Η απρόσμενη θητεία του διάσημου Έντγκαρ Ντάβιντς στην Μπαρνέτ έκρυβε συγκινήσεις, ίντριγκα, κόκκινες και υποβιβασμό, σε μία ιστορία σουρεάλ!
«Σουρεάλ δεν είναι κάτι άλλο από την πραγματικότητα, που δεν έχει αποσυνδεθεί ακόμα από το μυστήριο που την περιβάλλει». Η ρήση του διάσημου Βέλγου ζωγράφου, Ρενέ Μαγκρίτ, αφορά την τέχνη, την έμπνευση και ελάχιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ορθολογισμό του σύγχρονου ποδοσφαίρου. Τον Οκτώβριο του 2012 όμως αυτό έμελλε να αλλάξει, όταν ο πρόεδρος της Μπαρνέτ, Τόνι Κλεάνθους, συνάντησε τον παλαίμαχο αστέρα Έντγκαρ Ντάβιντς στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και τον έπεισε να «αλλάξει» την ιστορία του συλλόγου!
Για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο όμως πρέπει να γυρίσουμε τον χρόνο στο 2010, όταν ο «Πίτμπουλ» αποφασίζει μετά από δύο χρόνια να φορέσει ξανά ποδοσφαιρικά και να επιστρέψει στο αγαπημένο του Λονδίνο για χάρη της Κρίσταλ Πάλας, που τότε αγωνιζόταν στην Τσάμπιονσιπ. Ο Ολλανδός διεθνής είχε ερωτευτεί την αγγλική πρωτεύουσα κατά την θητεία του στην Τότεναμ, στην οποία ομολογουμένως σημείωσε τις τελευταίες του καλές σεζόν κατά την διετία 2005-07. Η επιθυμία του να εγκατασταθεί μόνιμα στο Νησί είναι τέτοια, που αποδέχεται ένα pay-per-play συμβόλαιο από τους «Αετούς», με το τέλος της συνεργασίας τους να έρχεται λιγότερο από τρεις μήνες μετά.
Ο Ντάβιντς πρακτικά αποσύρεται, όμως η σχέση του με το αγγλικό ποδόσφαιρο μόλις ξεκινά. Έχοντας ήδη το δικό του brand για το ποδόσφαιρο δρόμου ονόματι Monta Street, διοργανώνει αγώνες σε όλο το Λονδίνο και προσφέρει θέαμα σε μικρούς και μεγάλους, που αγαπούν αυτήν την άναρχη μορφή του αθλήματος. Όταν μάλιστα αυτό δεν γίνεται αρκετά συχνά για να τον ικανοποιεί, αναλαμβάνει χρέη προπονητή στην τοπική Μπρίξτον Γιουνάιτεντ, ενώ παράλληλα εκτελεί χρέη συμβούλου στο πλευρό του Γιόχαν Κρόιφ στον Άγιαξ.
Με κάθε ευκαιρία ο Ολλανδός μπαίνει κι εντός γηπέδου, κυρίως σε φιλανθρωπικούς αγώνες, κι εκεί είναι που ξεκινά το φλερτ με τον Κλεάνθους και την Μπαρνέτ. Η συμπαθής ομάδα της πρωτεύουσας συμπληρώνει αισίως μία εξαετία στην League Two, μην καταφέρνοντας ποτέ να ξεπεράσει το μέσο της βαθμολογίας κι έχοντας σωθεί τρεις συνεχόμενες χρονιές την τελευταία αγωνιστική. Σε ένα ιδιαίτερα ασταθές προπονητικό περιβάλλον, στο οποίο βοηθοί και… σύμβουλοι αναλαμβάνουν ξαφνικά τα ηνία της πρώτης ομάδας, ο ταλαντούχος Μαρκ Ρόμπσον προσλαμβάνεται το καλοκαίρι του 2012, με απώτερο στόχο φυσικά την άνετη παραμονή.
