Στους κύκλους των οπαδών οποιασδήποτε ομάδας κυκλοφορεί το ιδιαίτερα δημοφιλές φιλοσόφημα πως χωρίς τους οπαδούς, το ποδόσφαιρο είναι ένα τίποτα. «Κάθε ομάδα ανήκει στους φιλάθλους της». Τις περισσότερες φορές όμως, κι ειδικά όταν μιλάμε για ένα πρωτάθλημα όπως η Premier League, όσο ωραίο κι αν ακούγεται, δυστυχώς δεν ισχύει. Οι ομάδες ανήκουν σε εκατομμυριούχους ξένους χωρίς καμία σύνδεση με τον τόπο και μπορούν να αλλάζουν χέρια ή να μεταχειρίζονται όπως θέλουν οι ιδιοκτήτες τους, χωρίς ο φίλαθλος να έχει καμία δύναμη. Με τα μάτια στραμμένα στην επανέναρξη της Bundesliga, οι Άγγλοι έχουν την ευκαιρία να δουν πως έχουν τα πράγματα στην όχι και τόσο μακρινή, αλλά σίγουρα πιο υγιή, Γερμανία.
Πότε όμως άλλαξαν τα πράγματα στην Αγγλία; Θα έλεγε κανείς πως το turning point ήταν η 15η Απριλίου 1989, ή ίσως το καλοκαίρι του 1992, στην αρχή της πρώτης χρονιάς της Premier League, στιγμές-ορόσημα που όπως και να έχει, συνδέονται μεταξύ τους. Η τραγωδία του Hillsborough ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι κι οδήγησε αρχικά στα δρακόντεια μέτρα της Margaret Thatcher, με την Taylor Report για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας στα γήπεδα που ήδη επί δεκαετίες μάστιζε την Αγγλία. Αυτό οδήγησε στην ολική ανακατασκευή της ποδοσφαιρικής βιομηχανίας στην χώρα, με κύριο εκπρόσωπο την καλογυαλισμένη Premier League. Τα γήπεδα, παλιά και καινούργια, ήταν πλέον καλύτερα από πριν, ασφαλέστερα και λιγότερο βίαια. Καταπολεμίστηκαν σε μεγάλο βαθμό φαινόμενα όπως ο σεξισμός, η ομοφοβία κι ο ρατσισμός και η όποια εμφάνισή τους σήμερα, εξασφαλίζει στον θύτη έναν ισόβιο αποκλεισμό από το γήπεδο. Περιληπτικά, η εμπειρία έγινε πιο «family friendly». Αν βέβαια, μπορεί να το σηκώσει το πορτοφόλι σου!
Η τιμή για όλες τις βελτιώσεις στα γήπεδα περιελάμβανε μεταξύ άλλων την απομάκρυνση των εξεδρών για ορθίους, την μετατροπή των γηπέδων σε all-seaters και την απαγόρευση του αλκοόλ σε οποιοδήποτε σημείο που έχει οπτικό πεδίο στον αγωνιστικό χώρο. Μακροπρόθεσμα, όπως αναμενόταν υπήρξαν και επιπτώσεις. Σχεδόν κυριολεκτικά οι τιμές των εισιτηρίων «εκτοξεύθηκαν», πολλοί νέοι άνθρωποι έμμεσα αποκλείστηκαν από τις εξέδρες, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να ανεβαίνει η μέση ηλικία των θεατών, η ενεργή συμμετοχή του κόσμου (λέγε με ατμόσφαιρα) να πηγαίνει περίπατο και οι ομάδες πλέον να μην διαφέρουν και σε πολλά από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία, που ο καθένας που έχει τα λεφτά μπορεί να αγοράσει και να πουλήσει.
