Τελικά υπάρχει επιτυχία στον αθλητισμό; Κι αν ναι, ποιο είναι το κόστος για οπαδούς, αθλητές, προπονητές και διοικήσεις;
Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο έκανε κάποιες δηλώσεις που έγιναν viral μετά τον αποκλεισμό των Μιλγουόκι Μπακς από τα πλέι-οφ του NBA. Αυτές οι δηλώσεις αναπαράχθηκαν σχεδόν σε κάθε αθλητικό μέσο του κόσμου και έγιναν αποδεκτές από (σχεδόν) όλους με επευφημίες ως προς το νόημα όσων είπε. Και καλώς, θα προσθέσω. Το μεγαλείο των δηλώσεων του, βέβαια, θα τολμήσω να πω ότι δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα. Δεν έχουμε «πιάσει» στην ολότητα του τί σήμαιναν αυτές οι δηλώσεις και ποιους έδειξε με το δάχτυλο. Γιατί έδειξε πάρα πολλούς από εμάς ανεξάρτητα από το άθλημα, που προτιμάμε ως κοινό.
Αυτό που έβρισκα ανέκαθεν μαγικό στο ποδόσφαιρο δεν ήταν το ίδιο το άθλημα, αλλά ο τρόπος που ο κόσμος το εκλαμβάνει. Αυτή η σχεδόν μυστικιστική προσέγγιση, το πόσο αβίαστα θα αφιερώσουμε ένα (πολύτιμο πολλές φορές) δίωρο για να παρακολουθήσουμε ένα παιχνίδι. Αυτή η αίσθηση της συμπερίληψης, το ότι μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος με κάποιον άσχετο άνθρωπο, μας ενώνει πολλές φορές περισσότερο από πιο σημαντικά κοινά μας ενδιαφέροντα και απόψεις.
Κι αυτή είναι η πραγματική ομορφιά του ποδοσφαίρου, ανεξάρτητα από το τί ομάδα υποστηρίζει κάποιος. Πόσες φορές σπάσατε τον πάγο με έναν άνθρωπο απλά μιλώντας για μπάλα; Πόσες φορές αυτό έγινε αφορμή για να γνωρίσετε ανθρώπους, που στην πορεία έγιναν φίλοι, έως και «αδέρφια»; Όλα αυτά επειδή είχατε ένα κοινός πάθος. Βέβαια, μέσα στην ομορφιά του, το ποδόσφαιρο κρύβει και μια ασχήμια: αυτή του δογματισμού.
Παρακολουθώ συχνά πυκνά τους διαλόγους στα σχόλια διάφορων γκρουπ αθλητικού περιεχομένου. Ειδικότερα, δε, σε όσα έχουν να κάνουν με αγγλικό ποδόσφαιρο, καθώς εκεί βρίσκεται το σημείο πραγματικού ενδιαφέροντος μου με το άθλημα. Ανεξαρτήτως του αν μιλάμε για ελληνικό, αγγλικό ή διεθνές γκρουπ, σε όλα συναντώ συγκεκριμένα μοτίβα από μια σημαντική μερίδα των συμμετεχόντων.
Αναφορά στις ομάδες σε πρώτο ενικό και πληθυντικό, προσπάθεια πλήρους απαξίωσης φτασμένων επαγγελματιών του χώρου, εφήμερη αποθέωση που ακολουθείται συνήθως από εξίσου έντονη κριτική στην πρώτη στραβή, απαίτηση για μεταγραφές με λογική Football Manager και, το χειρότερο από όλα, μια ανούσια κόντρα του ποιος την… έχει μεγαλύτερη, που μεταφράζεται στο ποια ομάδα είναι ισχυρότερη, καλύτερη, ιστορικότερη ή όποιο άλλο μέτρο σύγκρισης συμφέρει τον θεματοθέτη εκείνη τη στιγμή. Το ακόμα πιο αστείο (και συνάμα τραγικό) είναι και η επιλεκτική «ηθική» κατά το συμφέρον του καθενός.
