Πολλές, μικρού βεληνεκούς χώρες, έχουν παράγει παίκτες που έχουν αγωνιστεί, ως και τη Premier League. Μια εξ’ αυτών είναι το Σουρινάμ, που μας έδωσε τον Ken Monkou.
Ο Kenneth John Monkou, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη πόλη Nickerie του Σουρινάμ, στις 29 Νοεμβρίου του 1964. Από εκεί βρέθηκε στην Ολλανδία, όπου έκανε και τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα, σε μια τοπική ομάδα της Χάγης.
Από εκεί τον εντόπισαν οι «δαιμόνιοι» κυνηγοί ταλέντων, με τη Feyenoord να είναι αυτή που καταφέρνει να τον αποκτήσει. Η προαγωγή του στην ανδρική ομάδα, ήρθε μέσα από ένα σκληρό τεστ. Στα 21 του χρόνια έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο με την ολλανδική ομάδα, όμως ακολούθησε η εντολή να αγωνιστεί με τις ρεζέρβες, στο τοπικό ντέρμπι με τη Sparta Rotterdam. Ήταν ο μόνος αμυντικός που μπορούσε να κοντράρει τον Greg Campbell, τότε επιθετικό της Sparta, και γιο του τεχνικού της Chelsea, Bobby Campbell. Ο Greg, έμεινε εντυπωσιασμένος από το τρόπο παιχνιδιού του υψηλόσωμου νεαρού, προτείνοντάς τον στο πατέρα του. Λίγους μήνες αργότερα, ο Monkou έκανε το «βήμα» προς το αγγλικό πρωτάθλημα και τη Chelsea, με τη Feyenoord να καρπώνεται 100 χιλιάδες λίρες.
Στην Αγγλία, θα καταλάβει πως τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Ο «Super Ken» βλέπει το μέσο Άγγλο ποδοσφαιριστή να πίνει, να τζογάρει και να τρώει ο,τιδήποτε, πράγματα ξένα για τον ίδιο. Στο πρώτο του αγώνα ως βασικός, ο οποίος όπως ανέφερε ήταν με αντίπαλο τη «σκληροτράχηλη» Wimbledon, σε μια διεκδίκηση της μπάλας, στο 30ο δευτερόλεπτο, δέχθηκε αγκωνιά. Στο τέλος της πρώτης του χρονιάς, ψηφίστηκε από τους οπαδούς της Chelsea ως ο πολυτιμότερος παίκτης, πάνω ακόμα κι απ’ το είδωλο της ομάδας, Kerry Dixon. Ήταν ο πρώτος έγχρωμος ποδοσφαιριστής που κέρδιζε αυτό το βραβείο, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως πολλοί οπαδοί των «Μπλε» ήταν ακροδεξιοί.
Την επόμενη σεζόν, συνέχισε ως βασικός. Η Chelsea τερμάτισε ενδέκατη, σε μια μέτρια χρονιά, με το τεχνικό που πίστεψε στον Monkou, Bobby Campbell, να αποχωρεί. Η σεζόν που ακολούθησε, ακόμα χειρότερη. Οι οπαδοί των «Μπλε» πίστεψαν σε ένα κεντρικό αμυντικό δίδυμο των Ken Monkou και Paul Elliot, το οποίο όμως δεν απέδωσε. Ο Monkou βρισκόταν μεταξύ ενδεκάδας και πάγκου, με τον Elliot και τον Jason Cundy να διεκδικούν εξ’ ίσου θέση βασικού. Παρά την άσχημη χρονική συγκυρία, καθώς και τη 14η θέση, η Chelsea εκτίμησε τη προσφορά του νεαρού αμυντικού, προσφέροντάς του νέο, πενταετές συμβόλαιο.
Μερικούς μήνες μετά την υπογραφή του νέου του συμβολαίου, ο Monkou αποχώρησε για τη Southampton, έναντι 750 χιλιάδων λιρών. Στο τελευταίο του παιχνίδι, μάλιστα, αγωνίστηκε ως αριστερός μπακ, με ένα πέναλτι που καταλογίζεται κατά του ιδίου από τον διαιτητή John Deakin, ο οποίος «διαφέντευε» τον τελευταίο του αγώνα. Πέναλτι και κόκκινη κάρτα μετά από 32 λεπτά αγώνα ήταν ο απολογισμός του τελευταίου του παιχνιδιού, με την Everton να νικά τους «Μπλε» με 2-1.
