Ξεκίνησαν να υπάρχουν από τη στιγμή που ξεκίνησε ο κόσμος να βλέπει ποδόσφαιρο. Αρχικά από ξύλο, αργότερα από τσιμέντο, είχαν όλες τον ίδιο σκοπό. Να προσφέρουν στους θεατές μία καλή άποψη του γηπέδου. Τους ίδιους θεατές που, δεκαετίες μετά, αντιμετωπίστηκαν ως ο εχθρός της κοινωνίας.
Όταν οι θέσεις των ορθίων εξαφανίστηκαν από τα αγγλικά γήπεδα σχεδόν πριν 30 χρόνια, θεωρήθηκαν ως κάτι πολύ διαφορετικό από ότι 100 χρόνια πριν. Υπήρξαν σημείο αναφοράς για τους περιθωριοποιημένους της βρετανικής κοινωνίας, μνημείο εγκατάλειψης μιας ολόκληρης γενιάς και της αποβιομηχανοποίησης μιας χώρας. Οι σύλλογοι άλλαξαν πολύ επίσης. Διαφορετικοί άνθρωποι τους τρέχανε, με διαφορετικές φιλοδοξίες και διαφορετικό κοινό που προσπαθούσαν να τραβήξουν.
Η ιστορία των θέσεων ορθίων (=terrace αγγλιστί) αντανακλά την αντιμετώπιση που κρατούσε η κοινωνία της Αγγλίας προς την νέα, εργατική, αντρική αγγλική τάξη. Υπήρξε ένα «κίνημα» με άνοδο κοινωνικής δραστηριότητας προς το τέλος του 19ου αιώνα όταν κι οι ζωές των εργατών είχαν αλλάξει, έχοντας τα Σάββατά τους κενά.
«Τότε, τα πλήθη αντιμετωπίζονταν απλά σαν εύθυμος κόσμος», σύμφωνα με τον Mike Cronin, ιστορικό του αθλητισμού. Οι τεράστιες μάζες θεατών που έδωσαν το παρόν στον πρώτο τελικό κυπέλλου του Wembley το 1923 δεν έμειναν στην ιστορία ως οι αρνητικοί πρωταγωνιστές της ημέρας. Τουναντίον, ο κόσμος θυμάται το συμβάν με θετικό πρόσημο, φερνοντας στο νου το αστυνομικό άλογο που έσωσε τον αγώνα. Μέσα στις επόμενες έξι δεκαετίες, μετά από έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο και πολλές πολιτιστικές αλλαγές, η σχέση μεταξύ των φιλάθλων που πήγαιναν στο γήπεδο και των υπολοίπων θα άλλαζε ολοκληρωτικά.
Φτάνοντας στα 80s, ο κόσμος στα γήπεδα ήταν ο εχθρός. Δεν ήταν μία εύθυμη μάζα. Ο χουλιγκανισμός θέριζε κι η υπομονή της κοινωνίας στέρευε. «Στα μάτια της Thatcher και των συντηρητικών, το μόνο σημαντικό ήταν η τάξη στην κοινωνία κι αυτό έπρεπε να περάσει και στο ποδόσφαιρο». Μετά την τραγωδία του Heysel το 1985, η εφημερίδα Sunday Times έγραψε: «Το ποδόσφαιρο είναι ένα φτωχατζίδικο άθλημα, που παίζεται από φτωχατζίδες ανθρώπους σε φτωχατζίδικα γήπεδα».
Το 1850 η εργατική τάξη είχε κατορθώσει μία σημαντική νίκη, που αργότερα θα έδινε στο ποδόσφαιρο την ευκαιρία να ανθίσει. Η εργατική εβδομάδα τελείωνε πλέον στις 14.00 του Σαββάτου κι ο κόσμος ήταν ελεύθερος μέχρι την αρχή της επόμενης εβδομάδας. Αλλά ήταν κάτι παραπάνω από την απλή και απεριόριστη δυνατότητα να παρακολουθήσεις ποδόσφαιρο. Τα πράγματα που εκατό χρόνια αργότερα θεωρούνταν πως πάνε λάθος με το ποδόσφαιρο, ήταν αυτά που του έδωσαν την έκρηξη δημοτικότητας τότε.