Οι φίλαθλοι, που πριν μπουν στο γήπεδο αντιμετωπίζονται σαν πιθανοί τρομοκράτες, δεν ελέγχουν τις ομάδες τους. Αντ’ αυτού, είναι καταναλωτές σε ένα show που τυγχάνει να είναι ποδοσφαιρικό. Υπάρχουν και αυτοί που το καταλαβαίνουν, αναγνωρίζουν πως δεν θέλουν να είναι μέρος τους και καταφεύγουν στην ομάδα του χωριού ή της μικρής τους πόλης για την πραγματική εμπειρία, στις non league κατηγορίες. Ίσως να σκεφτεί κανείς πως όλα αυτά ήταν αναπόφευκτα με την αύξηση της δημοφιλίας του πρωταθλήματος και των ομάδων του σε παγκόσμιο επίπεδο. «Halte mein bier» όπως θα έλεγε κάποιος Γερμανός φίλος μας ακούγοντας αυτά τα λόγια, γιατί στην δική του χώρα, τα πράγματα είναι διαφορετικά!
Στην Γερμανία, τα γήπεδα είναι γεμάτα, οι ατμόσφαιρες εκπληκτικές και το πρωτάθλημα κυμαίνεται σε ένα επίπεδο πολύ κοντά στο αγγλικό. Μα το κυριότερο είναι πως οι φίλαθλοι είναι κυριολεκτικά μέρος της ομάδας τους. Καταρχάς, τα εισιτήρια είναι φθηνά. Οι οπαδοί έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν αγώνες ακόμη και των κορυφαίων ομάδων με αντίτιμο κάτω από 20 ευρώ! Το κοινό είναι σε μεγάλο βαθμό νεανικό, ειδικά στις κερκίδες των ultras όπου υπάρχουν ακόμη θέσεις ορθίων (safestanding), και ζωηρό. Η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα επιτρέπονται στους περισσότερους χώρους του γηπέδου. Αυτά δεν ισχύουν επειδή οι ποδοσφαιρικές αρχές της Γερμανίας είναι ο «κουλ» θείος εκεί όπου οι αγγλικές είναι ο αυστηρός γονιός, αλλά συμβαίνουν επειδή οι ίδιοι οι οπαδοί θέλουν να συμβεί, επειδή οι ομάδες είναι «δικές» τους.
Ίσως έχει πάρει το αυτί σας κάποια στιγμή για τον «Κανόνα 50+1». Με de facto εξαιρέσεις, όπως την Bayer Leverkusen της φαρμακοβιομηχανίας Bayer και της Wolfsburg της Volkswagen, οι επενδυτές στην Bundesliga απαγορεύεται να έχουν μετοχές πάνω από το 49% του συνόλου της ομάδας, ως προϋπόθεση για την συμμετοχή τους στο πρωτάθλημα. Το υπόλοιπο τουλάχιστον 51% ανήκει στους φιλάθλους, οι οποίοι κρατούν με αυτόν τον τρόπο την τύχη τους στα ίδια τους τα χέρια, μένοντας ασφαλείς από δυσάρεστες εκπλήξεις και τις ορέξεις των πλουσίων.
Η αλήθεια βρίσκεται σ̶τ̶ο̶υ̶ς̶ ̶S̶e̶x̶ ̶P̶i̶s̶t̶o̶l̶s̶ στον ποδοσφαιρικό ακτιβισμό.
Οι «γκρινιάρηδες» οπαδοί δεν είναι αποκλειστικά γερμανικό φαινόμενο, κάθε άλλο μάλλον. Η αποκλειστικότητα που συναντάνται στην Γερμανία έγκειται στην δύναμη που έχουν και στην αποτελεσματικότητα των πράξεών τους. Ιστορικά οι γερμανικές ομάδες ήταν εξαρχής σωματεία με μέλη τους ίδιους τους οπαδούς, κυρίως σε ερασιτεχνικό επίπεδο μέχρι και την ίδρυση της Bundesliga το 1963, όταν και υιοθετήθηκε ο επαγγελματισμός, πολύ αργότερα από πολλά άλλα ποδοσφαιρικά έθνη. Όταν το 1998 η Premier League είχε ήδη αλλάξει τα δεδομένα στην Αγγλία, οι Γερμανοί αποφάσισαν να βάλουν για πρώτη φορά ιδιώτες επενδυτές στο παιχνίδι, εισάγοντας όμως και τον κανόνα «50+1» ώστε να εξασφαλιστεί η ιεραρχία με τους οπαδούς να έχουν τον τελευταίο λόγο για την ομάδα τους και τις πολιτικές που θα ακολουθεί.