Δυστυχώς γι’ αυτόν μέχρι τον Οκτώβριο η ομάδα δεν έχει ακόμα σημειώσει νίκη, μετρά μόλις τρεις βαθμούς και βρίσκεται «βιδωμένη» στην τελευταία θέση της βαθμολογίας. Η Μπαρνέτ ψάχνει απεγνωσμένα για λύση, ένα ισχυρό σοκ που θα επαναφέρει την αισιοδοξία στους παίκτες και τους φιλάθλους και δεν θα ξεγράψει την χρονιά από τόσο νωρίς. Για κάποιον περίεργο λόγο όταν ο Κλεάνθους αντικρίζει τον Ντάβιντς στο γήπεδο, οραματίζεται πως αυτός μπορεί να γίνει ο «σωτήρας» του συλλόγου και με συνοπτικές διαδικασίες κλείνει την μεταγραφή του… αιώνα για το επίπεδο της κατηγορίας.
Στις 11 Οκτωβρίου ο «Πίτμπουλ» ανακοινώνεται κι επίσημα στο Άντερχιλ, αναλαμβάνοντας χρέη παίκτη-προπονητή στο πλευρό του Ρόμπσον, που φυσικά παραμένει υπ’ ατμόν. Ο διπλός ρόλος δεν ήταν εξαρχής στο πλάνο, όμως κατά την συνάντηση ο Ολλανδός, που είχε άμεση συνεργασία με τον Άγιαξ και γνώση της άριστης λειτουργίας των ακαδημιών του, έπεισε την νέα του ομάδα πως μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά και σε αυτό το κομμάτι. «Είμαι ενθουσιασμένος γι’ αυτήν την συνεργασία. Είμαι εδώ για να βοηθήσω το αγγλικό ποδόσφαιρο να αποκτήσει μεγαλύτερη ποικιλομορφία».
Κάπου εδώ αρχίζει το σουρεαλιστικό κομμάτι, αφού ήδη από την πρώτη προπόνηση ο Ντάβιντς δεν μπορεί να «δεχθεί» πως χρειάζεται να κάνει κύκλο για να φτάσει από το γήπεδο στο σπίτι του κι έτσι οδηγεί καθημερινά στην μονή λωρίδα των λεωφορείων, επιλέγοντας να πληρώνει πρόστιμα παραβάσεων. Η Μπαρνέτ μάλιστα κάνει επίσημη δήλωση επί του θέματος, λέγοντας πως «είναι ένας ενήλικος άντρας και μία ιδιαίτερη προσωπικότητα, που κανείς δεν θα του πει τι θα κάνει… μετά την προπόνηση».
Φυσικά κι εντός προπονήσεων τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Οι συμπαίκτες του αναφέρουν πως ζητά να τον αποκαλούν «κύριο», καθώς είναι και προπονητής τους, ενώ από τις πρώτες κιόλας μέρες επιβεβαιώνει το προσωνύμιό του «Πίτμπουλ» με την σκληράδα που επιδεικνύει. «Πάντα τον θυμάμαι να κατεδαφίζει παίκτες. Ήταν μερικές φορές που θα τον ντρίμπλαρα ή απλά θα επιτάχυνα διπλα του και τον άκουγα να έρχεται, δεν σταματούσε. Απλά σε κυνηγούσε για να στην δώσει. Ναι, τις έφαγα μερικές φορές», θα δηλώσει ο Πορτογάλος χαφ, Μάουρο Βιλιέτε.