«Σε άλλαζε, σε έκανε κομμάτι μιας νέας κοινότητας, όλοι αδέλφια για μία ώρα κι ενενήντα λεπτά», είχε γράψει κάποτε ο συγγραφέας J.B. Priestley. «Είχες ξεφύγει με τους φίλους σου και τους γείτονές σου, μαζί με τη μισή πόλη, φωνάζοντας μαζί, χτυπώντας ο ένας τον άλλον στους ώμους, έχοντας μπει στο γήπεδο και σε μία άλλη, πιο λαμπερή ζωή γεμάτη με συγκρούσεις, αλλά παθιασμένη και όμορφη σαν τέχνη». Σύμφωνα με τον φωτογράφο David Goldblatt, η βιομηχανική επανάσταση επηρέασε
και το ποδόσφαιρο. «Οι σχέσεις του ποδοσφαίρου με τη βιομηχανοποίηση ήταν παραπάνω από απλές συμπτώσεις». Αυτή ήταν η νέα κουλτούρα που αναπτύχθηκε όταν οι εργάτες ξεκίνησαν να πηγαίνουν σε αυτή τη νέα μορφή μαζικής ψυχαγωγίας. Τα γήπεδα ήταν σχεδιασμένα για να χωράνε όσο περισσότερους γινόταν.
«Το ποδόσφαιρο δεν είχε να κάνει με την ελίτ», σύμφωνα με τον Cronin. «Οι ομάδες λειτουργούσαν για τα συμφέροντα της κατώτερης και μέσης κοινωνικής τάξης. Σε πόλεις όπως το Χάλιφαξ, το Ντόνκαστερ και το Ρόδεραμ υπήρχαν μικρές επιχειρηματικές βλέψεις, δεν μπορούσες να αλλάξεις ιδιαίτερα τους φιλάθλους». Για να κρατήσεις τον κόσμο, το λογικό ήταν να φτιάξεις απλά τσιμέντα και τίποτα άλλο. Δεν θα άξιζε τα λεφτά του να κάνεις ένα γήπεδο μόνο με θέσεις, ακόμα κι αν κάποιος το είχε σκεφτεί. Διαφορετικά σπορ με διαφορετικό κοινό, όπως το ράγκμπι και το κρίκετ είχαν τέτοια γήπεδα, όμως το ποδόσφαιρο δεν υπήρχε λόγος να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Το μόνο που χρειάζονταν τα γήπεδα ποδοσφαίρου, ήταν χωρητικότητα.
Το 1901, η προσέλευση στον τελικό κυπέλλου μεταξύ Tottenham και Sheffield United έφτασε το νούμερο των 110,000!
Την επόμενη χρονιά, σε αγώνα μεταξύ Σκωτίας κι Αγγλίας στο Ibrox της Γλασκώβης, η ξύλινη εξέδρα κατέρρευσε, λόγω της βροχής το προηγούμενο βράδυ, με αποτέλεσμα εκατοντάδες κόσμος να πέσει από υψόμετρο 15 μέτρων και 25 άτομα να χάσουν τη ζωή τους. Στα επόμενα χρόνια και ενδιαμέσου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ομάδες επέλεγαν το τσιμέντο για την κατασκευή των εξεδρών τους, προσέγγιση που κράτησε μέχρι και το τέλος του.
