Η υπομονή της Τότεναμ ίσως να εξαντλείται, όμως η φετινή σεζόν δεν μπορεί να σταθεί αντικειμενικό κριτήριο των ικανοτήτων του προπονητή της.
«Τέτοια εποχή λοιπόν, έναν χρόνο πίσω, η Άρσεναλ έκανε παρέλαση στα ξένα κι ελληνικά μέσα, έχοντας την ταμπέλα του περίγελου, του χαμένου από χέρι. Για να μην παρεξηγηθώ η ομάδα έπασχε ψυχολογικά, είχε ξεκινήσει με τρεις ήττες στο πρωτάθλημα και ο Μικέλ Αρτέτα είχε πάρει κεφάλι στην διαβόητη “sack race”».
Έτσι ξεκινούσε ένα άρθρο για την Άρσεναλ που ανέβηκε σε αυτή τη σελίδα Σεπτέμβριο 2022. Δείτε πού βρίσκεται η Άρσεναλ σήμερα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά: στον τελευταίο της ευρωπαϊκό αγώνα νίκησε 3-0 τη Ρεάλ Μαδρίτης (!) και είναι σταθερά δεύτερη στο πρωτάθλημα (13 θέσεις πάνω από την Τότεναμ), πίσω μόνο από τη Λίβερπουλ. Για την ακρίβεια, έχει καβατζάρει τη δεύτερη θέση τα τελευταία τρία χρόνια.
Κι όμως, με τον ίδιο προπονητή στο τιμόνι, το ’20 και το ’21 η Άρσεναλ τερμάτισε 8η, εκτός Ευρώπης, και πολλοί ζητούσαν την κεφαλή του επί πίνακι. Τι λέτε να διάλεγε ένας σημερινός οπαδός της Άρσεναλ αν μπορούσε να γυρίσει πίσω στον χρόνο; Να μείνει ή να φύγει ο Αρτέτα; Η λογική του «μοντέρνου ποδοσφαίρου» θα έλεγε σίγουρα να φύγει: γρήγορες (εν)αλλαγές για γρήγορα αποτελέσματα, αν δεν μας κάνεις – thank you, next. Αυτή η σελίδα όμως ήταν πάντοτε ενάντια στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, ήταν πάντοτε ρομαντική. Γι’ αυτό και σ’ αυτό το κείμενο θα αναλάβω το δύσκολο έργο να ξελασπώσω τον «Big Ange».

Ο Άγγελος Ποστέκογλου ήρθε μετά βαΐων και κλάδων στην Τότεναμ: φάνηκε να κλικάρει απ’ την αρχή, του γράψαμε και δικό του τραγουδάκι, κι όλα μοιάζανε να βαδίζουν στη σωστή κατεύθυνση. Μετά την περσινή ξενέρα, οι προσδοκίες μας για τη φετινή σεζόν εξακολουθούσαν να είναι ανεβασμένες (είπαμε, Τότεναμ είμαστε, delulu is the solulu) αλλά στην πρώτη αγωνιστική επικρατούσε στις τάξεις μιας μερίδας φιλάθλων ένα ανιχνευτικό κλίμα. «Θα γίνει πράγματι κάποιο θαύμα;» φαινόντουσαν να αναρωτιούνται. Όχι, απάντησα στις 21 Αυγούστου του ’24, μετά το 1-1 με τη Λέστερ στο άνοιγμα του πρωταθλήματος. Η ομάδα φάνηκε πως ήταν ανέτοιμη, ότι θα ήταν ασταθής όπως μας συνήθισε στη μετά-Ποτσετίνο εποχή και ότι αν ακούγαμε τον Καζαντζάκη, αν δηλαδή δεν ελπίζαμε και δεν πιστεύαμε τίποτα, θα μπορούσαμε να πούμε ελεύθερα: «ΤΟΤΕΝΑΜ ΓΙΑΤΙ ΕΤΣΙ», κατ’ αναλογία του γνωστού συνθήματος.