Λόγω της συναισθηματικής επένδυσης που πραγματοποιούμε στις ομάδες που υποστηρίζουμε, η υπεράσπιση τους είτε μέσω σύγκρισης με άλλες ομάδες, είτε μέσω πλήρους απαξίωσης ή θεοποίησης, είτε μέσω παρελθοντικών επιτευγμάτων έχει αναχθεί σε επιστήμη. Τα παραδείγματα είναι άπειρα και ως ένα σημείο φαντάζουν ως «χρέος» απέναντι στον αγαπημένο μας σύλλογο. Αυτή η υπεράσπιση όμως συνήθως οδηγεί σε υπερβολές, ισοπεδώσεις και κριτική σε binary σύστημα. Ή κερδίζεις ή απέτυχες. Το ενδιάμεσο είναι αποδεκτό μόνο αν πραγματοποιηθεί κάποια υπέρβαση και βρεθεί μια σύγχρονη «Σταχτοπούτα», που θα κερδίσει συμπάθειες ως η αδύναμη που έσπασε το κατεστημένο.
Όλα αυτά, βέβαια, φαίνονται από αστεία και παιδικά έως επικίνδυνα και σοβαρά (ανάλογα την περίπτωση) αν σκεφτεί κανείς ότι το να υποστηρίξεις κάποια ομάδα δεν είναι κάποιο κατόρθωμα, αλλά μια δωρεάν και συνήθως αυθόρμητη επιλογή. Δεν έχει τύχει να γνωρίζω κάποιον που να έκανε κάποια μελέτη και να έβγαλε πόρισμα ως προς το ποια ομάδα του ταιριάζει καλύτερα να υποστηρίζει.
Προσωπικά, το 1999 ήμουν δέκα ετών, όταν είδα την ανατροπή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ επί της Μπάγερν Μονάχου. Μου άρεσε η φανέλα, μου άρεσε το ποδόσφαιρο που έβλεπα (όσο το καταλάβαινα τότε) και απλά την επέλεξα ως την ομάδα που θα υποστηρίζω. Ομοίως, ένα άλλο παιδί είδε την Άρσεναλ των «Invincibles» και την επέλεξε για ομάδα του και ούτω καθεξής. Μια ωραία φανέλα, μια ιστορία, ένας παίκτης, μια ταινία, ένα video game μπορεί να γίνουν λόγοι για να διαλέξει κάποιος ομάδα, πέραν της όποιας εντοπιότητας.
Όσο όμορφο κι αν είναι αυτό, όμως, εμπίπτει στην παγίδα του δογματισμού. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ αγάπης ενός αθλήματος (συνοδευόμενη με μια προτίμηση σε μια ομάδα) και η χρήση αυτής ως μέσο για δημιουργία συζητήσεων, που σκοπό δεν έχουν την καλοπροαίρετη καζούρα ή τη συζήτηση, αλλά την ένδειξη ανωτερότητας και κατωτερότητας της επιλογής (ξανατονίζεται, δωρεάν και οριακά τυχαίας) ενός ανθρώπου που ασχολείται με το άθλημα, είναι αρκετές φορές λεπτή. Διακρίνεται ξεκάθαρα, αλλά παραμένει λεπτή. Και ποιος είναι ο πιο εύκολος τρόπος ώστε να ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση; Μα, φυσικά, το τι έχει κερδίσει η κάθε ομάδα.
Οι διάφοροι αφορισμοί συλλόγων, που έχουν αποδώσει εκπληκτικό ποδόσφαιρο κατά καιρούς χωρίς αναγκαστικά να έχουν κυριαρχήσει σε επίπεδό τροπαίων ή ακόμα και να έχουν κατακτήσει κάποιο (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η Τότεναμ την τελευταία δεκαετία) ανοίγουν τη συζήτηση περί του αν μια ομάδα είναι επιτυχημένη ή αποτυχημένη. Εννοείται πως η κριτική δεν σταματάει μόνο στο τί έχει κερδίσει σαν σύνολο, αλλά εφαρμόζεται και πάνω σε παίκτες ή προπονητές (είτε είναι μέλη της ομάδας, είτε είχαν υπάρξει και αποχώρησαν), στη διοίκηση, στη μεταγραφική πολιτική, ακόμα και στην προσωπικότητα διάφορων εμπλεκομένων με αυτή (διοίκησης, προπονητών, παιχτών, ακόμα και πιο διάσημων οπαδών).
Και, όπως όλοι γνωρίζουμε, η ανταλλαγή όλων αυτών των απόψεων πραγματοποιείται στην συντριπτική πλειοψηφία τους μεταξύ ανθρώπων, που ασχολούνται με το συγκεκριμένο άθλημα καθαρά από χόμπι ή πάθος και όχι με αυτούς τους οποίους βρίσκονται γύρω ή μέσα από το γήπεδο. Το θέμα είναι ότι αυτή η ανταλλαγή απόψεων συνήθως δεν γίνεται και με ιδιαίτερα κόσμιο τρόπο.