Μέχρι ενός σημείου ο Ντάβιντς δεν είχε άδικο, καθώς το κατακερματισμένο ηθικό τους καθιστούσε όλους αδρανείς, σχεδόν αδιάφορους. Το ρόστερ μάλιστα είχε παίκτες όπως ο Ιρλανδός πορτιέρε Γκρέιαμ Στακ, ο Γκανέζος διεθνής Άντι Γιαντόμ και ο τωρινός αστέρας της Μπόρνμουθ Τζαμάλ Λόου, με τις δέκα ήττες σε μόλις 13 παιχνίδια να μοιάζουν εξοργιστικές στα μάτια του Ολλανδού. «Ακόμα και στις προπονήσεις μας πίεζε πολύ, ήταν απαιτητικός. Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω το έκανε για καλό. Όμως, και δεν θα αναφέρω ονόματα, υπήρχαν φορές που κάποιοι έβαλαν τα κλάματα. Δεν προσπάθησε να τα βρει μαζί τους, απλά τους άφησε να φύγουν για τα αποδυτήρια».
Το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο του Ντάβιντς ήρθε τελικά στις 19 Οκτωβρίου απέναντι στην Νορθάμπτον, όπου ως αρχηγός οδήγησε την Μπαρνέτ σε μία ηχηρή νίκη με 4-0. «Ήταν σαν το ρολόι να είχε γυρίσει πίσω 15 ή 20 χρόνια. Το πάθος του, ο ενθουσιασμός του, η δίψα του για την νίκη μας είχε σχεδόν εξουθενώσει. Όμως τα είχαμε καταφέρει. Η Μπαρνέτ ήταν πάλι εδώ». Οι δηλώσεις του τεχνικού διευθυντή τους συλλόγου, Πολ Φέρκλαθ, είναι ενδεικτικές, με την ομάδα να κερδίζει ακόμα δύο από τα επόμενα τρία παιχνίδια και να ξεκολλά σχεδόν μαγικά από τον πάτο της βαθμολογίας!
Κατά την διάρκεια της «συγκυβέρνησης» των Ρόμπσον και Ντάβιντς, η Μπαρνέτ μάζευε περίπου 1,46 βαθμούς ανά αγώνα, ικανούς να την έβαζαν στα πλέι-οφ, αν ίσχυαν για όλη την χρονιά. Δυστυχώς όμως αυτή η συνεργασία ήταν προ πολλού ξεγραμμένη. Δεν χρειαζόταν καν να έρθει η αγωνιστική άνοδος και η γιγάντωση του «εγώ» του Ολλανδού, αφού οι δύο τους μιλούσαν ελάχιστα μεταξύ τους και σχεδόν αντικρουόμενα στους παίκτες ήδη μετά την πρώτη εβδομάδα της συνύπαρξής τους.
Ο «Πίτμπουλ», παίζοντας σε αυτό το επίπεδο, θεωρούσε ανήκουστο να δεχθεί εντολές ή άλλες απόψεις και με τον τρόπο του ώθησε τον Ρόμπσον στην έξοδο τον Δεκέμβριο του 2012, όταν ο Κλεάνθους ανακοίνωσε την από κοινού παύση της συνεργασίας τους. «Ο Έντγκαρ είναι ένα άτομο που δεν συμβιβάζεται. Έχει μερικές ισχυρές πεποιθήσεις και αυτό δημιουργεί προβλήματα αν έχεις δύο άτομα στην ίδια θέση εξουσίας. Έπρεπε να το είχα αντιληφθεί νωρίτερα. Ο Ρόμπσον είχε εξαντληθεί, σχεδόν τραυματιστεί. Είναι καλύτερα για την πνευματική του υγεία που έφυγε. Του είπα [στον Ντάβιντς] είναι στα χέρια σου τώρα. Φτάσε στους 51 βαθμούς, κανείς δεν έχει πέσει με τόσους».
Μετά και από αυτό το τελευταίο εμπόδιο, ο δρόμος για την «δικτατορία» του Ντάβιντς ήταν ορθάνοιχτος. Η Μπαρνέτ έπαιζε με ένα σφιχτό κι ανταγωνιστικό στυλ παιχνιδιού, με τον απαράβατο κανόνα «να πασάρουν την μπάλα πάντα στο αφεντικό». Άπαντες ένιωθαν πως τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, όμως τα αποτελέσματα δικαίωναν τον Ολλανδό. Για μια ομάδα που χρειάστηκε σχεδόν τρεις μήνες για να κερδίσει, η 18η θέση στις αρχές Μαρτίου ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή.
