Η ομάδα μας ή ο αγαπημένος μας ποδοσφαιριστής παρομοιάζεται συχνά με «θρησκεία». Μπορεί επιφανειακά να μοιάζει ότι υπερθεματίζεται η αξία του ποδοσφαίρου στον μοντέρνο κόσμο, όμως θρησκευτικές και φίλαθλες απόψεις έχουν περισσότερα κοινά από ότι θα φανταζόταν κάποιος. Λατρεία, εμβλήματα και φανατισμός διαχέουν τις δύο έννοιες σχεδόν ισάξια, παίζοντας σπουδαίο κοινωνικό ρόλο σε αυτό που ονομάζουμε «ψυχολογία των μαζών».
Έχετε αναλογιστεί ποτέ τι μας κάνει οπαδούς; Οι πιο ρομαντικοί του είδους μπορούν να φέρουν στο μυαλό μια στιγμή υπέρμετρης συγκίνησης, που τους δημιούργησε το απόγειο μιας συγκεκριμένης ομάδας, ενώ άλλοι μπορούν να αναγνωρίσουν τους -πολλές φορές- προνηπιακούς εαυτούς τους ντυμένους με τις εμφανίσεις ή τα διακριτικά ενός συλλόγου παραχωμένους σε ξεθωριασμένα φωτογραφικά άλμπουμ, floppy disks (!) ή αποθηκευτικές μνήμες κινητών και υπολογιστών. Ελάχιστοι, αν όχι κανένας, δεν ξύπνησε μία μέρα σε πλήρη συνείδηση και ανέλυσε ποδοσφαιρικά δεδομένα δεκαετιών, ώστε να αρχίζει να υποστηρίζει αποδεδειγμένα τον καλύτερο.
Ακόμα κι αυτό όμως έχει την αξία που νομίζουμε; Ο «καλύτερος» στο ποδόσφαιρο θυμίζει έναν αέναο «Γολιάθ», που νικάει υπομονετικά και σταθερά στο βάδισμα του χρόνου, μέχρι να δώσει αξία στον ανέλπιστο μαχητή «Δαβίδ», που δεν τα παράτησε ποτέ κάτω από την «μπέρτα» του αουτσάιντερ. Γίνεται συχνά λόγος για την βαριά φανέλα, όμως κι αυτή σπάνια αναφέρεται στις αδιάφορες κι εύκολες νίκες, αλλά αντίθετα αγέρωχη τονίζει θαύματα, όπως αυτά της Κωνσταντινούπολης, της Βαρκελώνης, του Μονάχου και -για εμάς- της Πορτογαλίας ολόκληρης.
Μια ξεχωριστή κατηγορία αποτελούν φυσικά οι οπαδοί, που υποστηρίζουν την ομάδα της περιοχής τους, όμως δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, αφού στην συγκεκριμένη περίπτωση τα φαινόμενα απατούν. Η πίστη τους, απέχει από απλά στατιστικά, τρόπαια, νίκες και θριαμβευτικές ιστορίες. Ανήκουν σε κάτι που νιώθουν οικείο, μοιράζονται ένα ιδανικό και λατρεύουν το τοπικιστικό στοιχείο που «εντοπίζεται» στον σύλλογο, ακόμα κι αν κανένας παίκτης που αγωνίζεται δεν είναι γηγενής ή από τον κανονισμό Bosman και μετά καν συμπατριώτης τους!
Η «άνυδρη» 30ετία της Liverpool
Ας πάμε όμως από το γενικό στο ειδικό. Πρώτο παράδειγμα ως πιο επίκαιρο η Liverpool, που έλεω κορωνοϊού δεν έχει ακόμα στεφθεί πρωταθλήτρια, σε έναν τίτλο που της «λείπει» όσο τίποτα τα τελευταία 30 χρόνια. Όσο κι αν κανένας δεν αμφιβάλλει πως η φετινή Premier League δεν είχε καλύτερη ομάδα σχεδόν σε κάθε επιμέρους κατηγορία, οι «Κόκκινοι» μοιάζουν να έχουν τους περισσότερους οπαδούς και συνάμα αντιπάλους από οποιαδήποτε άλλον. Ο ξέφρενος ενθουσιασμός και η υπερβολική απαξίωση μάχονται σθεναρά, με επιχειρήματα του «ποδαριού».