Τότε ρε φίλε τι μας λες ότι υπερασπίζεσαι τον συμπαθτικό κατά τ’ άλλα Άντζ; θα με ρωτούσε κανείς, και δίκαια. Και ιδού η απάντηση. Τον υπερασπίζομαι γιατί όπου έχει πάει έχει πετύχει – εκτός από εμάς (υποσημείωση: μέχρι τώρα) όπως τόσοι άλλοι (βλ. Κόντε, Μουρίνιο, Νούνο Εσπιρίτο). Υπερασπίζομαι τον Ange γιατί όταν τον ειρωνεύονταν οι δημοσιογράφοι στην αρχή της σεζόν, ότι εσύ μας έλεγες ότι όπου έχεις πάει πήρες τίτλους, γιατί δεν παίρνεις με την Τότεναμ, εκείνος είχε τα κάκαλα να τους απαντήσει, «Ναι, όπου έχω πάει έχω πάρει τίτλο – αν όχι στην πρώτη, τότε στη δεύτερη σεζόν».

Τον υπερασπίζομαι γιατί δεν λιγοψύχισε ακόμα και δεν τινάχτηκε απ’ την «καυτή» καρέκλα όπως τόσοι και τόσοι πριν απ’ αυτόν, και εξακολουθεί να ρισκάρει το όνομά του, ούτε κατηγορεί διοικήσεις και νοοτροπίες, αλλά λέει «It is what it is» και συνεχίζει να τρώει το ξύλο χωρίς να πέφτει. Υπερασπίζομαι τον «Big Ange» γιατί ακόμα κι απ’ τη 15η θέση εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά, ότι εκπροσωπεί ακριβώς την ποδοσφαιρική φιλοσοφία και το DNA του συλλόγου, κι ότι αν είναι να πετύχει κάποιος, τότε είναι αυτός.
Υπερασπίζομαι τον «Big Ange» γιατί ακόμα κι αν τις ώρες που έχει αγώνα η Τότεναμ προτιμάω να ξεσκονίζω με ψάθινη σκούπα την άσφαλτο κάτω απ’ τον καυτό ήλιο για να την καθαρίσω από τα τσιμεντένια χαλίκια του οδοστρώματος, είμαι ακόμα μέσα στην κούρσα για μια περίοπτη κούπα, αυτή του Γιουρόπα, χωρίς να βλέπω στους άλλους εφτά κάποια πιο βαριά φανέλα απ’ τη δικιά μου (τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια) ή κάποιον που σε μια παλιά καλή μου μέρα δε θα μπορούσα να νικήσω.
Τον υπερασπίζομαι όχι απλώς γιατί πλήχθηκε από αλλεπάλληλους τραυματισμούς, αλλά γιατί ανέλαβε το τιτάνιο έργο να ανοικοδομήσει ολόκληρο το ρόστερ μετά την αποχώρηση του Κέιν, του Αλντερβάιρελντ, του Φερτόνγχεν, του Έρικσεν, του Γιορίς και τόσων άλλων που έφυγαν και άφησαν πίσω τους οργανικά κενά που δεν αναπληρώθηκαν ποτέ, με μόνο τον Σον να έχει μείνει από την ιστορική γενιά του τελικού Τσάμπιονς Λιγκ του ’19, φτιάχνοντας απ’ το μηδέν μια ολόκληρη ομάδα από πιτσιρίκια με έναν από τους χαμηλότερους ηλικιακούς μ.ο. στο πρωτάθλημα, και καταλαβαίνω ότι θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να «δέσει το γλυκό». Σε ποιον θα παραδώσει μια ομάδα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από 20χρονα που τα διάλεξε ο ίδιος ένα ένα; Τέλος, υπερασπίζομαι τον «Big Ange» γιατί καταλαβαίνω ότι, αν είναι να φύγει για κάποιον λόγο, αυτός θα είναι επειδή οι αγώνες κερδίζονται στο γρασίδι, κι αν οι παίχτες του δεν θέλουν να παλέψουν γι’ αυτόν, κανείς άλλος δεν πρόκειται να το κάνει.