«Νιώθαμε προσωπικά πως παίζαμε μόνο γι’ αυτόν. Σίγουρα όλοι ήμασταν ανακουφισμένοι στα παιχνίδια που αποφάσιζε να μείνει στον πάγκο. Οι περισσότεροι από εμάς θα κάναμε τυφλά ότι μας έλεγε, γιατί θέλαμε να κρατήσουμε τις θέσεις μας και δεν μπορούσαμε να τον αντιμετωπίσουμε στα αποδυτήρια. Ήταν ένα συνεχές δώσε μου την μπάλα, δώσε μου την μπάλα, δώσε μου την μπάλα. Δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου αυτό», θα τονίσουν σοκαρισμένοι οι Γιαντόμ και Βιλιέτε.
Οι εκρήξεις θυμού του «Πίτμπουλ» είχαν γίνει πια συνήθεια για την Μπαρνέτ, με το πιο χαρακτηριστικό περιστατικό να συμβαίνει σε έναν αγώνα απέναντι στην Άκρινγκτον προς τα τέλη της σεζόν. Η ομάδα έχανε με 3-1 στο ημίχρονο και ο Ντάβιντς ήταν τόσο θυμωμένος, που δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξεις. Οι παίκτες φοβήθηκαν πως είχε πάθει κρίση και κάλεσαν το ιατρικό προσωπικό, όμως ο Ολλανδός τους έδιωξε μαινόμενος, ξεκίνησε κανονικά το δεύτερο μέρος και μέσα σε 30 λεπτά δέχθηκε δύο κίτρινες κι αποβλήθηκε!
Όλα αυτά δεν είχαν και πολλή σημασία στο θολωμένο του μυαλό, αφού ο στόχος του ήταν ένας, να σώσει την ομάδα, φτάνοντας στους 51 βαθμούς που του είχε πει ο πρόεδρος. Στον τελευταίο εντός έδρας αγώνα η Μπαρνέτ μετρούσε 48 και υποδεχόταν την αδιάφορη Γουίκομ, την οποία αν νικούσε θα ολοκλήρωνε ένδοξα και παράδοξα μια απίστευτη σεζόν. Στον αγώνα παρευρέθηκαν περισσότεροι από 6,000 φίλοι της ομάδας, σχεδόν οι διπλάσιοι από την δεύτερη μεγαλύτερη προσέλευση εκείνης της χρονιάς.
Το παιχνίδι ήταν ιδιαίτερα σκληρό και οι γηπεδούχοι έπαιζαν γεμάτοι άγχος, όμως ευτύχησαν να προηγηθούν στο 82′ με τον Τζέικ Χάιντ και με λίγο χρόνο να απομένει, έμοιαζαν πως όλα είχαν τελειώσει. Το σουρεαλιστικό κομμάτι της ιστορίας όμως επέστρεψε στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων, όταν οι φιλοξενούμενοι κέρδισαν πέναλτι, το Άντερχιλ πάγωσε, ο Στακ το έπιασε, ο διαιτητής σφύριξε και το γήπεδο «πλημμύρισε» με οπαδούς, που πανηγύριζαν εκστασιασμένοι γύρω από τον εμβρόντητο Ντάβιντς!
Οι 51 βαθμοί είχαν επιτέλους επιτευχθεί και πράγματι, στα σχεδόν δέκα χρόνια ζωής της νεοσύστατης κατηγορίας, κανείς δεν είχε υποβιβαστεί με τέτοια συγκομιδή. Στην τελευταία αγωνιστική όμως εφτά ομάδες έπαιζαν για την επιβίωσή τους και η Μπαρνέτ ήταν δυστυχώς μία από αυτές. Εκείνη την στιγμή βρισκόταν πάνω από την επικίνδυνη ζώνη και για να πέσει χρειαζόταν συνδυασμό αποτελεσμάτων, ακόμα και σε περίπτωση δική της ήττας. Αυτό το απευκταίο σενάριο δυστυχώς επαληθεύτηκε. Η Μπαρνέτ ηττήθηκε με 2-0 από την Νορθάμπτον, και η Νταγκ εντ Ρεντ ήταν αυτή που «χαμογέλασε» έστω και στην ισοβαθμία.
