Μπορεί μία ομάδα να διεκδικήσει τον τίτλο με αρνητική διαφορά τερμάτων; Κι όμως τα «Καναρίνια» της Νόριτς σε μία τρελή σεζόν, που θύμισαν Μπλάκμπερν και Λέστερ, το κατάφεραν!
Ο Μάιος του 1992 έβρισκε τη Νόριτς σε μία αμήχανη θέση, που της ήταν δύσκολο να νιώσει αισιόδοξη για την έλευση της -νέας- Πρέμιερ Λιγκ και την «εξευγενοποίηση» του αγγλικού ποδοσφαίρου. Τα «Καναρίνια» είχαν μόλις σώσει τη συμμετοχή τους στο νέο πρωτάθλημα χάρη στην μοναδική νίκη που κατάφεραν στους τελευταίους δώδεκα αγώνες της τελευταίας Πρώτης Κατηγορίας – μια εντός έδρας νίκη με 4-3 επί της Έβερτον που ήρθε από δύο γκολ μετά το 80′ και της έδωσαν την ανατροπή. Μία μέρα πριν την τελευταία, κρίσιμη ακόμη, αγωνιστική, ο θρύλος σαν παίκτης κι επί πέντε χρόνια προπονητής, Ντέιβιντ Στρίνγκερ, παραιτείται.
Μπορεί ο υποβιβασμός να αποφεύγεται, μόλις δύο θέσεις και τρεις βαθμούς πάνω από την επικίνδυνη ζώνη, όμως τα χτυπήματα θα συνεχίζονταν. Σύντομα η ομάδα θα στερούνταν τις υπηρεσίες του καλύτερου παίκτη της, Ρόμπερτ Φλεκ, εξαιτίας μίας πρότασης-ρεκόρ για τα δεδομένα της Νόριτς από την Τσέλσι, ύψους 2,1 εκατομμυρίων λιρών. Όταν τον Ιούνιο ανακοινώθηκε ο νέος προπονητής, Μάικ Γουόκερ, η επιλογή του άφησε τον κόσμο των «Καναρινιών» μπερδεμένο και σίγουρα όχι αισιόδοξο. Ο Γουόκερ ήταν για χρόνια στις ρεζέρβες του συλλόγου και η μόνη εμπειρία του σε πάγκο πρώτης ομάδας ήταν στην Κόλτσεστερ, απ’ όπου είχε απολυθεί πέντε χρόνια νωρίτερα, παρότι η ομάδα ήταν στην κορυφή της τέταρτης κατηγορίας!
Οι προσδοκίες δεν άλλαξαν ούτε από τις περιορισμένες μεταγραφές του καλοκαιριού. Υπέγραψαν ο 33χρονος μέσος Γκάρι Μέγκσον ως ελεύθερος και οι επιθετικοί Έφαν Εκόκου από την Μπορνμουθ και Μαρκ Ρόμπινς από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για 500 και 800 χιλιάδες λίρες αντίστοιχα. Το σύνολο των «Καναρινιών» δεν ενέπνεε ούτε την ίδια την ομάδα. Μόλις στο ημίχρονο της πρώτης αγωνιστής, με αντίπαλο την Άρσεναλ στο Χάιμπουρι, το κλίμα ήταν μηδενιστικό. «Γίνεται μακελειό, φέτος θα πέσουμε. Κυριολεκτικά, αυτή ήταν η συζήτηση», έχει πει για εκείνη την ανάπαυλα ο τότε αριστερός μπακ Μάρκ Μπάουεν, όταν η Νόριτς βρισκόταν πίσω στο σκορ με 2-0, «ενώ θα μπορούσε να τρώει έξι ή κι επτά».
Ο Γουόκερ είχε χτίσει την εικόνα ενός χαλαρού τεχνικού, «περισσότερο μάνατζερ παρά προπονητής». Πιστεύοντας στην ομάδα και στον έμπειρο κορμό παικτών που ήδη είχε, τους είπε απλά να πιστέψουν στους εαυτούς τους και θα βρουν ευκαιρίες, να βγουν έξω και να παίξουν. Όσο «τεμπέλικη» και επιφανειακή κι αν φαίνεται η προσέγγιση, δούλεψε. Η Νόριτς σκόραρε τέσσερις φορές από το 69′ μέχρι το τέλος και πήρε ένα τρίποντο-έκπληξη, το πρώτο από τα πολλά που θα ακολουθούσαν!
Μετά από εννιά αγώνες, η ίδια ομάδα που τον Αύγουστο φαινόταν καταδικασμένη, ήταν στην κορυφή της βαθμολογίας με επτά νίκες, μία ισοπαλία και μόλις μία ήττα, από τη Μάντσεστερ Σίτι. Κάτι λειτουργούσε πολύ αποτελεσματικότερα απ’ ότι όλοι περίμεναν, χωρίς να υπάρχει προφανής εξήγηση. Σε μεγάλο βαθμό άλλωστε, επρόκειτο για την ίδια ομάδα που πριν λίγους μήνες σχεδόν υποβιβάστηκε.