Στα 1920s, μετά τον πόλεμο, η παρηγοριά της κυρίως αρσενικής και εξαντλημένης εργατικής τάξης, συνέχισε να είναι η στρογγυλή θεά. «Αυτή ήταν η απάντησή τους στον τρόμο του πολέμου. Μία γενιά νεαρών ανδρών είχε σφαγιαστεί, αλλά το ποδόσφαιρο συνέχισε να είναι η διαφυγή τους». Μέχρι και τον επόμενο πόλεμο, οι προσελεύσεις εκτοξεύθηκαν. Σχεδόν για
όλες τις ομάδες, τα ρεκόρ προσέλευσής τους δεν έχουν σπάσει από την περίοδο μεταξύ 1929 και 1949. Σε αυτό συνέβαλε και η κληρονομιά των επενδύσεων στην σιδηροδρομία από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η φούσκα των επενδύσεων στις ράγες μπορεί να έσκασε, όμως η χώρα έμεινε με τα μέσα για γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των πόλεων, προνόμιο που με τη θέσπιση της πενταήμερης εργασίας (πρωτοβουλία του Henry Ford το 1926), οι φίλαθλοι εκμεταλλεύονταν τα Σάββατα για μετακίνηση στα γήπεδα.
Τα γήπεδα άλλαξαν κι αυτά μέσα σε εκείνα τα χρόνια. Ο Σκωτσέζος Archibald Leitch, που είχε σχεδιάσει το Ibrox της τραγωδίας, κατάφερε να δικαιωθεί από το δικαστήριο και είναι αυτός που υπογράφει κατασκευές όπως το Stamford Bridge και το Craven Cottage. Οι κατασκευές για τις εξέδρες πλέον ήταν πιο στέρεες και αξιόπιστες και ιδέες του ίδιου χρησιμοποιήθηκαν και στα γήπεδα ομάδων όπως η Arsenal, η Liverpool κι η Aston Villa. Την δεκαετία του 1960 οι εξέδρες ήταν ακόμα ζωηρά μέρη, με τον χουλιγκανισμό να κάνει τώρα αισθητή τη παρουσία του. Τα επιτεύγματα παικτών όπως ο George Best, μέσα και έξω από το γήπεδο, προσέλκυσαν για πρώτη φορά κι ένα άλλο κοινό, ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Το 1977 το Ibrox γνώρισε άλλη μία τραγωδία, όπου σε κατάρρευση εξέδρας σκοτώθηκαν 66 οπαδοί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο «Οδηγός για την ασφάλεια στα ποδοσφαιρικά γήπεδα». Μακροπρόθεσμα βέβαια οι αλλαγές πήγαιναν προς άλλη κατεύθυνση, κάπου που οι φίλαθλοι στις εξέδρες των γηπέδων έμοιαζαν πλέον περισσότερο με εχθρική δύναμη με
καταστροφικές συνέπειες, παρά με άνθρωποι που οι αρχές όφειλαν να φροντίσουν.
Χωρίς αμφιβολία, η μέρα που η κατάσταση κλιμακώθηκε χωρίς επιστροφή, ήταν αυτή της τραγωδίας του Hillsborough το 1989. Η αναφορά της τραγωδίας στην Taylor Report πρότεινε την υποχρεωτική εγκατάσταση θέσεων σε όλα τα γήπεδα. Η FA ακολούθησε τη πρόταση και μέχρι τον Αύγουστο του 1994 όλες οι ομάδες είχαν συμμορφωθεί. Η αναφορά βέβαια έγραψε πως η παρακολούθηση αγώνων με όρθιους δεν είναι καθαυτή επικίνδυνη, κάτι που η κυβέρνηση επέλεξε να αγνοήσει (μαζί και με την πρόταση για τιμές εισιτηρίων σε φυσιολογικά επίπεδα). Και οι ίδιες οι ομάδες πλέον πήγαιναν με το ρεύμα της αλλαγής, οι οποίες ξεκίνησαν να στοχεύουν σε άλλα κοινά, κόσμο που θεωρούνταν χαμηλότερου ρίσκου και με μεγαλύτερο εισόδημα.
Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, οι ομάδες έλαβαν χρηματοδοτήσεις για την μεταμόρφωση του χώρου στις εξέδρες. «Η ριζική αλλαγή δεν ήταν αποτέλεσμα έλευσης ιδιωτικών κεφαλαίων και επενδυτών. Τουναντίον, το έναυσμα είχε δοθεί από μία τελείως αποφεύξιμη τραγωδία και στο τέλος μεγάλο μέρος της πληρώθηκε από τον κάθε φορολογούμενο», σύμφωνα με τον Goldblatt. Αυτό που κατηύθυνε τις αλλαγές ήταν το πως η κοινωνία έβλεπε την εργατική τάξη. Το 1923, κανείς δε θα σκεφτόταν να ακυρώσει τον τελικό κυπέλλου. Το άλογο που έσωσε την κατάσταση έγινε κομμάτι του μύθου που περιβάλλει το αγγλικό ποδόσφαιρο, κανείς δε σκέφτηκε ότι ήταν το πρώτο στάδιο προς την αναρχία.
Στα 70s, τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων των ανθρώπων είχαν διαφορετική αντιμετώπιση. Τα εργοστάσιά τους έκλειναν, η Βρετανία δεν ήταν πια βιομηχανική χώρα και προσπαθούσε να μετριάσει τις ζημιές όσο η δυσαρέσκεια μεγάλωνε και η Thatcher έδινε υποσχέσεις για κοινωνικές αλλαγές. Η προσοχή του κόσμου στο Hillsborough στράφηκε προς τη λάθος κατεύθυνση κι αγνόησε την τεράστια ευθύνη της αστυνομίας, δείγμα της γενικότερης συμπεριφοράς που επέμενε ο κόσμος στα γήπεδα. «Συμπεριφέρονται στον κόσμο σαν ζώα. Η αστυνομία παρέλαβε τους φιλοξενούμενους οπαδούς από τον σταθμό σαν ένα κοπάδι πρόβατα και τους έβαλε στο μαντρί της εξέδρας».
Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν την γηπεδική κουλτούρα της χώρας. Η θέα των οπαδών στο γήπεδο παρέπεμπε πλέον περισσότερο πλέον σε κάποιο ακριβό θέαμα, παρά στην ψυχαγωγία των χαμηλότερων εργατικών στρωμάτων. Η αύξηση των τιμών των εισιτηρίων έπαιξε κι αυτή τη ρόλο της, αφού ο κόσμος που πήγαινε στα γήπεδα μέχρι τότε, απλά πλέον δεν μπορούσε να αγοράσει το απαραίτητο εισιτήριο. Το ποδόσφαιρο αντάλλαξε το κοινό του. Οι αλλαγές αυτές -και η έλευση της Premier League το 1992- και η ασφάλεια που ήρθε στα γήπεδα προσέλκυσαν νέο κόσμο, όμως ταυτόχρονα έδιωξαν τον παλιό.
Σήμερα ο μέσος όρος ηλικίας των φιλάθλων στα γήπεδα της Premier League είναι 41 έτη. «Από την στιγμή που αλλάζεις τις τιμές σε επίπεδο που αποκλείεις τους νέους άντρες, αλλάζεις την κουλτούρα του γηπέδου. Και ποιος ξέρει περισσότερα για το ποδόσφαιρο από τους νέους άντρες;», συμπληρώνει ο Cronin. Το αγγλικό ποδόσφαιρο σήμερα έχει παγκόσμιο κοινό και μερικά γήπεδα το αντανακλούν αυτό. Το επιχειρηματικό πνεύμα είναι πιο ζωντανό από ποτέ αλλά υπάρχει ακόμα η αίσθηση πως κάτι έχει χαθεί, με ένα κόστος που για αρκετούς είναι μεγαλύτερο από όση δημοσιότητα κι έσοδα μπορεί να έρθουν ποτέ στα ταμεία της ομάδας τους.
Χάθηκε ο παλιός βρετανικός ρομαντισμός, αυτός που έβρισκε τους απλούς ανθρώπους, την ραχοκοκαλιά της αγγλικής
οικονομίας κάθε Σάββατο στην εξέδρα, απολαμβάνοντας μία από τις μεγαλύτερες χαρές που είχαν στη ζωή τους. Από αυτές που αν ποτέ μεταφερθούν στην μεγάλη οθόνη, το πιο ταιριαστό κομμάτι για μουσική επένδυση είναι το «England Belongs to Me», των θρυλικών Cock Sparrer.
Συντάκτης: Άγγελος Παλιακούδης