Συχνά οι ποδοσφαιριστές γίνονται αντικείμενο συζήτησης, πέραν των ικανοτήτων τους, για την εκκεντρική εμφάνιση και τον εξωαγωνιστικό, εγωκεντρικό πολλές φορές χαρακτήρα. Το ίδιο δεν ισχύει για τον Αλιόσα Ασάνοβιτς, που «κόσμησε» τα γήπεδα της Πρέμιερ Λιγκ, αλλά και της χώρας μας.
Γέννημα-θρέμμα της πόλης του Σπλιτ, ο Ασάνοβιτς ξεκίνησε την καριέρα του από τη Χάιντουκ. Με την «αιμοδότρια» της εθνικής ομάδας της Κροατίας, ο Ασάνοβιτς αγωνιζόμενος στο χώρο του κέντρου κατάφερε να κυριαρχήσει. Μέσα σε έξι χρόνια, μπορεί να μην κατέκτησε πολλούς τίτλους (μόλις δύο εγχώρια κύπελλα), όμως έκανε ραγδαία άλματα βελτίωσης. Μη ξεχνάμε άλλωστε, πως τότε οι κροατικές ομάδες, που ήταν ούτως ή άλλως δυνατές, αγωνίζονταν στη λίγκα της Γιουγκοσλαβίας, όπου οι σέρβικες ομάδες όπως ο Ερυθρός Αστέρας κι η Παρτιζάν, ήταν τα ξεκάθαρα φαβορί.
Λίγο προτού γίνει διεθνής, ο Ασάνοβιτς αποφασίζει να αποχωρήσει από την πατρίδα του για τη Γαλλία και την Μετς. Άλλωστε ήδη είχε ξεχωρίσει στην πατρίδα του, τόσο για το δυνατό σουτ και τη συνολική τεχνική του κατάρτιση, όσο και για την ευφυΐα του και την πληθωρική του παρουσία στο κέντρο.
Η ομάδα τερμάτισε στη δωδέκατη θέση, όμως ο ίδιος είχε καταφέρει να δώσει ακόμα μεγαλύτερη «υπόσταση» στο όνομά του, σε μια λίγκα υψηλότερων απαιτήσεων. Μόλις σε τρεις εκ των 38 αγώνων πρωταθλήματος δεν συμμετείχε, ενώ με τα 13 τέρματά του αποτέλεσε έναν εκ των πρώτων σκόρερ του πρωταθλήματος. Καθόλου άσχημα για την πρώτη του χρονιά στο εξωτερικό.

Δεν έμεινε παραπάνω στη Μετς, αλλά συνέχισε στο γαλλικό πρωτάθλημα, για λογαριασμό της ομάδας των Καννών, που την προηγούμενη σεζόν είχε τερματίσει στην τέταρτη θέση. Η πορεία της ομάδας όμως κατά την παρουσία του Κροάτη χαφ, αποδείχθηκε αντιστρόφως ανάλογη, καθώς από την τέταρτη θέση, τερμάτισε 19η.
Έχοντας υπ’ όψιν του και την καθιέρωση στην εθνική ομάδα της Κροατίας, ο Ασάνοβιτς δεν ακολούθησε την ομάδα του στη δεύτερη κατηγορία, αλλά παρέμεινε στην πρώτη για λογαριασμό της Μονπελιέ. Μπορεί με τη Μονπελιέ να μην κέρδισε συλλογικά κάτι παραπάνω, αλλά τα δέκα γκολ σε σύνολο δυο ετών, του «κλείδωσαν» και την πολυπόθητη θέση στις κλήσεις της Κροατίας.
Μετά από τέσσερα χρόνια στη Γαλλία, ο Ασάνοβιτς πείστηκε να επαναπατριστεί για λογαριασμό της Χάιντουκ. Οι ιθύνοντες της ομάδας έκαναν μεγάλα σχέδια, καθώς η ομάδα είχε σα στόχο να προκριθεί για πρώτη φορά τους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ, μετά την ανεξαρτησία της λίγκας της από την αντίστοιχη της Γιουγκοσλαβίας.
Αφού πρώτα ξεπέρασε τη Λέγκια (με τον Ασάνοβιτς να σκοράρει δις στο ένα παιχνίδι), η Χάιντουκ όχι μόνο μπήκε στους ομίλους, αλλά πέρασε και στα προημιτελικά, όπου αποκλείστηκε από τον πανίσχυρο Άγιαξ. Εκτός αυτού, με μπροστάρη τον Ασάνοβιτς κέρδισαν και το εγχώριο νταμπλ.

