Κόντρα σε κάθε προκατάληψη, ο Αντεμπάγιο Ακινφένουα έγινε ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους επιθετικούς της γενιάς του εκτός Πρέμιερ Λιγκ.
«Το αγαπημένο μου σύνθημα είναι το είσαι απλά ένας χοντρός Έντι Μέρφι. Όταν το άκουσα πρώτη φορά δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω κι ας ήμουν στο γήπεδο. Θα προτιμούσα το μυώδης Έντι Μέρφι, αλλά τι να κάνεις». Σίγουρα δεν είναι εύκολο να ακούς ένα ολόκληρο γήπεδο να σε αποκαλεί χοντρό, όμως για τον Αντεμπάγιο Ακινφένουα δεν ήταν δα και η πρώτη φορά. Ο, νιγηριανής καταγωγής, Λονδρέζος επιθετικός με τους βαθιά θρησκευόμενους γονείς, έστω κι αν ο πατέρας του είναι μουσουλμάνος και η μητέρα του χριστιανή, κατάλαβε από αρκετά νεαρή ηλικία πως το μέγεθός του διέφερε από τους συνομηλίκους του.
Το θέμα ήταν αν ο ίδιος θα το έβλεπε ως ελάττωμα ή εφόδιο. Για αρκετά χρόνια συνέβαινε το πρώτο. Οι ακαδημίες τον απέρριπταν μετά τις δοκιμές, οι ειδικοί τον έστρεφαν στο πιο physical ράγκπι, οι διαιτητές «έβλεπαν» πάντα φάουλ την υπερβολική και αδάμαστη για την ηλικία του δύναμη και μέχρι τα 18 του το ποδόσφαιρο παρέμενε ένα άπιαστο όνειρο. Ένα υψηλό εμπόδιο, που ο ίδιος ήταν πολύ «χοντρός» για να υπερκεράσει.
Για του λόγου το αληθές το «θηρίο», όπως τον αποκαλούν από τα 11 (!) του, σε όλη του την καριέρα ξεπερνά τα 100 κιλά, ενώ το ύψος του αγγίζει το 1,85 μ. Λίγο πριν την ενηλικίωση η Γουότφορντ του δίνει τελικά την πρώτη εμπειρία που αποζητά, όμως πριν ολοκληρωθεί ο πρώτος μήνας παρουσίας δέχεται ξανά τη γνωστή «μασημένη» επιβεβαίωση: «Είσαι υπερβολικά μεγαλόσωμος για να παίξεις ποδόσφαιρο».
Ο Ακινφένουα δεν το παίρνει καλά. Τα βάζει με την ίδια την χώρα, που τον μεγάλωσε. Με το ίδιο το ποδοσφαιρικό σύστημα που δεν βλέπει πίσω από το παρουσιαστικό του. Θεωρεί πως στην Αγγλία θα είναι πάντα πολύ μαύρος, πολύ χοντρός, πολύ τρομακτικός και αποφασίζει να πάει στην άλλη άκρη της Ευρώπης! Μέσω της Λιθουανής συζύγου του φίλου και άτυπου ατζέντη του, δοκιμάζεται στη ΦΚ Άτλαντας και πείθει τους ιθύνοντες να τον αποκτήσουν.
Όταν φτάνει στην Κλάιπεντα ο Ακινφένουα βλέπει μια παραδοσιακή βαλτική πόλη, δίπλα στη θάλασσα (το μοναδικό λιμάνι της χώρας), γεμάτη χιόνι, που δεν θυμίζει σε τίποτα το Ίσλινγκτον πίσω στην πατρίδα. Οι αμφιβολίες για το αν πήρε τη σωστή επιλογή γεννούνται στο μυαλό του και δυστυχώς μόλις στα πρώτα λεπτά του ντεμπούτου του επιβεβαιώνονται. Σε μία από τις πρώτες του διεκδικήσεις για κεφαλιά σωριάζει κάτω τον αντίπαλό του και οι οπαδοί εξοργισμένοι αρχίζουν να μιμούνται τις μαϊμούδες. Το ρατσιστικό παραλήρημα όμως δεν σταματά εκεί.