Αν κάποιος δει τις τιμές των εισιτηρίων σε Αγγλία και Γερμανία κι αναρωτηθεί γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά, η απάντηση κρύβεται εδώ. Οι όμορφες εικόνες, που έχει προσφέρει αυτή η «ιδιαιτερότητα» στην Γερμανία, είναι ουκ ολίγες, όπως για παράδειγμα τους φιλάθλους της Union Berlin, μίας ομάδας που μόλις φέτος έφτασε για πρώτη φορά στην Bundesliga κι όμως έχει ένα γήπεδο 22,000 θέσεων το οποίο χτίσανε κυριολεκτικά οι ίδιοι οι οπαδοί της, το δεύτερό τους σπίτι. Φυσικά αυτός ο κανόνας δεν αρέσει σε όλους. Ομάδες όπως η Bayern φοβούνται πως τους κρατάει πίσω σε σχέση με τους ξένους ανταγωνιστές τους με τους πλούσιους επενδυτές και το μάλλον απεριόριστο μπάτζετ τους. Ο πρόεδρός της, Karl-Heinz Rummenigge έχει ταχθεί υπέρ της κατάργησης του κανόνα, καθώς: «Είμαστε οι τελευταίοι από τα πέντε μεγάλα πρωταθλήματα που κρατάνε εκτός τους επενδυτές».
Ίσως ο μεγαλύτερος «πολέμαρχος» υπέρ της κατάργησης του κανόνα να είναι ο πρόεδρος της Hoffenheim, Dietmar Hopp. Η Hoffenheim μέχρι και το 2008 ήταν ομάδα χαμηλότερων κατηγοριών χωρίς παρουσία στην Bundesliga. Έκτοτε είναι βασικό μέλος της ελίτ κατηγορίας με συμμετοχές μέχρι και στο Champions League. Στην κοινή γνώμη είναι «πλαστικός σύλλογος» που χρωστάει όλα του τα επιτεύγματα στα χρήματα του προέδρου του. Ο Hopp, ενώ έχει προσπαθήσει να κάνει διάλογο με τους επικριτές του, έχει αποτύχει και φραστικές επιθέσεις σε βάρος του έχουν καταλήξει σε συλλήψεις και πρόστιμα. Το 2011 υπάλληλος της Hoffenheim είχε πιαστεί να χρησιμοποιεί ένα ειδικό μηχανισμό ήχου μπροστά από τους εκδρομείς οπαδούς της Dortmund, με σκοπό να «πνίξει» συνθήματα που θεωρούσε προσβλητικά προς τον Hopp, αλλά και να βρει τους υπαίτιους και να τους καταδιώξει, ενώ ακόμη γινόταν μία προσπάθεια για συμβιβασμό μεταξύ του Hopp και των επικριτών του. Παρότι η Hoffenheim δήλωσε πως η ίδια κι ο πρόεδρός της δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτή την ενέργεια, στα μάτια του κόσμου ο υπαίτιος ήταν ξεκάθαρα ο Hopp. Έκτοτε μάλλον δεν έχει υπάρξει αγώνας μεταξύ των δύο ομάδων που να μην ανέβηκαν πανό και να ειπώθηκαν συνθήματα για τον ίδιο από τους φίλους των «Κίτρινων».
Από το 2008 οι ίδιοι είχαν ανεβάσει πανό με το πρόσωπό του να σημαδεύεται από έναν sniper, ενώ κι από διαφορετικές εξέδρες πολλές φορές έχει παρατηρηθεί το μήνυμα «Du hurensohn» με παραλήπτη τον ίδιο, την μετάφραση του οποίου την αφήνουμε σε εσάς. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η μάχη που καλούνται να δώσουν οι φίλαθλοι γίνεται ιδιαίτερα έντονη. Μόλις στις 29 Φεβρουαρίου φέτος, όταν η Hoffenheim φιλοξένησε την Bayern κι αφού η δεύτερη επικρατούσε χωρίς πρόβλημα με 0-6 σε ένα παιχνίδι που είχε διακοπεί δύο φορές λόγω των πανό των φιλοξενούμενων, οι παίκτες των δύο ομάδων αποφάσισαν να παίξουν τα εναπομείναντα λεπτά κάνοντας πασούλες μεταξύ τους, σαν σε προπόνηση.
Ο