«Ο πόνος εκείνου του υποβιβασμού έκανε χρόνια να περάσει. Ο Έντγκαρ έδωσε ότι μπορούσε, όμως εκείνη η μέρα τον πάγωσε, τον άλλαξε. Ίσως αν του είχα πει να πάρει 53 βαθμούς να το είχε κάνει, εκείνο το 51 όμως τον στοίχειωσε». Η επιστροφή στην Κόνφερενς ήταν αδιαμφισβήτητα οδυνηρή και πολλοί πίστευαν πως ο Ντάβιντς δεν θα ακολουθούσε την Μπαρνέτ σε αυτό το σχεδόν ερασιτεχνικό επίπεδο. Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη και ο Ολλανδός «αποφάσισε» να το πάει στα άκρα, φέρνοντας παίκτες και διοίκηση σε εξαιρετικά άβολη θέση. Με την αρχή της σεζόν ανακοίνωσε πως θα φοράει το νούμερο «1», θέλοντας να ξεκινήσει μια νέα μόδα, όπως έλεγε χαρακτηριστικά!
Για το καλό όλων δήλωσε πως θα παίξει μόνο όταν χρειάζεται και μένοντας στον πάγκο η ομάδα ξεκίνησε εντυπωσιακά, έχοντας μόλις μία ήττα στα πρώτα εννιά παιχνίδια. Το πότε πραγματικά χρειάστηκε ίσως διαφέρει στο αν ρωτήσετε αυτόν και οποιονδήποτε άλλον, όμως ο Ντάβιντς επανήλθε στο χορτάρι στις 24 Σεπτεμβρίου του 2013. Συνολικά αγωνίστηκε σε οκτώ αγώνες, έπαιξε έξι διαφορετικές θέσεις κι αντίκρισε τρεις κόκκινες! «Έχω γίνει στόχος για τους διαιτητές, αλλά εντάξει. Δεν θα ξαναπαίξω ξανά γιατί νιώθω ότι χάνεται η χαρά του παιχνιδιού».Περίπου μία εβδομάδα μετά από αυτή του την δήλωση ο «Πίτμπουλ» αποχώρησε από τα καθήκοντά του, λύνοντας κοινή συναινέσει το συμβόλαιό του με την Μπαρνέτ.
Όπως είπαμε και στην αρχή μια σουρεαλιστική ιστορία έχει να κάνει με την τρέλα και το μυστήριο που την περιβάλλει και ο Κλεάνθους συμφωνεί απόλυτα. «Μερικές φορές, σε αυτόν τον κόσμο, αναρωτιέσαι για την λογική των πράξεων σου και όταν σκέφτομαι το τότε είμαι σίγουρος ότι εκείνες οι στιγμές είχαν κάτι μαγικό. Μία φορά πηγαίνοντας σε έναν εκτός έδρας αγώνα ο Ντάβιντς είδε το λεωφορείο της εθνικής Βραζιλίας, που είχε έρθει για να δώσει φιλικό και σταμάτησε, χαιρετώντας όλους τους παίκτες. Ούτε εγώ, ούτε κανένας δεν θα μπορούσε να το φανταστεί αυτό. Πολλοί μου λένε αν είχα ξανά την ευκαιρία να τον φέρω τότε στην ομάδα αν θα το έκανα. Η απάντησή μου είναι: χωρίς δεύτερη σκέψη».
Διαβάστε επίσης από τον αρθρογράφο: Μπεν Τόζερ: Ο «αρτίστας» των πλαγίων που ξεπέρασε τον Ντέλαπ