«Στην αρχή δεν ήθελα να το πιστέψω, όμως κάθε φορά που άγγιζα την μπάλα ακόμα και για να διώξω, οι φωνές επανέρχονταν. Πάνω που άρχισα να το συνηθίζω, ήρθε ένα σύνθημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Zigga, zigga, zigga, shoot the fucking nigga». O Ακινφένουα ένιωθε το σώμα του να παραλύει από τον φόβο και σύντομα η κακή του αγωνιστική κατάσταση θα κάνει και τους οπαδούς της δικής του ομάδας να «ενωθούν» με τους ρατσιστές της αντιπάλου! Σε ένα από τα επόμενα παιχνίδια, κατά την άφιξη του στο γήπεδο, ένα κοριτσάκι θα τρέξει κατά πάνω του και θα του πει πως «ο Χίτλερ έχυσε μαύρη μπογιά στο πρόσωπό του».
Αν αυτό ήταν το τίμημα του ποδοσφαίρου, τότε μάλλον καλά έκαναν και δεν του έδιναν την ευκαιρία στην Αγγλία. «Στο Λονδίνο σκεφτόμουν συνεχώς για ποιους λόγους με απορρίπτουν και έβλεπα από πίσω προκαταλήψεις και ρατσισμό, όμως κανείς δεν μου έδειχνε ασέβεια κατά πρόσωπο. Πάντα ήταν ευγενικοί και απολογητικοί. Στη Λιθουανία κατάλαβα το κόστος που έπρεπε να πληρώσω αν θέλω πραγματικά να γίνω ποδοσφαιριστής». Η πρώτη χρονιά ήταν πραγματική κόλαση. Ήταν ο μόνος μαύρος παίκτης σε όλο το πρωτάθλημα και η θηριώδης σωματοδομή του, τον έκανε να ξεχωρίζει για όλους τους λάθους λόγους.
Μετά τους αγώνες ένιωθε φόβο και αποστροφή, με τον κόμπο να φτάνει στο χτένι στα μισά της χρονιάς και να αποφασίζει να γυρίσει πίσω. «Δεν θα σε υποχρεώσω να μείνεις κάπου, που δεν νιώθεις άνετα. Όμως να ξέρεις πως αν φύγεις, αυτοί θα κερδίσουν. Και τώρα και πάντα». Η συμβουλή του μεγάλου του αδερφού, Γιέμι, θα του αλλάξει γνώμη και ο Ακινφένουα όχι μόνο θα μείνει, αλλά θα φτάσει μάλιστα να σκοράρει το νικητήριο γκολ στον τελικό του κυπέλλου, που θα βγάλει την ομάδα στην Ευρώπη!
Ακόμα και σε αυτήν την στιγμή υπέρτατης χαράς όμως, ο ρατσισμός θα κάνει αισθητή την παρουσία του. «Ήταν μια σουρεαλιστική στιγμή. Είχαμε κατακτήσει το τρόπαιο και με τη λήξη οι οπαδοί μας έτρεξαν κατά πάνω μας να πανηγυρίσουν. Όταν έφτασαν κοντά μας είδα παντού στα κορμιά τους τατουάζ με σβάστικες και ναζιστικά σύμβολα. Δεν μπορούσα να τσακωθώ μαζί τους και δεν είχα όρεξη πια να πανηγυρίσω. Στεκόμουν στις μύτες των ποδιών μου και απλά τους άφησα να με αγκαλιάζουν. Είπα αν αντέξω όσα περνάω εδώ, δεν θα με σταματήσει τίποτα!».
Διέξοδο από αυτον τον «διδακτικό» εφιάλτη του δίνει η Μπάρι Τάουν της ουαλικής λίγκας. Πρακτικά έχει ευκαιρία να παίξει σε πολύ λίγα ματς ως το τέλος της σεζόν (το πρωτάθλημα στη Λιθουανία ξεκινά μετά το πέρας του σφοδρού χειμώνα), όμως το «θηρίο» τα καταφέρνει περίφημα. Σε ένα περιβάλλον αρκετά πιο γνώριμο και φιλικό, πετυχαίνει έξι τέρματα σε οκτώ αγώνες και βοηθά τη νέα του ομάδα να πάρει το πρωτάθλημα και να βγει στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ!