Τα «Καναρίνια» συνήθιζαν να παίζουν επιθετικό ποδόσφαιρο υπό τον προηγούμενο προπονητή, κάτι που απέδωσε καρπούς για μία χρονιά (4η θέση, 1988/89), οπότε ο κορμός ήταν παρών, παρότι είχε σταματήσει να φαίνεται υποσχόμενος. Οι παίκτες δεν θυμούνται τον Γουόκερ, που ταυτόχρονα επίβλεπε προπονήσεις ράγκμπι, να «αναλώνεται» ιδιαίτερα σε ζητήματα τακτικής. «Κάναμε πολλή δουλειά στην διατήρηση της κατοχής. Παίζαμε με πολλές πάσες κι είχαμε έναν από τους πιο ταλαντούχους πασέρ της εποχές, τον Ίαν Κρουκ, που μπορούσε να κρατήσει τη μπάλα και να τη μετακινήσει με ευκολία. Αλλά δεν έχω κάποια συγκεκριμένη ανάμνηση για πλάνα αγώνα. Απλά παίζαμε κι ήταν υπέροχα!», θυμάται ο Μπάουεν.
Η αναζωογονητική αυτή απλοϊκότητα δεν ήταν πανάκεια, βέβαια. Μετά από μία δεύτερη συνολικά ισοπαλία στην 10η αγωνιστική, η Νόριτς βίωσε την ταπείνωση ενός 7-1 (!) στα χέρια της νεοφώτιστης Μπλάκμπερν του Άλαν Σίρερ και του Κένι Νταλγκλίς. Αυτό το χαστούκι προσγείωσε τα «Καναρίνια», αλλά τους έδωσε και την ευκαιρία να εντοπίσουν αδυναμίες που τα θετικά αποτελέσματα μέχρι τότε δεν έφερναν στην επιφάνεια. Η σπουδαιότερη αλλαγή μετά τον αγώνα του Ίγουντ Παρκ ήταν η αλλαγή θέσης του απόφοιτου των ακαδημιών, Κρις Σάτον. Χάρη στα επιθετικογενή του χαρακτηριστικά, προωθήκε από κεντρικό μπακ σε επιθετικός, μένοντας στη θέση για το υπόλοιπο της καριέρας του, που περιέλαβε την πρωταθλήτρια Μπλάκμπερν της σεζόν 1994/95, την Τσέλσι και τη Σέλτικ.
Η Νόριτς σιγουρεύτηκε στην επόμενη αγωνιστική κόντρα στην ΚΠΡ πως αυτή δεν θα ήταν η αρχή ενός κακού σερί, βγαίνοντας νικήτρια με 2-1. Κι όμως, αμέσως μετά, ήρθε άλλη μια βαριά ήττα με 4-1 στο Άνφιλντ από τη Λίβερπουλ. Το μοτίβο αυτό θα είχε ισχυρή παρουσία σε όλη τη σεζόν της Νόριτς και θα της εξασφάλιζε ένα ιδιαίτερα περίεργο ρεκόρ.
Τα «Καναρίνια» δεν έμελλαν να κερδίσουν την πρώτη Πρέμιερ Λιγκ, παρότι άγγιξαν νωρίς τη κορυφή και πρόλαβαν να γευτούν τη «γλύκα» της για αρκετές αγωνιστικές (στην αρχή του Δεκεμβρίου ήταν πρώτα με οκτώ βαθμούς διαφορά). Με κάποια κακά σερί όπου έφτασε να αγνοεί τη νίκη για έξι αγωνιστικές, η Νόριτς υποχώρησε και στο τέλος του πρωταθλήματος κατέληξε στην 3η θέση. Αυτή η θέση όμως, πίσω από την πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (για πρώτη φορά επί Άλεξ Φέργκιουσον) και την Άστον Βίλα, επ’ ουδενί δεν λογιζόταν ως αποτυχία.
Σε αυτή τη συζήτηση εμπεριέχεται ένα περίεργο στατιστικό που αφήνει μια πικρή γεύση, μία απορία για το πόσα θα μπορούσε να καταφέρει η Νόριτς, άμα ήταν λίγο πιο προσεκτική. Παρά την 3η της θέση, η Νόριτς τερμάτισε με αρνητική διαφορά γκολ – κανείς άλλος δεν έχει τερματίσει τόσο ψηλά έχοντας αρνητική διαφορά. Σκόραρε 61 φορές, και δέχτηκε γκολ. Την πολύ λιγότερο πετυχημένη προηγούμενη σεζόν, είχε δεχτεί δύο γκολ λιγότερα! Οι επόμενες τρεις ομάδες κάτω από τη Νόριτς στη βαθμολογία είχαν όλες καλύτερη επίθεση, καλύτερη άμυνα, όμως φυσικά λιγότερους βαθμούς.
