκανε το ποδοσφαιρικό κοινό να τους αντιμετωπίσει ως ήρωες. Ο σκωτσέζικος Τύπος δεν είχε πέσει έξω, ονομάζοντας εκείνη την πορεία: «Μια Ένδοξη Αποτυχία».