Μετράνε τελικά τα Community Shields σαν major titles; Κατάφεραν όμως να πάρουν αήττητοι το πρωτάθλημα; Για να πάρουν το πρωτάθλημα ξεπούλησαν FA Cup, League Cup και Champions League; Είμαι σίγουρος πως έχετε δει αυτά τα σχόλια επανειλημμένα, με τις απαντήσεις των φιλάθλων της Liverpool να μην στερούνται φυσικά φαντασία και υποκειμενικότητα. Η ανάγκη μας να συμμετάσχουμε ενεργά σε αυτήν την αντιπαράθεση θυμίζει «ιερό πόλεμο», ένα ποδοσφαιρικό «τζιχάντ», που όμως σε αντίθεση με την θρησκεία δεν έχει στόχο να προσυλητίσει ή να ασκήσει εξουσία στους αντίζηλους «αιρετικούς». Ένας οπαδός δεν θα ήταν ποτέ ευχαριστημένος αν έπειθε τον συνομιλητή του να αλλάξει ομάδα, καθώς αυτό δεν θα του επέτρεπε να τονίσει την ανωτερώτητα της δικής του. Η «ψυχολογία των μαζών», που αναφέραμε πιο πάνω, θεμελιώνει ακριβώς αυτό, όπως περιέγραψε στα έργα του περισσότερο από έναν αιώνα πριν ο Gustave Le Bon, κάνοντας λόγο για την ασυνείδητη ψυχολογική οντότητα που δημιουργεί ο όχλος, η αγέλη.
Είναι φανερό πως είναι δύσκολο να διακρίνεις το λάθος στα επιχειρήματα ενός συνοπαδού σου, όσο ορθολογιστής κι αν είσαι, γιατί στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μιλάει ο ίδιος, αλλά η Liverpool, η Manchester United, η Chelsea, η Arsenal ή όποια άλλη θέλετε. Ο τίτλος της κάθε χρονιάς στην εκάστοτε διοργάνωση ανήκει σε έναν μόνο σύλλογο, όμως η κατάκτηση δεν είναι μεμονωμένη και πρόσκαιρη, δημιουργείται σε βάθος χρόνου και οφείλεται στο λεγόμενο «φαινόμενο της πεταλούδας», αφού, για το συγκεκριμένο παράδειγμα, μερίδιο στα φετινά επιτέυγματα έχουν τόσο το γλίστρημα του Gerrard και το δυστύχημα του Hillsborough, όσο η πρόσληψη του Klopp και η αφανής μεταγραφή του «υποβιβασμένου» Robertson από την Hull.
Το θαύμα της Leicester και η υποστήριξη των αδυνάτων
Το «φαινόμενο της πεταλούδας» δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη εφαρμογή από το παράδειγμα της Leicester και την πορεία της ως τον τίτλο. Δεν θα αναφέρω τις πολλαπλές αναφορές που μου έρχονται στο μυαλό, όπως η καριέρα του Peter Schmeichel στην Αγγλία και η φοίτηση του Kasper σε αγγλικά σχολεία ή ακόμα και η άρνηση των Ελλήνων ποδοσφαιριστών να «μπουν στο γήπεδο» απέναντι στα Νησιά Φερόε, αλλά θα περιοριστώ στο σημαίνον γεγονός της περιοδείας των «Αλεπούδων» στην Ταϊλάνδη, όπου οι εορτασμοί για μία ανέλπιστη σωτηρία κατέληξαν σε ρατσιστικό σκάνδαλο και απομάκρυση του «πρωτομάστορα» Nigel Pearson, για χάρη του γιου του, James. Κάπως έτσι ήρθε στην ομάδα ο «αιώνιος loser» Ranieri και με το μπριο και την ανεμελιά του, έδωσε ελευθερία και όραμα σε σπουδαίους παίκτες όπως οι Kante, Mahrez και Vardy.