Τα κατορθώματά του τραβούν το ενδιαφέρον της Μπόστον Γιουνάιτεντ της τέταρτης κατηγορίας και ο Ακινφένουα δεν χάνει χρόνο, επιτυγχάνοντας με αυτόν τον πλέον ανορθόδοξο τρόπο να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής στη χώρα στην οποία γεννήθηκε. Ο «γολγοθάς» του βέβαια δεν σταματά. Σε αυτήν την ιδιαίτερη χρονιά αλλάζει τέσσερις ομάδες, σημειώνει μόλις 15 συμμετοχές και πέντε τέρματα και προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει σανίδα σωτηρίας, προτού το άθλημα τον αποβάλλει με την είσοδό του.
H Τορκί, που κερδίζει την άνοδο, και έχει εντυπωσιαστεί από τα προσόντα του, του δίνει μία απροσδόκητη ευκαιρία στη League One κι αυτός της το ανταποδίδει με 16 γκολ, αδυνατώντας παρόλα αυτά να την κρατήσει στην κατηγορία. Έχοντας πια ένα καλό όνομα, ο 23 χρονος τότε φορ, μεταγράφεται στη Σουόνσι και επιστρέφει στην προσφιλή του Ουαλία, αυτήν την φορά σαν «διάσημος» και όχι ως ημιεπαγγελματίας χομπίστας. Στην πρώτη του χρονιά σκοράρει με τους ίδιους ρυθμούς (15 γκολ), είναι ο πρώτος που «ματώνει» τα δίχτυα του νεότευκτου Λίμπερτι και οδηγεί την ομάδα ως τον τελικό των πλέι-οφ ανόδου!
Εκεί ακριβώς τον περιμένει ένα πισωγύρισμα. Το παιχνίδι κρίνεται τελικά στην διαδικασία των πέναλτι και η δική του άστοχη εκτέλεση κρίνει το αποτέλεσμα, δίνοντας την άνοδο στην Μπάρνσλεϊ. Την επόμενη σεζόν δεν αποδεικνύεται το ίδιο παραγωγικός, πρώτα ραγίζει και μετά σπάει το πόδι του, ενώ στο τέλος του συμβολαίου του επιλέγει να μην ανανεώσει, θέλοντας πια να επιστρέψει ξανά στην Αγγλία.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δυσχεραίνουν ξανά την εύρεση ομάδας και ο Ακινφένουα αναγκάζεται να υπογράψει σχεδόν ατιμωτικά ως month-to-month στη Μίλγουολ, σε μία εντελώς αποτυχημένη απόφαση (7 συμμετοχές/0 γκολ). Στα μέσα της σεζόν τον προσεγγίζει η σκληροτράχηλη Νορθάμπτον, που από προσωρινή λύση γίνεται μία από τις μεγαλύτερες αγάπες του, αφού μένει σε αυτή σχεδόν πέντε σεζόν, όντας μόνιμα πρώτος σκόρερ της, και βελτιώνει θεαματικά τα νούμερά του με 188 εμφανίσεις και 74 τέρματα.
Παράλληλα όμως υποβιβάζεται στη League Two, όπου παραμένει για σχεδόν μια δεκαετία, πέρα από ένα μικρό διάλειμμα στη League One με την Τζίλιγχαμ. Κατά την παρούσια του στους «Κόμπλερς» αποκτά κι επίσημα την φήμη ως ο πιο δυνατός ποδοσφαιριστής στον κόσμο (επιβεβαιώνεται και στο video-game FIFA 15), τη δουλεύει και για λόγους μάρκετινγκ (βίντεο τον δείχνει να σηκώνει 200 κιλά στον πάγκο στο γυμναστήριο) και γίνεται ακόμα πιο θεόρατος!