Την επόμενη χρονιά, η Χάιντουκ δεν κατάφερε ξανά να βρεθεί στους ομίλους της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, αποκλεισθείσα από τον Παναθηναϊκό, που έφτασε τότε ως τα ημιτελικά. Ο ίδιος ο Ασάνοβιτς δε θέλησε να συνεχίσει μετά τον αποκλεισμό και η «φόρμουλα» που βρέθηκε προέβλεπε το δανεισμό του στην Ισπανία, για λογαριασμό της Βαγιαδολίδ.
Στην Ισπανία δεν «έπιασε» και συμμετείχε σε λιγότερες από δέκα αναμετρήσεις. Το θετικότερο όμως εκείνης της χρονιάς για τον ίδιο ήρθε το καλοκαίρι, στην πρώτη συμμετοχή της Κροατίας σε μεγάλη διοργάνωση, και συγκεκριμένο στο Euro του 1996. Στις νίκες επί της Τουρκίας και Δανίας, ο Ασάνοβιτς μέτρησε από μια ασίστ (σε Βλάοβιτς και Σούκερ αντίστοιχα), με την ομάδα να φτάνει μέχρι τη φάση των «8» και να δείχνει πως ήρθε για να «μείνει». Η συνέχεια δόθηκε δυο χρόνια μετά.
Μετά το Euro, στον Ασάνοβιτς δόθηκε η δυνατότητα να βρεθεί, κι έπειτα από προτροπή του συμπαίκτη του στην Κροατία, Ιγκόρ Στίματς, στην Αγγλία για λογαριασμό της Ντέρμπι. Τα «Κριάρια» είχαν μόλις προβιβασθεί, όμως ήθελαν πάση θυσία να μείνουν. Ο Ασάνοβιτς τους έβγαλε «ασπροπρόσωπους» για την εμπιστοσύνη που του έδειξαν, συνδυάζοντας τη δύναμη και την παρουσία του στο χώρο του κέντρου με το εξαιρετικό του αριστερό πόδι. Παρότι η φυσική του κατάσταση δεν ήταν ποτέ το δυνατό του σημείο, συμμετείχε σε 34 αγώνες και σκόραρε έξι φορές, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην άνετη παραμονή της ομάδας, με τη δέκατη θέση.

Την ακόλουθη σεζόν, ο αγωνιστικός του χρόνος περιορίστηκε κατά πολύ, με τον προπονητή Τζιμ Σμιθ να μην τον υπολογίζει. Έτσι, και για να βρίσκεται σε καλή αγωνιστική κατάσταση εν όψει Παγκοσμίου Κυπέλλου, βρέθηκε στην Ιταλία για έξι μήνες, για λογαριασμό της Νάπολι. Η ομάδα βρισκόταν σε κάκιστη αγωνιστική κατάσταση και τελικά υποβιβάστηκε ως 18η.
Γι’ αυτόν τον λόγο και δεν επιχείρησε να αποσπάσει, σε μόνιμη βάση, την υπογραφή του. Ο ίδιος ο Ασάνοβιτς ωστόσο, είχε κερδίσει αυτό που ήθελε, δηλαδή τα λεπτά συμμετοχής, και βρέθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998, που διεξαγόταν στη Γαλλία. Σε ύστερο χρόνο, πάντως, μετάνιωσε για την επιλογή της Νάπολι.
Η «Χρβάτσκα» εκείνου του Μουντιάλ, «ξεχείλιζε» από ταλέντο. Σούκερ, Προσινέτσκι, Μπόμπαν, Μπίλιτς και Στίματς είναι μερικά από τα ονόματα που ξεχώριζαν, ενώ βρίσκονταν και αρκετοί παίκτες με παρουσία εν Ελλάδι σε βάθος χρόνου, και συγκεκριμένα οι Βλάοβιτς, Σέριτς, Μάριτς και Γιάρνι. Ξεπερνόντας, δίχως πολλά πολλά, Τζαμάικα και Ιαπωνία (0-1 με τελική πάσα του Ασάνοβιτς), και χάνοντας μόνο από την Αργεντινή, η Κροατία προκρίθηκε στην επόμενη φάση, αντιμετωπίζοντας τη Ρουμανία.
Οι Κροάτες πήραν την πρόκριση χάρη σε πέναλτι του Σούκερ, το οποίο κέρδισε ο Ασάνοβιτς. Επόμενο «εμπόδιο» αυτό της Γερμανίας, η οποία ηττήθηκε με τρία τέρματα. Η πορεία των Κροατών σταμάτησε στον ημιτελικό με την «οικοδέσποινα», κι έπειτα νικήτρια του τροπαίου, Γαλλία, με τον Σούκερ να σκοράρει μετά από τελική πάσα του πρωταγωνιστή μας, που αποτέλεσε κι από τα highlights της διοργάνωσης. Στο μικρό τελικό, οι Ολλανδοί ηττήθηκαν κι οι Κροάτες κατέκτησαν την τρίτη θέση. Στο μεταξύ, στην Ελλάδα «έτριβαν» τα χέρια τους.