Ακόμα κι αν υπήρχαν οπαδοί της Leicester εκείνη την περίοδο στις επαφές του καθενός, τα πανηγύρια τους χάθηκαν στα αμέτρητα μηνύματα επιβράβευσης από σύσσωμο τον ποδοσφαιρικό κόσμο και το κοινό του. Κανένας δεν ήθελε να υποτιμήσει την αξία ενός σύγχρονου θαύματος του αθλήματος, δημιουργώντας παράλληλα τον σεβασμό στους φιλάθλους που έπλασε αυτή η επιτυχία. Μάλιστα ο σύλλογος φαίνεται να «χτίζει» σε εκείνη την επιτυχία, με την πρόκριση στο Champions League της ερχόμενης περιόδου να μοιάζει σχεδόν εξασφαλισμένη, και δεν αποκλείεται οι έφηβοι του 2016 να αποτελέσουν τον «πυρήνα» μιας ισχυρής οπαδικής βάσης σε όλον τον πλανήτη.
Μοιάζει κάπως μακρινό και μπορεί η επαλήθευση ενός τέτοιου γεγονότος να επηρεαστεί από απρόβλεπτες δυνητικές καταστάσεις, όμως δεν είναι απίθανο και τέτοιου είδους οπαδοί να λοιδορούνται στο εγγύς μέλλον. Η συσσωρευμένη ανασφάλεια και ψυχολογία των ποδοσφαιρικών συγκρίσεων κάλλιστα θα φέρουν το «ένα πρωτάθλημα στα χίλια χρόνια», «που ήσουν πριν το 2016;» και «μέχρι τότε είχες βγάλει μόνο τερματοφύλακες και τον Lineker». Ακριβώς εκεί κρύβεται και η αδιαφορία ή η έκπληξη των κοινών φιλάθλων όταν συναντούν υποστηρικτές μικρών ομάδων. Όσο δεν απειλούνται, η επιθετικότητα χάνεται στο ασυνείδητο και δεν τους νοιάζει πια η δημαγωγία. Είναι ωραίο να είσαι Nottingham Forest λόγω Clough, Leeds για τον Revie και το «παρεάκι» των Viduka-Kewell-Smith, ή ακόμα και Bolton ή Portsmouth.
Όσο πιο χαμηλά στην ιεραρχία των προτιμήσεων τόσο πιο «κορόιδο» μοιάζεις. Κανείς δεν το παραδέχεται ανοικτά και καθένας «υποστηρίζει» και μία πιο άσημη ομάδα για να ισορροπήσει τον φανατισμό του. Πια οι επιρροές από video games όπως το Football Manager, το FIFA και το Pro ή ακόμα και ντοκιμαντέρ όπως του Netflix (βλ. Sunderland και Torquay) είναι πιο κοινές και συχνές από ποτέ. Οι πραγματικοί στωικοί οπαδοί όμως των «μικρότερων» ομάδων μπορούν να σου πουν τι πραγματικά σημαίνει να αγαπάς και να υποστηρίζεις κάποιον χωρίς άμεσο αντίκρισμα, με τις χαρές να μην ισορροπούν τις νίκες ακόμα και αν είχες δυο ζωές ακόμα. Αυτοί ζουν για μια μοναδική στιγμή υπέρτατης ηδονής, ενώ η πλειοψηφία του ποδοσφαιρικού κοινού για το δέος της μακραίωνης συλλογής τίτλων και νικών. Αυτό θα μας διαχωρίζει πάντα!
Οι «πλαστικοί» φίλαθλοι και τα λεφτά των Αράβων
Γνωρίζω πως τα παραπάνω λόγια θα βρουν την -ίσως και καθολική- πλειοψηφία σύμφωνη. Παρ’ όλα αυτά δεν αντέχει παρά να… παραγνωρίσει τα νέα «κύματα» φιλάθλων, είτε αυτά υποστηρίζουν την Manchester City, την Chelsea και εκτός απροόπτου σύντομα την Newcastle. Εκεί μοιάζει αδιανόητη η υποστήριξη ενός «χρηματιζούμενου» οργανισμού και ο πιο ορθολογιστής οπαδός μεταξύ όλων, χαρακτηρίζεται με τον απαξιωτικό τίτλο «πλαστικός». Είναι να απορεί κανείς πως τα επιχειρήματα μας μεταλλάσσονται από απτά στατιστικά σε ρομαντικά αφηγήματα και τούμπαλιν, όταν μιλάμε για νεόπλουτες ομάδες του σήμερα.