Η αναλυτική λίστα των αγώνων της χρονιάς δείχνει πώς έφτασε η Νόριτς σε αυτό το ιδιαίτερο ρεκόρ. Τα «Καναρίνια» έχασαν μόλις δώδεκα από τα 42 παιχνίδια, αλλά όταν έχαναν, έτειναν να χάνουν βαριά, όπως είδαμε με τη Μπλάκμπερν. Μετά την αλλαγή του χρόνου, ακολούθησαν βαριές ήττες από τη Σαουθάμπτον (3-0), τη Γουίμπλεντον (3-0) και την Τότεναμ (5-1), μεταξύ άλλων. Από τις δώδεκα ήττες, μόλις δύο ήρθαν με διαφορά ενός γκολ. Μία από τις εναπομείνουσες δέκα ήταν αυτή που τερμάτισε της ελπίδες της για πρωτάθλημα, όταν τον Απρίλιο την κέρδισε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Κάροου Ρόουντ με 1-3.
Αντίστοιχα, οι περισσότερες από τις 21 νίκες της έτειναν να είναι κλειστές. Οι 16 από αυτές, ήταν μόνο με ένα γκολ διαφορά και μόνο μία από αυτές με πάνω από δύο, μία νίκη 0-3 ενάντια στη Νότιγχαμ Φόρεστ, στην τελευταία χρονιά του Μπράιαν Κλαφ στον πάγκο της. Μία «ήπια» ανακατανομή των γκολ θα έφερνε την Νόριτς πολύ παρακάτω από την τελική της θέση – η σημερινή τεχνολογία και τα εξελιγμένα στατιστικά θα έκαναν εύκολα φανερές τις περίεργες συγκυρίες που έδωσαν στη Νόριτς την καλύτερη σεζόν της ιστορίας της.
Τα σκαμπανευάσματα όμως δεν ήταν μόνο αγωνιστικά. Λίγες μέρες μετά το 7-1 από τη Μπλάκμπερν, ο Σκωτσέζος τερματοφύλακας Μπράιαν Γκαν σταματά προσωρινά από την ομάδα, εξαιτίας του θανάτου της δίχρονης κόρης του από λευχαιμία. Βρίσκει τη δύναμη να επιστρέψει σύντομα και χάρη στη διεθνή διακοπή για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1994, καταφέρνει να μη χάσει κανέναν αγώνα της Νόριτς και κάθεται κάτω απ’ τα δοκάρια στην νίκη με την ΚΠΡ, όπου κι αποθεώνεται.
Παρά την προβληματική άμυνα, ο Γκαν ψηφίζεται στο τέλος της χρονιάς ως ο πολυτιμότερος παίκτης της ομάδας. Έμεινε στη Νόριτς μέχρι το 1998 και κατέγραψε μαζί της 390 συμμετοχές. Μέχρι σήμερα, αυτός και η οικογένειά του έχουν αφοσιωθεί στην συγκέντρωση χρημάτων για την έρευνα στην αντιμετώπιση της λευχαιμίας, σκοπός για τον οποίο έχουν συγκεντρωθεί πάνω από ένα εκατομμύριο λίρες σε βάθος χρόνου.
Η ήδη υποβιβασμένη Μίντλεσμπρο έδωσε μια άξια μάχη στην τελευταία αγωνιστική και μετά από τρία γκολ για την κάθε ομάδα, τα «Καναρίνια» είχαν τον έναν βαθμό που χρειάζονταν για να κλειδώσουν την 3η θέση και να αφήσουν την Μπλάκμπερν στην άχαρη 4η, που δεν έδινε ευρωπαϊκό εισιτήριο. Με μια γλυκόπικρη γεύση, η Νόριτς μόλις είχε τελειώσει την καλύτερη σεζόν στα 91 χρόνια ιστορίας της!
Παρά την χαμένη ευκαιρία που στοίχισε το ανορθόδοξο κι ασταθές παιχνίδι της Νόριτς, το τελικό της πλασάρισμα δεν ήταν μόνο η κορυφαία θέση της ιστορίας της, αλλά και η πρώτη φορά που θα συμμετείχε σε ευρωπαϊκή διοργάνωση της UEFA στην τρίτη φορά που της χτύπησαν την πόρτα. Aπό το 1985 ως κάτοχος του Λιγκ Καπ και το 1989 ως 4ος στο πρωτάθλημα, ο σύλλογος θα είχε μέχρι το 1993 μια εμπειρία στα ταξίδια έξω από τη Γηραιά Αλβιώνα, ο πενταετής αποκλεισμός όμως των αγγλικών ομάδων από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις του στέρησε την ευκαιρία.