Αυτή η «νόρμα» δεν περνάει αδιάφορη από δημοσιογράφους και αθλητικές σελίδες. Προφανώς και θα βρεθούν δημοσιογράφοι, όπως αυτός που ρώτησε τον Γιάννη αν λογίζει τη φετινή σεζόν ως αποτυχημένη, επειδή ξέρει ότι η δήλωση που θα λάβει θα χρησιμοποιηθεί από διάφορα μέσα για να τροφοδοτήσει συζητήσεις ανάλογου επιπέδου. Μια ερώτηση τόσο binary στη λογική της, που μόνο να πολώσει μπορεί και όχι να δείξει την πραγματική οπτική ενός εκ των πρωταγωνιστών ενός αθλήματος.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν του αγγλικού ποδοσφαίρου, υπάρχουν άπειρα τέτοια παραδείγματα ανάλογων ερωτήσεων από δημοσιογράφους. Με τον Ζοσέ Μουρίνιο να αποτελεί ένας από τους βασικότερους «τροφούς» αυτής της τακτικής, τα μέσα «ψάρευαν» ατάκες που οι παίκτες, οι προπονητές και οι παράγοντες τους έδιναν αφειδώς. Δεν περνούσαν πάνω από τη λακκούβα όπως ο Γιάννης, αντιθέτως έπεφταν με τα μούτρα μέσα (και κανείς δεν ξέρει αν κι αυτό ήταν υπολογισμένο ή απλά αφελές). Όλη αυτή η ανάγκη των δημοσιογράφων για βαρύγδουπο τίτλο και πιασάρικο τσιτάτο δεν είναι κάτι νέο, ούτε ο τρόπος που το καταναλώνουμε ως φίλαθλοι. Ωστόσο είναι απορίας άξιο πώς ακόμα καταφέρνουμε να τρώμε τέτοιο σανό, δηλητηριάζοντας τη σχέση μας με αυτό που αγαπάμε.
Πολλές φορές γκρινιάζουμε όλοι μας ότι από το ποδόσφαιρο έχει χαθεί ο ρομαντισμός. Ότι έχει χαθεί αυτό το συστατικό που του δίνει αυτή τη σχεδόν θρησκευτική αίσθηση, η πίστη στη φανέλα, η πραγματική αγάπη για μια ομάδα. Σε κανέναν δεν αρέσει η ομάδα του να χάνει, αλλά πώς γίνεται να μην χαθεί ο ρομαντισμός, όταν επιτρέπουμε ερωτήσεις όπως αυτή που δέχθηκε ο Γιάννης; Πως γίνεται να είμαστε ρομαντικοί απέναντι στο άθλημα που αγαπάμε (ή ακόμα και μόνο στην ομάδα που αγαπάμε, αν το ενδιαφέρον μας περιορίζεται σε αυτή), όταν το κριτήριο μας είναι μόνο η κατάκτηση τίτλων και οι συνεχείς επιτυχίες; Πως γίνεται να διατηρήσουμε έναν ρομαντισμό που δεν υπάρχει πλέον στις σύγχρονες ομάδες-εταιρίες, όταν το βασικό κριτήριο μας γι’ αυτές είναι μόνο το τί κατάφεραν σε ένα παιχνίδι ή σε μία ολόκληρη σεζόν;
Προφανώς ο καθένας μας ασχολείται με τον αθλητισμό γενικότερα, και με το ποδόσφαιρο ειδικότερα, με τον τρόπο που ο ίδιος ή η ίδια απολαμβάνει. Το παρόν κείμενο δεν έχει κανέναν σκοπό να ηθικολογήσει, παρά μόνο να εκφράσει κάποιες σκέψεις πάνω στη δήλωση του Γιάννη. Και στο κλείσιμο του να τον αποθεώσει, γιατί με λίγα και απλά λόγια είπε κάτι με τόσο καθολική και ευρεία εφαρμογή, που μακάρι να αποτελέσει πυξίδα όλων μας για το πως να αντιμετωπίζουμε τον αθλητισμό. Κι ακόμα περισσότερο το άθλημα που δημιουργεί τα περισσότερα πάθη, το ποδόσφαιρο – για την ώρα σας διαβεβαιώ ο ρομαντισμός είναι νεκρός…