Οι τίτλοι, οι ποδοσφαιριστές και οι «φανέλες» που αποκτήθηκαν βίαια λόγω μιας «χορηγίας» μοιάζουν να μην έχουν αξία, αφού αδυνατούμε να κατανοήσουμε την όλο και πιο κυριαρχούσα ιδέα του «ποδοσφαιρικού χρηματιστηρίου». Η λίστα με τις πλουσιότερες ομάδες στον κόσμο καταλαμβάνουν σχεδόν το 100% των προτιμήσεων των φιλάθλων, όμως ο πλούτος που αποκτήθηκε σε βάθος χρόνου ή έστω όταν δεν αρχίζαμε να υποστηρίζουμε εμείς προσωπικά την κάθε ομάδα, κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο μας κάνει ανώτερους. Το «moneyball» του Wenger, η ακατάπαυστη χρηματοδότηση των ακαδημιών και η επιχειρηματικότητα του Sir Alex Ferguson ή οι καινοτόμες ιδέες γύρω από το άθλημα σε θέματα εξοπλισμου, σταδίων και αποδυτηρίων των Shankly και Paisley, έκαναν την διαφορά ακριβώς για τον ίδιο λόγο. Αντιμετώπισαν τους συλλόγους τους σαν εταιρίες, εφαρμόζοντας όχι ρομαντικά και συναισθηματικά κριτήρια, αλλά τον πιο στυγνό και άκρατο επαγγελματισμό.
Ακόμα κι αυτό όμως να μην μπορείς να συλλάβεις, αφού στο σύγχρονο ποδόσφαιρο τα ποσά απέχουν έτη φωτός από την χρηματική αξία της ζωής του μέσου οπαδού, τουλάχιστον πρέπει να γίνεται κατανοητό ότι οι επιτυχίες γεννούν οπαδούς και είναι απόλυτα λογικό. Ο μη κοινωνικοποιημένος, άπλαθος νεαρός ή πολλές φορές και ενήλικος εαυτός σου, βρίσκει το εκάστοτε «όχημα» για φιλίες και παρέες στις επιτυχίες και όχι στο παράπονο και τις αντιδικίες ενός μίζερου εγωιστή. Και πίστεψε με υπάρχουν νοσταλγοί του Shearer, του Law και του Hasselbaink, που δεν χρειάζονται κανέναν Άραβα για να τους «πει» τι να υποστηρίξουν!
Τελικά Gerrard, Lampard ή Scholes;
Η αγαπημένη μας «καφενειακή» κουβέντα δεν θα μπορούσε να λείπει. Ποιος είναι άραγε καλύτερος; Γενικότερα για πείτε, Maradona ή Pele; Cristiano Ronaldo ή Messi; Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι οι ποδοσφαιρικές ικανότητες είναι μη μετρήσιμες και μη προβλέψιμες. Αν ο μέσος scout δεν είναι αρκετά έξυπνος για να πάρει τον Ronaldo στην Καλαμάτα, τον Ronaldinho στην St Mirren και τον Lewandowski στην Blackburn, μην έχουμε απαίτηση από τον απλό οπαδό να ξεδιαλύνει ερωτήματα «αιώνων», για το αν τα «τρόπαια κάνουν τον παίκτη» ή «ο παίκτης τα τρόπαια». Έχω συναντήσει άρθρα που κάνουν ανάλυση στο πως ο Henry ήταν ο πιο υπερτιμημένος επιθετικός της Premier League, πως ο Messi δεν θα απέδιδε σε καμία άλλη ομάδα ή πως ο Le Tissier θα είχε ξεπεράσει σε φήμη τον Cruyff αν είχε πάει σε μεγάλη ομάδα.