Η πρώτη της αντίπαλος, Φίτεσε, δεν αποτέλεσε πρόβλημα και «υποτάχθηκε» με 3-0. Η πρώτη μεγάλη πρόκληση ήταν αυτή της, μέλλουσας πρωταθλήτριας Γερμανίας εκείνη τη χρονιά, Μπάγερν Μονάχου. Το σύνολο του Γουόκερ πήρε ένα ιστορικό διπλό με 1-2 στο Μόναχο και παρότι δέχθηκε νωρίς γκολ στον επαναληπτικό του Κάροου Ρόουντ, ισοφάρισε και προκρίθηκε. Το άστρο της θα τελείωνε στον γύρο των «16», με δύο ήττες από 0-1 έκαστη στα χέρια της Ίντερ. Μέχρι και σήμερα, αυτοί είναι οι τελευταίοι ευρωπαϊκοί αγώνες της Νόριτς – η καλύτερη χρονιά της έκτοτε ήταν μια 11η θέση το 2012/13.
Στόχος για τα «Καναρίνια» ήταν να αποδείξουν πως η επιτυχία τους δεν ήταν εφήμερη κι αυτό κατάφεραν έστω αρχικά κι εντός συνόρων. Έχασαν μεν στην πρώτη αγωνιστική από την πρωταθλήτρια Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ακολούθησε δε ένα σερί δυνατών αποτελεσμάτων με νίκες κόντρα σε πολύ δυνατές ομάδες της εποχής, όπως η Μπλάκμπερν (3-2) και η Λιντς (4-0). Η άμυνα της Νόριτς φάνταζε πια πολύ πιο δυνατή από την προηγούμενη σεζόν, ικανή να κρατάει το παθητικό χαμηλά και σε πολλές περιπτώσεις, να πετυχαίνει και το clean sheet.
Μία εντός έδρας ήττα στις αρχές Ιανουαρίου 1994 θα ήταν ο τελευταίος αγώνας όμως του Γουόκερ στον πάγκο, που έφυγε για να αναλάβει την Έβερτον, αφήνοντας στο πόστο του τον βοηθό του, Τζον Ντίχαν. Η κίνηση αυτή ήταν καταστροφική για αμφότερες τις ομάδες. Η Νόριτς ξεφούσκωσε απότομα, αφού έφτασε να κάνει σερί δέκα αγώνων χωρίς νίκη, και μόλις δύο στους τελευταίους 20. Έχοντας το μαξιλαράκι των κατορθωμάτων της στο πρώτο μισό του πρωταθλήματος, δεν κινδύνεψε με υποβιβασμό και τερμάτισε 12η.
Ο Γουόκερ επίσης, δεν κατάφερε να σώσει πολλά από την ήδη κακή χρονιά της Έβερτον, που τερμάτισε 17η, μόλις δύο βαθμούς μακρυά απ’ τον υποβιβασμό. Η ευκαιρία του κράτησε μέχρι τον Νοέμβριο της επόμενης σεζόν, με την πρώτη νίκη όμως να έρχεται στην 13η αγωνιστική, απολύθηκε. Θα γυρνούσε στην υποβιβασμένη πια Νόριτς το 1996, όμως στις δύο σεζόν που έκατσε δεν κατάφερε κάτι παραπάνω από πλασαρίσματα στο μέσο της βαθμολογίας – τα «Καναρίνια» θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 2004 για να γευτούν ξανά την Πρέμιερ Λιγκ, όποτε και θα ξεκινούσε άτυπα η συνήθεια του «ασανσέρ».
Το κατόρθωμα που άφησε στη μέση η Νόριτς θα το πετύχαινε δύο χρόνια αργότερα η Μπλάκμπερν, και ξανά φυσικά η Λέστερ το 2016. Είναι αυτονόητο πως με κάθε χρονιά που περνάει, η πιθανότητα να ξεγλιστρήσει κάποια ομάδα απ’ όλα τα υπερπλούσια μεγαθήρια και να κάνει μια σεζόν πρωταθλητισμού λιγοστεύει όλο και περισσότερο. Χωρίς όμως να ενδίδουμε στον πειρασμό της εμμονής στο παρελθόν, «ανασκαφές» σε ιστορίες όπου οι ομάδες του «περιθωρίου» μπόρεσαν να ονειρευτούν, μπορούν να μας θυμίσουν τα ύψη που μπορούν να φτάσουν τα συναισθήματα που προσφέρει το ποδόσφαιρο. Όπως τα ύψη που πριν 30 χρόνια πέταξαν περήφανα τα «Καναρίνια»…