Όμως ας γυρίσουμε στο παράδειγμα της Άρσεναλ και του Αρτέτα κι ας αναρωτηθούμε: πόσους προπονητές έχουμε δει να έρχονται και να φεύγουν από τις ομάδες μας χωρίς καλά καλά να κλείσουν μισή σεζόν, προπονητές-αρπαχτές, προπονητές-ξεπέτες, προσαρμοσμένους στο γρήγορο ίντερνετ, στα γρήγορα αμάξια, το γρήγορο φαγητό, τη γρήγορη πληροφορία και τη γρήγορη… αμνησία; Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θέση είναι η ομάδα μου, θέλω να τη δω να αποκτά χαρακτήρα, ταυτότητα, αυτή του προπονητή της, να ανεβαίνει και να πέφτει μαζί του, και μόνο όταν κρίνω ότι έχει δοκιμαστεί αρκετά στον χρόνο κι ότι ωρίμασαν οι συνθήκες για κάτι νέο, μόνο τότε να πέσει στο τραπέζι η επιλογή της εξόδου – πλην έκτακτων καταστάσεων.
Θέλω να βλέπω τους ανθρώπους να αναλαμβάνουν ευθύνες για τις πράξεις τους και να παλεύουν για τη θέση τους και για να ξανακερδίσουν τον κόσμο, θέλω να δω μια real-life εκδοχή του Ted Lasso και όχι ένα ακατάληπτο reel λες και οι προπονητές είναι πρωθυπουργοί μπανανίας σε καιρούς κρίσης, που πέφτουν κι ανεβαίνουν κάθε βδομάδα. Δεν ξέρω, ίσως έχω κολλήσει στο παρελθόν, αλλά θέλω λίγη δέσμευση, λίγη υπομονή, λίγη ανθρωπιά. Αλλιώς (και δεν μπορώ να μη γίνω δηκτικός), να το συμφωνήσουμε από τώρα, να περνάει ο Ζιντάν από μία χρονιά σε κάθε ομάδα να τα παίρνει όλα και μετά να πηγαίνει να ικανοποιήσει την επόμενη, να μην αφήσει καμία παραπονεμένη. Αλλά guess what, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει προπονητής Ζιντάν, οπότε είναι κάτι σα να περιμένεις την ψυχρή σύντηξη για να βάλεις ηλεκτρισμό στο σπίτι σου: μέχρι να ανακαλυφθεί, δεν ικανοποιείσαι με τίποτα και γκρινιάζεις για όλα αλλάζοντας πάροχο ρεύματος κάθε βδομάδα.

Από μέσα Αυγούστου πάλι εδώ θα ’μαστε, κι είτε ο Ποστέκογλου θα βρίσκεται στη θέση του είτε όχι. Αν είναι ακόμα εκεί, τότε τα πράγματα μόνο καλύτερα μπορούν να πάνε και, πολύ πιθανόν, να έχουμε ήδη μία κούπα στο ενεργητικό μας. Αν όχι, τότε επίσης πολύ πιθανόν να πάνε καλύτερα από τώρα (γιατί πόσο χειρότερα μπορούν να πάνε;) αλλά πολύ φοβάμαι ότι ο επόμενος δε θα χρονίσει, όπως ούτε κι ο μεθεπόμενος, και ούτω καθεξής. Κι αυτό θα με πειράξει περισσότερο ακόμα κι απ’ τον υποβιβασμό.
Γι’ αυτό, κρατηθείτε λίγο, και μη φωνάζετε με την πρώτη ευκαιρία για κρεμάλες και εκτελεστικά αποσπάσματα – γιατί η ανθρωπότητα θέλει να πιστεύει ότι τα έχει ξεπεράσει αυτά, και ότι διανύει μια πιο ώριμη, ψύχραιμη φάση. Γιατί, για να δανειστώ ένα παράδειγμα από την οικονομική επιστήμη, για κάθε Κέινς που δηλώνει ότι «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί» και άρα πρέπει να επιδιώξουμε το βραχυπρόθεσμο όφελος, θα υπάρχει και ένας Σουμπέτερ που θα του καταλογίζει ένα «childless vision»…