Δυστυχώς το ποδόσφαιρο έρχεται να μας διαψεύσει όλους. Δίνει τίτλο σε αφανείς ήρωες, δημιουργεί άρρηκτους δεσμούς με one-hit wonders και αγνοεί επιδεικτικά τα στατιστικά. Τόσο ο Gerrard, όσο και ο Lampard και ο Scholes, είναι αδικημένοι την ίδια στιγμή που μπαίνουν στην σχεδόν υβριστική σύγκριση. Η ιστορία του ποδοσφαίρου έχει δημιουργήσει τόσα τακτικά συστήματα, τόσους ρόλους και τόσες μοναδικές προσεγγίσεις, που είναι αδύνατον να συλλάβει κανείς την συνολική αξία ενός ποδοσφαιριστή. Μιλάμε για το πλέον μεταβαλλόμενο παιχνίδι, το πλέον δημοφιλές και λαοφιλές θέαμα και το πιο πολυπολιτισμικό και καθολικό άθλημα, με τα βιώματα του καθενός να είναι αποκλειστικά και μοναδικά.
Είναι σαν να προσπαθείς να συγκρίνεις τους παιδικούς σου ήρωες. Δεν είναι τυχαίο που ο κάθε προπονητής ή ο κάθε ποδοσφαιριστής έχει την δικιά του αγαπημένη ενδεκάδα και την δικιά του προτίμηση. Ισχύει ακριβώς αυτό. Η άποψη είναι εντελώς υποκειμενική. «O Scholes νικά γιατί έχει περισσότερους τίτλους», «ο Gerrard νικά γιατί χωρίς αστέρες υπήρξε ηγέτης της Liverpool σε σπουδαίες επιτυχίες» και «ο Lampard νικά γιατί έχει επιμέρους καλύτερα στατιστικά». Γι’ αυτό η ανάδειξη του κορυφαίου της χρονιάς γίνεται με άκρως δημοκρατικό τρόπο και η τελική λίστα έχει 30 υποψηφίους! Το ποδόσφαιρο έχει μόνο νικητές γιατί κερδίζουν καθημερινά την αγάπη μας, τον θαυμασμό, τα δάκρυα μας και είναι «ιερόσυλο» να τους συγκρίνουμε.
Το παράδειγμα της Arsenal
Κλείνοντας θέλω να δηλώσω και την δική μου προτίμηση. Αγαπώ την Arsenal και δεν ξέρω να το δικαιολογήσω. Το λέω ένθερμα και χωρίς ντροπή. Έτυχε που βάλαμε καλωδιακή στο σπίτι έναν χρόνο πριν το «αήττητο», έτυχε που μου χάρισαν την μπορντώ φανέλα με τον γιακά και τον χορηγό «Ο2», έτυχε που έφαγε ο Νταμπίζας την ντρίμπλα από τον Bergkamp και τα ελληνικά μέσα την έπαιζαν σε επανάληψη. Θυμάμαι ακόμα πιτσιρικάς πόσο «μικρό» μου φαινόταν το Highbury, όταν μία κάθετη του Vieira σχεδόν από το κέντρο το 2001 «έκοψε» τον Παναθηναικό στην μέση τόσο έυκολα για να σκοράρει ο Henry.
Ακόμα κι αν το σήμερα μοιάζει σαν μια τελείως διαφορετική εικόνα δεν μπορώ να αλλάξω. Ο αποκλεισμός από τον Ολυμπιακό στο Europa League με έκανε να προβληματιστώ. Αφενός σήμανε την κατακρήμνιση της ομάδας ακόμα μια φορά από την ευρωπαϊκή συνέχεια και δευτερευόντως γέμισε απαισιοδοξία τους φιλάθλους για ανασύσταση υπό τον Mikel Arteta, που μοιάζει ήδη χαμένος αν και έχει μόλις δύο ήττες σε 15 παιχνίδια (αμφότερες εντελώς οριακού χαρακτήρα από Chelsea και Ολυμπιακό)! Αυτό όμως με προβλημάτισε λιγότερο από ότι οι απόψεις των ποδοσφαιρόφιλων, που είδαν την φανέλα της ομάδας να «χάνει» βάρος και κατάφεραν στην ίδια πρόταση να απαξιώσουν τόσο τον σύλλογο που υποστηρίζω όσο και έναν ελληνικό. Δυστυχώς ο σύγχρονος οπαδός έχει το δικαίωμα να ξεχωρίζει -άκουσον άκουσον- πιο αουτσάιντερ είναι άξιο να νικήσει και πιο φαβορί τόσο ξεγραμμένο ώστε να χάσει!