Κάντε ένα Like στη σελίδα μας στο Facebook αν δεν το έχετε ήδη κάνει!
Ο λόγος; Μα φυσικά το γεγονός πως ο Ασάνοβιτς, υπέγραψε με την ομάδα του Παναθηναϊκού, σε μια άκρως δαπανηρή μεταγραφή, προ του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας. Τα μέσα της εποχής, μάλιστα, υποστήριζαν πως για τον Κροάτη μέσο είχε ενδιαφερθεί και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Κύριο κίνητρό του μάλιστα για την Ελλάδα, αποτέλεσε το γεγονός της συμμετοχής του «Τριφυλλιού» στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Παρότι σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία, ο Ασάνοβιτς αποδείχθηκε για δυο χρόνια μια πολύτιμη επιθετικά μονάδα για τον Παναθηναϊκό στα δυο χρόνια που αγωνίστηκε. Δεν πανηγύρισε κάποιον τίτλο, όμως ξεχωρίζει μεταξύ των μεγάλων ονομάτων που ήρθαν στην Ελλάδα σε προχωρημένη ηλικία, «τιμώντας» το συμβόλαιό τους. Σε 60 αγώνες για όλες τις διοργανώσεις σκόραρε 13 φορές.
Στην Ελλάδα μάλιστα, προέκυψε και το «προσωνύμιο» καθηγητής. Κάτι ο σωματότυπος του Κροάτη, κάτι τα στρογγυλά γυαλιά και κάτι ο τρόπος με τον οποίο αγωνιζόταν, του «κόλλησαν» το συγκεκριμένο παρατσούκλι. Άλλωστε, και στην πρώτη του εν Ελλάδι συνέντευξη, στις φωτογραφίες φέρνει περισσότερο σε καθηγητή μαθηματικών, παρά σε ποδοσφαιριστή.

Λίγο πριν ολοκληρωθεί η θητεία του στην Ελλάδα, ο 35χρονος πια ποδοσφαιριστής «κλείνει» και την καριέρα του με την εθνική ομάδα της Κροατίας σε ένα φιλικό με τη Γαλλία. Ο τελικός απολογισμός «έδειξε» 62 συμμετοχές και τρία γκολ, Μετά τον Παναθηναϊκό, ο Ασάνοβιτς υπέγραψε κατά σειρά στις Αούστρια Βιέννης, Σίδνεϊ Γιουνάιτεντ και Τορόντο Κροατίας, προτού κλείσει την καριέρα του εκεί που την άρχισε, δηλαδή στην Χάιντουκ, σε ηλικία 37 ετών.
Δεν παρέμεινε όμως μακριά από το ποδόσφαιρο, όντας αρχικά βοηθός του Μπίλιτς στην εθνική Κροατίας για έξι χρόνια. Τον ακολούθησε και στη Λοκομοτίβ Μόσχας, ενώ η πρώτη του προπονητική θέση ήταν για περίπου έναν χρόνο τους Μέλμπουρν Νάιτς. Έμεινε για δυο συναπτά έτη στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Κροατίας, προτού βρεθεί σε αυτή της Ζάμπιας, αρχικά ως τεχνικός διευθυντής κι έπειτα ως προπονητής, θέση που κατέχει και στις μέρες μας.
Στο τέλος της ημέρας, τι κρατάμε από τον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή; Η παρουσία του με την εθνική του ομάδα ήταν εξαίρετη, όντας ο «προάγγελος» μιας ακόμα καλύτερης γενιάς Κροατών που ξεχώρισαν με πρωταγωνιστή τον Μόντριτς. Την τετραετή παραμονή του στη Γαλλία, σε μια περίοδο όπου οι ξένοι ποδοσφαιριστές «σπάνιζαν» σε άλλα πρωταθλήματα. Το σημαντικό πέρασμά του από την Αγγλία, όπου σε ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον έδειξε τις ποδοσφαιρικές του αρετές. Και φυσικά, τη διετή του παρουσία στην Ελλάδα, όπου παρά το προχωρημένο, ποδοσφαιρικά, της ηλικίας του, είχε «γεμάτες» εμφανίσεις. Πάνω απ’ όλα όμως, ένας ποδοσφαιριστής με ήθος, που κέρδισε συμπάθειες όπου κι αν βρέθηκε.
Διαβάστε επίσης για το «βρώμικο» ματς που αποτελείωσε την Νότιγχαμ του Κλαφ: Το βράδυ που άλλαξε την ιστορία της Νότιγχαμ Φόρεστ