Στους «Άγιους», ο Monkou δε δυσκολεύτηκε να πάρει φανέλα βασικού «σπίτι» του. Μάλιστα, υπήρξαν χρονιές που η ομάδα άλλαζε δυο και τρεις προπονητές, όμως ο ίδιος ήταν σχεδόν αμετακίνητος από το αρχικό σχήμα. Μεγαλύτερό του παράσημο, η δέκατη θέση με την ομάδα, που πάντοτε γλίτωνε προς τα τέλη της χρονιάς τον υποβιβασμό, με ηγέτη τον Matt Le Tissier. Αγωνίστηκε συνολικά για επτά χρόνια στη Southampton, με την ομάδα να μην υποβιβάζεται στα χρόνια που βρισκόταν ο ίδιος εκεί, ενώ ήταν και ο σκόρερ ενός δραματικού 5-4 με τη Norwich, το 1994, που κράτησε τη Southampton στη κατηγορία. Εκεί, παρότι δεν υπήρχε μεγάλη ατομική ποιότητα παικτών, ο ίδιος εκτίμησε το πόσο κοντά ήταν όλη η ομάδα, όπως δήλωσε μετά την απόσυρσή του, ενώ εκτίμησε τον Le Tissier, σε σημείο που τον εξίσωνε με τον Johan Cruyff.
Υπήρξε όμως και μια στιγμή, κατά την οποία βρέθηκε στο περιθώριο. Το 1996, η Southampton είχε προσλάβει τον Graeme Souness, ο οποίος είπε στο Monkou ότι δεν ήταν ο παίκτης που ήθελε. Αναλογιζόμενος τα όσα προσέφερε, απάντησε πως ούτε εκείνος δεν τον εκτιμούσε, θεωρώντας τον έναν προπονητή-σκουπίδι! Τότε ήταν που είδε για τα καλά τον πάγκο, αγωνιζόμενος σε μόλις 15 εκ των 38 αγωνιστικών.
Στο μεταξύ, κατά τη θητεία του στη Southampton, του είχε γίνει κρούση από τον Terry Venables, πρώην ομοσπονδιακό προπονητή, για να αγωνιστεί με τα «Τρία Λιοντάρια» στο στήθος. Ο ίδιος όμως την είχε απορρίψει, ελπίζοντας να λάβει κάποια στιγμή κλήση για να αγωνιστεί με τη χώρα στην οποία μεγάλωσε. Η κλήση από την εθνική Ολλανδίας δεν ήρθε ποτέ, με τους Ολλανδούς να θεωρούν πως είχε «αγγλοποιηθεί», όσον αφορά το τρόπο παιχνιδιού του.
Το 1999, ο Monkou αποφάσισε να αλλάξει «στέγη», πηγαίνοντας ως ελεύθερος στη Huddersfield. Η ομάδα αγωνιζόταν στη Division One, κι είχε ως συμπαίκτες τον «δικό μας» Γιώργο Δώνη, καθώς και τους κοινής καταγωγής Clyde Wijnhard και Dean Gorre. Εκεί έδειξε ξανά τον πιο «έντονο» χαρακτήρα του, καθώς τσακώθηκε με το προπονητή της ομάδας, Steve Bruce. Αυτή ήταν και η τελευταία του ποδοσφαιρική χρονιά.
Όχι όμως, και το τελευταίο του ποδοσφαιρικό συμβόλαιο. Το 2003 είχε υπογράψει συμβόλαιο με τη Chelsea, ως ρεζέρβα, κι ετοιμαζόταν να αγωνιστεί, σε ηλικία 38 χρονών, υπό τις οδηγίες του Claudio Ranieri. Όμως, ένας τραυματισμός δεν του επέτρεψε να κλείσει τη καριέρα του στην αγαπημένη του ομάδα, με τον Robert Huth να κάνει αντ’ αυτού το ντεμπούτο του.
Ο Monkou βρέθηκε στην Αγγλία σε μια εποχή όπου ξεκίνησε η εισροή ξένων παικτών σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι αυτοί που έλεγαν ότι θα μείνει στη χώρα δυο χρόνια το πολύ, θα φάει λεφτά κι έπειτα θα τους παρατήσει. Ο ίδιος βέβαια δε πτοήθηκε από τέτοια λόγια, χτίζοντας τη καριέρα του εκεί. Συνολικά, στα αγγλικά γήπεδα πραγματοποίησε 272 εμφανίσεις, σκοράροντας και 18 τέρματα.
Μετά το ποδόσφαιρο, ο Monkou δεν έκανε πολλά πράγματα. Το 2009 άνοιξε ένα μαγαζί με pancakes, στην ολλανδική πόλη Delft. Επίσης, ασχολείται αρκετά με τα ολλανδικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως σχολιαστής, καθώς και με το κανάλι της αγαπημένης του ομάδας, Chelsea TV.